Ανάλυση/ Μετά τον Προϋπολογισμό, χωρίς αφηγήματα και “καύσιμα” κυβέρνηση και αντιπολίτευση
Χρειάστηκαν περίπου τρία χρόνια, από εκείνα τα “μπινελίκια” του πρώην υπουργού Εθνικής Οικονομίας (και τώρα Μεταφορών και Υποδομών) Χρήστου Σταϊκούρα στις διοικήσεις των τραπεζών -γιατί άραγε;– για να εξαγγελθούν τα -κατά την αντιπολίτευση- περιορισμένα μέτρα για τις χρεώσεις τους.
Το γεγονός ότι σε αυτό το διάστημα η κερδοφορία τους έφτασε στα ύψη, όπως και το ότι δεν υιοθετήθηκε το ισπανικό “υπόδειγμα” της έκτακτης φορολόγησης, έμειναν εκτός του κλίματος ενθουσιασμού στην κυβέρνηση και την χαρούμενη και… χριστουγεννιάτικη φωτογραφία των βουλευτών της Ν.Δ με τον πρωθυπουργό, μετά την ανακοίνωση ότι 159 ψήφισαν υπέρ του προϋπολογισμού- μεταξύ αυτών και τρεις ανεξάρτητοι προερχόμενοι από τους “Σπαρτιάτες”. Επικοινωνιακά, βεβαίως, η κυβέρνηση αποκόμισε οφέλη, ιδιαίτερα με τον αιφνιδιασμό να ανακοινώσει περισσότερα απ΄ όσα ανέμεναν πολλοί και είχαν σχετικά διαρρεύσει. Επέδειξε αντίδραση και κινητικότητα.
Συνιστά αυτό νίκη για το ΠΑΣΟΚ, όπως εμφατικά διατείνεται η Χαριλάου Τρικούπη; Το αποτέλεσμα δίνει το δικαίωμα στο Νίκο Ανδρουλάκη να το ισχυρίζεται, το ζήτημα είναι πόσοι θα το πιστέψουν. Θα φανεί, ή δεν θα φανεί στις επόμενες δημοσκοπήσεις, εκεί που οι πολίτες θα αξιολογήσουν εάν το ΠΑΣΟΚ προβάλλει, όντως, ως εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Μέχρις ώρας, πάντως, οι μετρήσεις εμφανίζουν μεν το κόμμα του κ. Ανδρουλάκη με αυξημένα ποσοστά (κοντά στο 18% στην Εκτίμηση Ψήφου), επ΄ ουδενί όμως δεν του δίνουν προοπτική εξουσίας- μάλλον στην πολυδιάσπαση του χώρου αριστερά του οφείλεται.
Υπάρχει, όμως, κι άλλη ανάγνωση. Εκείνο που ανησυχεί τον πρωθυπουργό δεν είναι τόσο η αναιμική αύξηση της δημοσκοπικής καταγραφής του ΠΑΣΟΚ αλλά η πλημμυρική “κοινωνική αντιπολίτευση”, τα ποσοστά δυσαρέσκειας για την κυβερνητική πολιτική που αγγίζουν το 80% στις μετρήσεις, και το ό,τι στις ίδιες καταγραφές η Ν.Δ εκκινεί στην Πρόθεση Ψήφου από τη ζώνη του 22-24% για να φτάσει στην Εκτίμηση στο ποσοστό των ευρωεκλογών (28%) ή λίγο παραπάνω. Πολύ μακριά, δηλαδή, από την πρόβλεψη πως μπορεί να κατακτήσει την αυτοδυναμία στις βουλευτικές εκλογές σε δυόμισι χρόνια από σήμερα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ξεδίπλωσε κάποιο νέο πολιτικό αφήγημα λίγο πριν την αυγή του 2025, ούτε μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η κυβέρνησή του θα αποκτήσει περισσότερα καύσιμα απ΄ αυτά που έχουν απομείνει στο ρεζερβουάρ στα τέλη της χρονιάς. Αντιθέτως, κάθε λάθος χρεώνεται πλέον διπλά, δεν υπάρχει κάποια μεταρρυθμιστική στρατηγική που να εμφυσά νέα πολιτική πνοή, η εικόνα της κυβέρνησης προδίδει πιθανώς καλή αλλά πάντως διαχειριστική λογική, η δε επίκληση της πολιτικής σταθερότητας είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν συγκινεί πιά τους περισσότερους πολίτες. Στο ερώτημα εάν η κυβέρνηση έλαβε το μήνυμα (αποχή και χαμηλό ποσοστό της Ν.Δ) των ευρωεκλογών, πριν έξι μήνες, λίγοι θα απαντήσουν καταφατικά.
Η απουσία εναλλακτικής πολιτικής εξουσίας μαζί με τον κατακερματισμό της αντιπολίτευσης εξακολουθεί να δημιουργεί αισθήματα παραπανητικής αυτοπεποίθησης, σαν να μην αντιλαμβάνεται κανείς ότι η σταδιακή φθορά καταλήγει σε αδιέξοδα.
Το θέμα για τον πρωθυπουργό δεν θα έπρεπε να είναι να νικήσει (για τρίτη συνεχή αναμέτρηση) στις επόμενες εκλογές: α. γιατί ακόμα κι αν συμβεί αυτό, όπερ και σχεδόν βέβαιο, δύσκολα θα μπορέσει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, β. διότι αυτή η σταδιακή φθορά, όσο δεν ανατάσσεται, είναι εύκολο να γίνει κατάρρευση εάν σημειωθεί ένα πολιτικό “ατύχημα”, γ. επειδή σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος “εκπαιδεύεται” σε χαμηλές προσδοκίες ή και στο ατελέσφορο των πολιτικών εξελίξεων και ενδεχομένως επχιειρήσει να εκφραστεί και στις βουλευτικές κάλπες με τον τρόπο που εκφράστηκε στις ευρωεκλογές.
Ίσως το σημαντικότερο πολιτικό εφόδιο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην αρχή της νέας χρονιάς είναι ότι στην αντιπολίτευση επικρατεί στασιμότητα. Το ΠΑΣΟΚ –με “δανεικό” τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης– διολισθαίνει σε έπαρση αλλά και σε μία σύχυση μεταξύ θεσμικού (;) συναινετικού προφίλ και στην σκληρή (;) αντιπολίτευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται ακόμα πολύ χρόνο να προσδιορίσει τι ακριβώς συνιστά πολιτική επανεκκίνηση, η δε εσωτερική -χαμηλών τόνων ακόμα- αντιπαλότητα της νέας ηγεσίας με τον έτερο φιναλίστ της πρόσφατης εσωκομματικής εκλογής μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα. Το χειρότερο, τέλος, είναι ότι ενώ Ανδρουλάκης, Φάμελλος, Χαρίτσης μιλούν για συνεργασίες, κανείς δεν κάνει το πρώτο βήμα, τίποτε δεν δείχνει ότι σκοπεύουν να προσδιορίσουν πλαίσιο και προγραμματική βάση, ενώ αντιθέτως αναζητούνται αφορμές για να κοπούν οι όποιες γέφυρες- όπως φάνηκε από την στάση της ΝΕ.ΑΡ έναντι των άλλων δύο επειδή ψήφισαν τις αμυντικές δαπάνες.