Πώς η Συρία αλλάζει τον γεωπολιτικό χάρτη και επιδρά στα ελληνοτουρκικά-Ώρα για νέα εθνική στρατηγική
Οι εξελίξεις στη Συρία και η de facto αναδιαμόρφωση του γεωπολιτικού χάρτη της ευρύτερης περιοχής βάζουν εκ των πραγμάτων σε νέα σειρά τις στρατηγικές προτεραιότητες της Τουρκίας και ως εκ τούτου επηρεάζουν και τον ελληνοτουρκικό διάλογο που, όμως, βρίσκεται σε κατάσταση στασιμότητας όπου παραδέχονται σχεδόν οι πάντες στην Αθήνα.
Ο επικεφαλής των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών και εξ απορρήτων του Ταγίπ Ερντογάν, Ιμπραχίμ Καλίν βρέθηκε στη Δαμασκό και είχε συζητήσεις, συνοδευόμενος καθ΄ όλη τη διάρκεια της επίσκεψης από τον ηγέτη του HTS Αλ Τζολανί (λέγεται ότι οδηγούσε το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο τούρκος αξιωματούχος για λόγους ασφαλείας), ενώ ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν ταξίδεψε στην Άγκυρα και τη Βαγδάτη.
Οι ΗΠΑ, στην προσπάθειά τους να πιάσουν το νήμα των εξελίξεων και να συνομιλήσουν με το νέο καθεστώς των τζιχαντιστών, αντιλαμβάνονται την Τουρκία ως βασικό παίκτη στην περιοχή. Η δε Τουρκία έχει αυτή τη στιγμή δύο βασικές επιδιώξεις: πρώτη, να προσφέρει υπηρεσίες για να έχει καθοριστικό ρόλο στις νέες ισορροπίες, αποκλείοντας, όσο αυτό είναι εφικτό, την πιθανότητα συσπείρωσης του κουρδικού στοιχείου σε Συρία, Ιράκ και Τουρκία, και, δεύτερη, να εγκατασταθεί πρωταγωνιστικά στη Δαμασκό ώστε να δημιουργήσει συνθήκες για ένα νοητό σύνορο με το Ισραήλ.
Οι αναλυτές στη Δύση εκτιμούν ότι η Τουρκία και το Ισραήλ θα είναι οι δύο μεγάλοι ανταγωνιστές τα επόμενα χρόνια στην περιοχή, ενώ στην Άγκυρα και την Ιερουσαλήμ δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν πως αυτός ο ανταγωνισμός ίσως αποκτήσει επιθετικά χαρακτηριστικά.
Σε αυτό το διαμορφούμενο απρόβλεπτα περιβάλλον είναι λογικό ο Ερντογάν να βάζει σε δεύτερη μοίρα τις συζητήσεις με την Ελλάδα και να αρκείται στην τακτική των “ήρεμων νερών”, χωρίς να σπαταλά διπλωματικό κεφάλαιο για κάτι περισσότερο. Από την άλλη το αναθεωρητικό και σε βάθος χρόνου νεοοθωμανικό δόγμα της “γαλάζιας πατρίδας” και της εκπροσώπησης των μουσουλμανικών πληθυσμών σε ένα μεγάλο γεωγραφικό μήκος και πλάτος αποκτά για την Άγκυρα νέες διαστάσεις και νέες ευκαιρίες. Το χειρότερο, βεβαίως, είναι να προσπαθήσει να εντάξει τα ελληνοτουρκικά στη νέα γεωπολιτική “χρησιμότητα” που αποκτά, σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων.
