Guardian: “Καπούτ” ο γαλλογερμανικός άξονας- “Mοιάζει ολοκληρωτικά χρεοκοπημένος”
Το γαλλογερμανικό δίδυμο, που επί δεκαετίες θεωρούνταν ο κινητήριος μοχλός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φαίνεται να βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Η πολιτική αστάθεια και τα οικονομικά προβλήματα που πλήττουν τόσο τη Γαλλία όσο και τη Γερμανία καθιστούν τις προκλήσεις για την αποτελεσματική συνεργασία και ηγεσία εντός της ΕΕ μεγαλύτερες από ποτέ. Παρά το γεγονός ότι η γαλλογερμανική μηχανή δεν φαίνεται να παραπαίει, ο Guardian αναφέρει σε ανάλυσή του ότι η συνεργασία αυτή μοιάζει να είναι «ολοκληρωτικά χρεοκοπημένη», αποκαλύπτοντας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει αυτή η στρατηγική συμμαχία, η οποία είχε διαμορφώσει την πορεία της Ευρώπης για πολλές δεκαετίες.
Χαρακτηριστική είναι μάλιστα και η λέξη kaput (καπούτ) που χρησιμοποιείται στον τίτλο της ανάλυσης για να αναδείξει την σοβαρή κρίση στην οποία έχει περιέλθει ο γαλλογερμανικός άξονας.
Στη Γαλλία, ο διορισμός του Φρανσουά Μπαϊρού ως τέταρτου πρωθυπουργού μέσα στο 2024 υπογραμμίζει την αδυναμία συγκρότησης σταθερής κυβέρνησης. Με τον Εμάνουελ Μακρόν να βρίσκεται αντιμέτωπος με πολιτική κρίση και κοινωνική δυσαρέσκεια, η Γαλλία δυσκολεύεται να προωθήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις.
Στη Γερμανία, η κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού εντείνει την αβεβαιότητα, με τις επερχόμενες εκλογές του Φεβρουαρίου 2025 να δημιουργούν καθυστερήσεις στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων.
Οικονομικές Προκλήσεις
Με δημόσιο χρέος στο 110% του ΑΕΠ και έλλειμμα που ξεπερνά το 6%, η Γαλλία αντιμετωπίζει σοβαρές δημοσιονομικές πιέσεις, που πλήττουν την αξιοπιστία της στις αγορές, ενώ η παραδοσιακά ισχυρή γερμανική οικονομία υποφέρει από υψηλό κόστος ενέργειας και εργασίας, ενώ η αυτοκινητοβιομηχανία καθυστερεί στη μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση. Ταυτόχρονα, η εξάρτηση από την Κίνα και η απειλή δασμών από τις ΗΠΑ επιδεινώνουν την κατάσταση.
Ο πολιτικός και οικονομικός αναβρασμός σε Παρίσι και Βερολίνο έχει σημαντικές επιπτώσεις.
Η καθυστέρηση στη λήψη αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα μπορούσε να παραλύσει την ΕΕ, ιδιαίτερα σε μια εποχή που απαιτείται ισχυρή και ενιαία απάντηση σε γεωπολιτικές προκλήσεις, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι αλλαγές στη διεθνή σκηνή.
Η συρρίκνωση των δύο μεγαλύτερων οικονομιών της ΕΕ το 2025 ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τη συνολική οικονομική δυναμική του μπλοκ.
Η επιστροφή της πολιτικής «Πρώτα η Αμερική» υπό την προεδρία Τραμπ και οι προκλήσεις που δημιουργούνται από τη γεωπολιτική άνοδο της Κίνας απαιτούν από την ΕΕ να επιδείξει ενότητα και ισχυρή ηγεσία, η οποία επί του παρόντος μοιάζει να απουσιάζει.
