FT- Ανάλυση/ Νετανιάχου vs Ερντογάν- Ποιός θα είναι ο ισχυρότερος “παίκτης” στη Μέση Ανατολή
«Έχουμε μείνει μόνο δύο ηγέτες. Αυτή τη στιγμή, είμαστε εγώ και ο Βλαντιμίρ Πούτιν». Αυτή ήταν η διόλου μετριόφρων ετυμηγορία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν την περασμένη εβδομάδα. Ο Σι Τζινπίνγκ και ο Ντόναλντ Τραμπ ενδέχεται να αμφισβητήσουν την κρίση του Τούρκου προέδρου. Σε περιφερειακό επίπεδο, ο Ερντογάν ισχυρίζεται ότι είναι ένας από τους δύο ισχυρούς ηγέτες που αναδιαμορφώνουν τη Μέση Ανατολή. Ο μισητός αντίπαλός του, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου του Ισραήλ, είναι ο άλλος.
Η αλαζονεία του Ερντογάν πηγάζει από τον ρόλο του στη Συρία. Η Τουρκία ήταν η μόνη περιφερειακή δύναμη που υποστήριξε τη Hayat Tahrir al-Sham (HTS), την ισλαμιστική ομάδα η οποία ανέτρεψε το καθεστώς Άσαντ. Ο Ιμπραήμ Καλίν, ο επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών της Τουρκίας, επισκέφθηκε τη Δαμασκό λίγες μέρες μετά την ανάληψη της εξουσίας από την HTS.
Ο Ερντογάν φιλοδοξεί εδώ και πολύ καιρό, να αποκτήσει η Τουρκία δύναμη στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για του Τούρκο Πρόερδρο, η ανατροπή του Άσαντ ανοίγει έναν νέο δρόμο για την περιφερειακή της επιρροή. Έχει επίσης, δυνητικά, εσωτερικά οφέλη: Την αποδυνάμωση των Κούρδων της Συρίας, τη χαλάρωση του προσφυγικού προβλήματος της Τουρκίας και στήριξη στην προσπάθειά του να παραμείνει πρόεδρος μετά το 2028.
Οι συμμαχίες της Τουρκίας με ισλαμιστικές ομάδες, όπως η HTS και η Μουσουλμανική Αδελφότητα, θεωρούνται σοβαρή απειλή από το Ισραήλ και τις συντηρητικές μοναρχίες του Κόλπου. Το Ισραήλ έχει προσπαθήσει να καταστρέψει τη στρατιωτική ικανότητα της Συρίας, βομβαρδίζοντας το ναυτικό και την αεροπορία της, και καταλαμβάνοντας περισσότερα εδάφη στα Υψίπεδα του Γκολάν, τα οποία ελέγχει από το 1967.
Η ισραηλινή κυβέρνηση παρουσίασε τις κινήσεις της ως προληπτικές και αμυντικές. Αλλά ο Νετανιάχου, όπως και ο Ερντογάν, βλέπει ευκαιρίες. Μιλώντας την περασμένη εβδομάδα, παρατήρησε: «Κάτι τεκτονικό έχει συμβεί εδώ, ένας σεισμός που δεν έχει συμβεί τα εκατό χρόνια από τη συμφωνία Sykes-Picot». Αυτή η αναφορά στη Βρετανο-γαλλική συμφωνία του 1916 που χώρισε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ακούγεται σημαντική. Με τη Μέση Ανατολή σε αναταραχή, οι υποστηρικτές του μεγάλου Ισραήλ βλέπουν την ευκαιρία να ξαναχαράξουν τα σύνορα της περιοχής. Ο Aluf Benn της Haaretz, γράφει ότι ο Νετανιάχου «φαίνεται να αναζητά υστεροφημία ως ο ηγέτης που επέκτεινε τα σύνορα του Ισραήλ μετά από 50 χρόνια υποχώρησης».
Το κίνημα των εποίκων, με πολλούς εκπροσώπους στην κυβέρνηση συνασπισμού του Νετανιάχου, πιέζει το Ισραήλ να ανακαταλάβει τμήματα της Γάζας. Η επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ ίσως δώσει στο Ισραήλ το πράσινο φως για την επίσημη προσάρτηση τμημάτων της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης. Και η «προσωρινή» κατοχή της συριακής γης μπορεί να αποδειχθεί μόνιμη.
Στην ευρύτερη περιοχή, ο Νετανιάχου βλέπει μια ευκαιρία για τελική αντιπαράθεση με το Ιράν. Η Ισλαμική Δημοκρατία βρίσκεται στην πιο αδύναμη θέση της εδώ και δεκαετίες. Αντιμετωπίζει αντιπολίτευση στο εσωτερικό και έχει αναστατωθεί από την πτώση του αυταρχικού καθεστώτος της Συρίας. Η Τεχεράνη είδε τους συμμάχους της – τη Χαμάς, τη Χεζμπολάχ και τώρα τον Άσαντ – να καταστρέφονται.