Ο Τούρκος πρόεδρος δεν υπήρξε ποτέ “απομονωμένος”, όπως ανεδαφικά εκτιμούσαν ορισμένοι στην Αθήνα, τώρα, όμως, βλέπει να ανοίγονται μπροστά του νέοι ορίζοντες στρατηγικής επέκτασης. Δεν σημαίνει ότι αυτό δεν θα δοκιμάσει τις αντοχές της τουρκικής επιρροής, ούτε ότι όλα θα εξελιχθούν γραμμικά και ομαλά γι αυτόν. Τα πράγματα αλλάζουν ραγδαία, ειδικά σε μία Μέση Ανατολή που είναι πιά ένα εκρηκτικό μωσαϊκό, και ο ιστορικός εφιάλτης της Τουρκίας για ένα Μεγάλο Κουρδιστάν αποκτά νέο περιεχόμενο. Ωστόσο, για τον Ταγίπ Ερντογάν είναι η ώρα της διπλωματικής επίθεσης και όχι της άμυνας, και αυτό είναι κάτι που πρέπει να συνυπολογίζει πιά η ελληνική διπλωματία.
Νέα στρατηγική θεώρηση
Τούτων δοθέντων, δεν πρέπει να θεωρείται καθόλου τυχαίο ότι οι βασικοί πολιτικοί παίκτες στην Αθήνα συμφωνούν πως οι προσπάθειες που ξεκίνησαν με την Διακήρυξη των Αθηνών, πριν ένα χρόνο, είναι πολύ δύσκολο να προχωρήσουν στα επόμενα και πιό ουσιαστικά βήματα. Στο συνέδριο του “Βήματος” μίλησαν οι Αντώνης Σαμαράς, Γιώργος Γεραπετρίτης, Νίκος Κοτζιάς, Αλέξης Τσίπρας, Νίκος Ανδρουλάκης, Νίκος Δένδιας και Κυριάκος Μητσοτάκης, ενώ πριν λίγες ημέρες είχε προηγηθεί παρέμβαση και του Κώστα Καραμανλή. Όλοι εστίασαν στις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά και, με εξαίρεση τον πρώτο που κλιμακώνει την σύγκρουσή του με τον πρωθυπουργό, φαίνεται ότι προκύπτουν και σημεία σύγκλισης και αποκλίνουσες θεωρήσεις.
Ίσως, το σημαντικότερο σημείο σύγκλισης είναι η πεποίθηση ότι η στρατηγική που θα οδηγούσε Ελλάδα και Τουρκία στη Χάγη είναι τώρα μακρύτερα απ΄ ότι φανόταν πριν μερικούς μήνες, και σε αυτό προφανώς επηρεάζει η νέα γεωπολιτική κατάσταση και ο ρόλος του Ερντογάν σε αυτή. Είτε το ομολογούμε, είτε το κρύβουμε, η Άγκυρα έχει αυτή τη στιγμή ρόλο από το ουκρανικό (και όπως αυτό θα εξελιχθεί μετά την εγκατάσταση του Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο στις 20 Ιανουαρίου), έως τη Δαμασκό και την Τρίπολη, ενώ είναι σε εξέλιξη η αποκατάσταση των σχέσεων της Τουρκίας με σημαντικούς παίκτες στην περιοχή μας, όπως είναι το Κάϊρο.
Οι “σχολές”
Μιλώντας για τα ελληνοτουρκικά ο πρωθυπουργός σημείωσε ότι η κυβέρνηση διερεύνησε αν μπορούμε να μπούμε στον πυρήνα της κεντρικής διαφοράς, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, και συμπλήρωσε ότι αυτή τη στιγμή δεν βλέπει προοπτική. “Συμφωνούμε ότι μπορούμε να διαφωνούμε πολιτισμένα, αυτή την πολιτική υπηρετώ”, κατέληξε, επισημαίνοντας ότι στο ρευστό διεθνές σκηνικό η Ελλάδα έχει καταφέρει να εκμεταλλευτεί την ήπια ισχύ, να διαμορφώνει πολιτικές στην ΕΕ και να πρωτοστατεί για να αποκτήσει η Ευρώπη αμυντική αυτονομία.
Αν μη τι άλλο πρόκειται για μία πολύ πιο συγκρατημένη καταγραφή της κατάστασης σε σύγκριση με όσα σχεδόν υπερφίαλα διακινούνταν το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Το επισήμανε, άλλωστε, αυτό ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ όταν έκανε λόγο για τον πήχη που σηκώθηκε ψηλά από την κυβέρνηση.