Η κατάσταση αυτή καθιστά απαραίτητη την ανασυγκρότηση του γαλλογερμανικού άξονα, καθώς η Ευρώπη δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις διεθνείς προκλήσεις χωρίς έναν στιβαρό πυρήνα ηγεσίας. Ωστόσο, με τις δύο χώρες να παλεύουν με εσωτερικές κρίσεις, η αποστολή αυτή φαντάζει ιδιαίτερα δύσκολη.
Η άνοδος της ακροδεξιάς
Η πολιτική κρίση στη Γερμανία και οι οικονομικές προκλήσεις που τη συνοδεύουν βρίσκονται στο επίκεντρο μιας εξαιρετικά ρευστής και αβέβαιης περιόδου. Η αποπομπή του Κρίστιαν Λίντνερ από τον Όλαφ Σολτς και η διάλυση της τρικομματικής κυβέρνησης συνασπισμού ανέδειξαν τις έντονες εσωτερικές διαφορές, ιδιαίτερα σε κρίσιμα θέματα, όπως η οικονομική πολιτική και η διαχείριση του κρατικού προϋπολογισμού.
Η κίνηση του Σολτς να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης ερμηνεύεται ως στρατηγική προσπάθεια να θέσει τέρμα στη «στασιμότητα» και να προκαλέσει νέες εκλογές. Ωστόσο, το πολιτικό τοπίο που αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις είναι έντονα κατακερματισμένο. Με την κεντροδεξιά CDU/CSU να προηγείται, αλλά χωρίς επαρκή αυτοδυναμία, και την ακροδεξιά AfD να καταγράφει ανησυχητική άνοδο, οι προοπτικές για σταθερή κυβερνητική πλειοψηφία φαίνονται περιορισμένες.
Η σημαντική άνοδος της AfD αντικατοπτρίζει τη δυσαρέσκεια ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, ιδιαίτερα στα θέματα μετανάστευσης, οικονομίας και ενεργειακής πολιτικής.
Η γερμανική οικονομία, παρά την ανθεκτικότητά της, έχει επηρεαστεί από τον πληθωρισμό, την ενεργειακή κρίση και την επιβράδυνση της βιομηχανικής παραγωγής.
Η Γερμανία αντιμετωπίζει προκλήσεις στη διατήρηση της ηγετικής της θέσης εντός της ΕΕ, ιδιαίτερα καθώς η Γαλλία προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το πολιτικό κενό για να ενισχύσει τη δική της επιρροή.
Την ίδια στιγμή, ο νέος Γάλλος πρωθυπουργός Μπαϊρού, πρέπει να προσπαθήσει να «συναρμολογήσει» μια πιο σταθερή κυβερνητική πλειοψηφία, ενδεχομένως με τη συμμετοχή μέρους της κεντροαριστεράς -ή τουλάχιστον να εξασφαλίσει μια ανακωχή, που δεν θα αφήσει τη νέα κυβέρνηση επιρρεπή στην ίδια ακριβώς απειλή: Μια ψήφο δυσπιστίας που να υποστηρίζεται τόσο από την αριστερά όσο και από την ακροδεξιά, όπως αυτή του Μπαρνιέ.
Η κοινοβουλευτική αριθμητική, ωστόσο, παραμένει η ίδια. Ο Μακρόν «φαίνεται να ετοιμάζεται να οικοδομήσει ένα πιο σταθερό κυβερνητικό σύμφωνο με τους Συντηρητικούς, τους Σοσιαλιστές, τους Κομμουνιστές και τους Πράσινους», οι οποίοι «φαίνονται έτοιμοι να κάνουν συμβιβασμούς και να αποφύγουν άλλη μια κυβέρνηση στο έλεος του RN», λέει ο Ριμ Μομτάζ της δεξαμενής σκέψης Carnegie Europe. «Αλλά αυτό είναι μόνο μια προσωρινή λύση. Εξακολουθεί να μην έχει λύση για να αντιστρέψει την άνοδο της δημοτικότητας που απολαμβάνει η Λεπέν από το 2017 και τις σημαντικές πιθανότητες που έχει να εκλεγεί πρόεδρος το 2027» προσθέτει.