Το Ιράν μπορεί να απαντήσει στην απώλεια των περιφερειακών συμμάχων, επιταχύνοντας την προσπάθεια να αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Αλλά αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει μια επίθεση από το Ισραήλ. Μετά την επιτυχημένη επίθεση της κυβέρνησης Νετανιάχου κατά της Χεζμπολάχ στον Λίβανο (μια εκστρατεία την οποία προσπάθησε να αποτρέψει η κυβέρνηση Μπάιντεν), οι Ισραηλινοί απέκτησαν αυτοπεποίθηση και ριζοσπαστική διάθεση.
Τον περασμένο χρόνο, το Ισραήλ απέδειξε την ικανότητά του να πολεμά σε πολλά μέτωπα ταυτόχρονα: Γάζα, Δυτική Όχθη, Λίβανος, Υεμένη, Ιράν και τώρα Συρία. Οι Ισραηλινοί είναι επίσης η μόνη πυρηνική δύναμη στην περιοχή και, προς το παρόν, έχουν τη σχεδόν πλήρη υποστήριξη των ΗΠΑ.
Οι πιθανότητες του Νετανιάχου να μείνει στην ιστορία ως επιτυχημένος ηγέτης φαίνονταν ελάχιστες μετά την καταστροφή των επιθέσεων της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς. Βαθιά αμφιλεγόμενος, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, αυτή την περίοδο δικάζεται στο Ισραήλ για διαφθορά.
Όπως ο Ερντογάν, ο Νετανιάχου είναι αδίστακτος για την πολιτική του επιβίωση. Και οι δύο αναδείχθηκαν για πρώτη φορά στην εξουσία πριν από δεκαετίες, και θεωρούν ότι είναι άνθρωποι που θα καθορίσουν τη μοίρα της χώρας τους. Ωστόσο, τα όνειρά τους για περιφερειακή κυριαρχία πάσχουν από παρόμοιες αδυναμίες. Το Ισραήλ και η Τουρκία είναι μη αραβικές δυνάμεις σε μια αραβική περιοχή. Ο αραβικός κόσμος δεν θέλει μια αναγεννημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το Ισραήλ παραμένει μια ξένη δύναμη στη Μέση Ανατολή, προκαλεί φόβο, δυσπιστία και συχνά μίσος.
Η Τουρκία και το Ισραήλ, έχουν επίσης πολύ αδύναμη οικονομική βάση για να επιδιώξουν πραγματικά την περιφερειακή κυριαρχία. Η τουρκική οικονομία καταστρέφεται από τον πληθωρισμό. Παρά την τεχνολογική και στρατιωτική του ικανότητα, το Ισραήλ είναι μια μικρή χώρα με λιγότερους από 10 εκατομμύρια κατοίκους.
Οι ανταγωνιστικές φιλοδοξίες του Ερντογάν και του Νετανιάχου θα μπορούσαν να συγκρουστούν στη Συρία, που κινδυνεύει να γίνει πεδίο μάχης για ανταγωνιστικές περιφερειακές δυνάμεις, επειδή εκεί διακυβεύονται επίσης τα συμφέροντα της Σαουδικής Αραβίας και των χωρών του Κόλπου.
Την περασμένη εβδομάδα, καθώς οι Τούρκοι επευφημούσαν την πτώση της Δαμασκού και οι Ισραηλινοί κατέστρεφαν τον συριακό στρατό, η Σαουδική Αραβία γιόρτασε ένα πιο ειρηνικό επίτευγμα αφού επιλέχθηκε ως οικοδέσποινα του Παγκοσμίου Κυπέλλου ποδοσφαίρου του 2034.
Οι Σαουδάραβες και τα κράτη του Κόλπου, πιθανότατα αισθάνονται πιο έντονη την απειλή από τις ισλαμιστικές συμμαχίες της Τουρκίας παρά από τις εδαφικές φιλοδοξίες του Ισραήλ. Αλλά το Ριάντ γνωρίζει ότι η επίθεση του Ισραήλ στη Γάζα έχει συγκλονίσει μεγάλο μέρος του αραβικού κόσμου. Το να πλησιάσει τον Νετανιάχου για να εμποδίσει τον Ερντογάν, θα ήταν ριψοκίνδυνο, ιδιαίτερα εάν οι Ισραηλινοί ακυρώσουν ταυτόχρονα οποιαδήποτε προοπτική για λύση δύο κρατών με τους Παλαιστίνιους.
Το Ισραήλ και η Τουρκία έχουν ισχυρούς στρατούς. Αλλά οι Σαουδάραβες, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν την οικονομική υπεροπλία. Όποια πορεία και αν αποφασίσει να ακολουθήσει το Ριάντ, θα μπορούσε να διαμορφώσει τη Μέση Ανατολή ακόμη πιο ριζικά από τις ενέργειες του Ερντογάν και του Νετανιάχου.
Πηγή: Financial Times- Απόδοση στα ελληνικά από KREPORT