Ο πρωθυπουργός περιέγραψε την στρατηγική επιδίωξη της Ελλάδας να καταστεί “soft power” στην περιοχή μας και αυτό μπορεί όντως να ισχυριστεί κανείς ότι το επιτυγχάνει. Το επιτυγχάνει, όμως, με την αναβάθμιση της στρατιωτικής της ισχύος (εξοπλισμοί) και στο πλαίσιο των επιδιώξεων του ΝΑΤΟ, πόρρω, ωστόσο, απέχει κάτι τέτοιο από την κατοχύρωση ρόλου γεωπολιτικής “ήπιας δύναμης” που θα βρίσκεται στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων και των αποφάσεων- αυτό, δηλαδή, που έχει αποκτήσει η Τουρκία.
Τα “ήρεμα νερά” στο Αιγαίο δεν είναι, αναμφισβήτητα, μικρό πράγμα, όμως περιόδους ύφεσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με περισσότερες ή λιγότερες παραβιάσεις, είχαμε και κατά το παρελθόν. Στρατηγικά έχει μεταβληθεί, όμως, ο τουρκικός αναθεωρητισμός απέναντί μας; Η απάντηση είναι “όχι”.
Στον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, στα θαλάσσια πάρκα, ακόμα, πρόσφατα, και στην πόντιση του καλωδίου ηλεκτρικής σύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου, η Τουρκία έδειξε καθαρά τις διαθέσεις της και επιχειρεί σε βάθος χρόνου να κτίσει νέο διεκδικητικό πλαίσιο, όπως έκανε και παλαιότερα.
Εάν κρίνει κανείς από τις ομιλίες του Κυριάκου Μητσοτάκη, τριών πρώην πρωθυπουργών και των πολιτικών που μίλησαν τις προηγούμενες ημέρες διαμορφώνονται τρεις βασικές “σχολές” με διαφορές και επικαλύψεις:
-Η “σχολή” του “δεν συνομιλείς ποτέ με τον πειρατή”, με βασικό εκπρόσωπο τον κ. Σαμαρά, η οποία παρατείνει έναν επικίνδυνο ανταγωνισμό που με κλειστούς όλους τους διαύλους επικοινωνίας, είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα οδηγήσει σε θερμό επεισόδιο, ακόμα και πολεμική συμπλοκή.
-Η “σχολή” της ακινησίας, η οποία διατηρεί μία φιλική στασιμότητα με την Τουρκία, με δυνατότητες επικοινωνίας που, όμως, επειδή δεν υπεισέρχεται στην ουσία των πραγμάτων επιτρέπει στην Τουρκία να οικοδομήσει μέσα στον χρόνο τις διεκδικήσεις της και να τις εμφανίζει ως τετελεσμένα (γκρίζες ζώνες, τουρκολιβυκό μνημόνιο κ.ά)
-Και η “σχολή” του “οπωσδήποτε λύση χάριν της ειρήνης στην περιοχή”, η οποία επειδή υποτιμά το μεγάλωμα του εθνικού χώρου καταλήγει σε μία αμυντική θεώρηση. Ακόμα κι αν οι εκπρόσωποί της εκκινούν από καλή διάθεση και θέλουν να επιδεικνύουν διπλωματική κινητικότητα, αυτοί εκφράζονται συνήθως αμυντικά, προτιμούν να απαντούν στις τουρκικές προκλήσεις μόνο με την επίκληση του Διεθνούς Δικαίου και των συμμαχιών της χώρας με την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, και τις ΗΠΑ. Το τελευταίο, όμως, είναι ευμετάβλητο, αφενός γιατί ανάλογες συμμαχίες διαμορφώνει -ενίοτε με σημαντικότερα ερείσματα- και η Τουρκία, αφετέρου, δε, διότι τελικά καταλήγει σε μία ενδοΝΑΤΟϊκή συζήτηση όπου η Άγκυρα αποκτά πλεονεκτήματα λόγω του γεωπολιτικού εύρους της.
Το γεωπολιτικό τρίγωνο
Σήμερα, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται στο επίκεντρο ενός γεωπολιτικού τριγώνου (Λιβύη, Συρία/ Παλαιστίνη, Ουκρανία) με φαραωνική σημασία για τα συμφέροντα της Δύσης. Σε αυτό το τρίγωνο οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ο ρόλος της Τουρκίας είναι μεγαλύτερος απ΄ ότι ο δικός μας γι΄αυτά τα συμφέροντα, όχι μόνο επειδή οι συνθήκες ευνοούν την Άγκυρα (που συμβαίνει), αλλά και επειδή εμείς δεν έχουν επιδιώξει ή κατορθώσει να εγκατασταθούμε.
Σε αυτή τη συγκυρία, οι επόμενες επαφές της κυβέρνησης με την αντίστοιχη τουρκική, ή θα αφεθούν στην ροή των εξελίξεων που ίσως τις υποβαθμίσει στην γεωπολιτική ατζέντα των μεγάλων παικτών -και ίσως δώσει χρόνο στην Άγκυρα να εδραιώνει απαιτήσεις, όπως επιχειρεί να κάνει στην Κάσσο-, ή θα επαναχαραχθεί η στρατηγική μας με νέους τρόπους.
Πρώτον, με το να καταστεί η Ελλάδα συνομιλητής στο μεγάλο τραπέζι της περιοχής, στο βαθμό, βεβαίως, που της αρμόζει και της αναλογεί. Ως προς αυτό ευνοεί η συγκυρία του ότι από τη νέα χρονιά και για ένα χρονικό διάστημα θα είμαστε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, όμως δεν αρκεί. Το κυβερνητικό αεροσκάφος με τον κ. Γεραπετρίτη και άλλους “ειδικούς απεσταλμένους” θα πρέπει να γράψει πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα ώστε να αναζητηθούν δίαυλοι επικοινωνίας, από αυτούς που κλείσαμε (Μόσχα) έως εκείνους που έχουμε και πρέπει να διευρύνουμε (Κάϊρο, Εμιράτα), ή άλλους που πρέπει να ανακαλύψουμε. Γεωπολιτική επίδραση μόνο από την Αθήνα δεν αποκτάς.
Δεύτερον, με το να κινηθεί έξυπνα προς την επέκταση του εθνικού χώρου (αξίζει να σημειωθεί ότι ως προς αυτό -π.χ ενότητα αιγιακού χώρου– διαπιστώθηκαν κοινοί τόποι στις ομιλίες κάποιων πολιτικών), κάτι που καθίσταται αναγκαίο ως προς τα χωρικά ύδατα και την ΑΟΖ, εάν και εφόσον καταστεί εφικτό κάποια στιγμή στο μέλλον να περιγράψουμε το πλαίσιο μιας συμφωνίας με την Τουρκία. Ενημερώνοντας, παράλληλα, την κοινή γνώμη πως εάν συμβεί κάτι τέτοιο δεν μπορεί παρά να είναι στο πλαίσιο ενός συμβιβασμού. Ο,τιδήποτε διαφορετικό θα προκαλέσει εκρηκτικές πολιτικές και εθνικές παρενέργειες, πολλαπλάσιες απ΄ όσες ζήσαμε πριν μερικά χρόνια με τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Εάν μελετήσει κανείς όσα είπαν οι προαναφερθέντες πολιτικοί (με εξαίρεση τον κ. Σαμαρά), υπάρχει διάθεση για συνεννόηση και υπάρχουν συγκλίσεις και αποκλίσεις, όλες, όμως, είναι εδάφια που αξίζει να συζητηθούν στην διαμόρφωση νέας εθνικής στρατηγικής. Τον χρόνο και τον τόπο θα τον αποφασίσει η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός. Εάν χαθεί χρόνος είναι πιθανό ο γεωπολιτικός χάρτης στο τρίγωνο που αναφέραμε να διαμορφωθεί με τρόπο που θα αναβαθμίσει αισθητά τον ρόλο της Τουρκίας και θα καταστήσει την Ελλάδα έναν μικρό, δυναμικό μεν, γεωπολιτικά αδιάφορο δε, εταίρο.