ΑΝΑΛΥΣΗ/Με τι κριτήρια ψηφίζουμε; Μια διαφορετική προσέγγιση των δημοσκοπήσεων με μικρές εκπλήξεις
Η πλειοψηφία του κοινού συνήθως δεν δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων και τις λεπτομέρειές τους. Φυσιολογικά παρατηρεί περισσότερο τα νούμερα που έχουν σχέση με την εκλογική επιρροή των κομμάτων και των αρχηγών τους προσωπικά από τα οποία έτσι και αλλιως προκύπτουν και οι τίτλοι στα σχετικά ρεπορτάζ των ΜΜΕ. Μία όμως πιο προσεκτική ματιά σ’ αυτού του είδους τα στοιχεία, θα μπορούσε να βοηθήσει τους πολίτες να εξάγουν πιο ασφαλή συμπεράσματα για την εκλογική συμπεριφορά αλλά και τον τρόπο με τον οποίο ψηφίζουν οι Ελληνες. Για παράδειγμα, στην μεγάλη έρευνα της Prorata που δόθηκε στη δημοσιότητα την εβδομάδα που μάς πέρασε, τα ευρήματα στο ερώτημα για την πρόθεση ψήφου βάσει της προσλαμβανόμενης οικονομικής κατάστασης του νοικοκυριού είναι εξαιρετικά χρήσιμα.
Το κοινό που απάντησε χωρίστηκε, ακριβώς βάσει της απάντησής του στο ερώτημα για την οικονομική του κατάσταση, σε τέσσερις μεγάλες υποομάδες. Στα νοικοκυριά στα οποία “τα χρήματα φτάνουν και για να αποταμιεύουμε”, σ’ αυτά που “τα χρήματα φτάνουν αλλά όχι για να αποταμιεύουμε”, σ’ αυτά που “τα χρήματα φτάνουν μόνο για τα αναγκαία” και τέλος σ’ αυτά που “τα χρήματα δεν φτάνουν ούτε για τα αναγκαία”.
- Η πρώτη κατηγορία (“τα χρήματα φτάνουν και για να αποταμιεύουμε”) προφανώς συμπεριλαμβάνει τους έχοντες και κατέχοντες.
Δεν προξενεί εντύπωση ότι σ’ αυτό το γκρουπ η Νέα Δημοκρατία κερδίζει άνετη πρωτιά με 40,5%. Είναι, άλλωστε, ιστορικά αποδεδειγμένο ότι η Νέα Δημοκρατία, το μεγαλύτερο συντηρητικό κόμμα της χώρας (και το περισσότερο σταθερό εκλογικά τα τελευταία 50 χρόνια), εκφράζει την αστική τάξη, τους πολίτες που έχουν χρήματα, εισοδήματα και περιουσία και μάλιστα τους περισσότερους πλούσιους από αυτούς. Ολα τα υπόλοιπα κόμματα καταποντίζονται στην εν λόγω κατηγορία, εκτός του ΠΑΣΟΚ που αποσπά ένα 15% δείχνοντας ότι με τη δεξιά στροφή που πραγματοποίησε μετά το θάνατο του ιδρυτή του Ανδρέα Παπανδρέου μπήκε στα αστικά σαλόνια και αποτέλεσε επιλογή ακόμα και των προνομιούχων (και όχι μόνο των μη προνομιούχων).
Τα δύο μεγάλα κόμματα της Αριστεράς (ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ) συγκεντρώνουν ποσοστά σαφώς χαμηλότερα αυτών που αποσπούν στο γενικό πληθυσμό, όμως δεν συμβαίνει το ίδιο με τους μικρότερους σχηματισμούς του χώρου. Η Νέα Αριστερά, ενώ στην εν λόγω δημοσκόπηση “έπιασε” 2%, το ποσοστό της στην κατηγορία των προνομιούχων ανέβηκε στο 4,5%. Το ΜέΡΑ 25 από το 3%, εκτοξεύεται στο 6% και το νεοσύστατο κόμμα Κασσελάκη από το γενικό 2,5%, πηγαίνει στο ειδικό 4,5%.
Υπάρχει, δηλαδή, ένας αξιοσημείωτος αριθμός πολιτών ο οποίος στηρίζει τη “μικρή” Αριστερά η οποία διατυπώνει ενίοτε, και ανάλογα το σχηματισμό, ιδιαίτερα ριζοσπαστικές απόψεις. Θημηθείτε, ας πούμε, τι λέει κατά καιρούς για το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ενωση ο επικεφαλής του ΜέΡΑ25 Γιάνης Βαρουφάκης. Ισως κάποιοι σπεύσουν να μιλήσουν για βραχμανική, ελιτίστικη Αριστερα αλλά αυτή μάλλον είναι μία πρόχειρη προσέγγιση που δεν παρουσιάζει όλα τα δεδομένα του ζητήματος. Η ανάλυση θα πρέπει να φτάσει πιο βαθιά.
- Στην τελευταία κατηγορία, σ’ αυτή δηλαδή που τα χρήματα δεν φτάνουν ούτε για τα αναγκαία, παρατηρούμε έναν τελείως διαφορετικό εκλογικό κόσμο.
Η Νέα Δημοκρατία ναι μεν προηγείται αλλά το προβάδισμά της είναι εντελώς αναιμικό. Συγκεντρώνει μόλις το 15% των προτιμήσεων, γεγονός που δηλώνει ότι δεν μπορεί να πείσει τα πολύ φτωχά στρώματα του πληθυσμού για το αγαθό των πολιτικών της προθέσεων. Οι όποιες πολιτικές της επιλογές μάλλον δεν διαχέονται τόσο χαμηλά, ή τέλος πάντων, διαχέονται σε πολύ μικρό ποσοστό.
Δεύτερο σ’ αυτήν την κατηγορία είναι το ΚΚΕ μ’ ένα καθαρό 13,5% ενώ καλή επίδοση, σαφώς ανώτερη από τη γενική του, καταγράφει και ο ΣΥΡΙΖΑ με 10%. Η “μεγάλη” αριστερά δηλαδή μετατρέπεται σε μία δεξαμενή υποδοχής ψήφων από τους πολίτες που τα βγάζουν πολύ δύσκολα πέρα και αυτό είναι μάλλον αναμενόμενο με βάση και τις πολιτικές αναφορές των κομμάτων αυτών (ποιους θέλουν να εκπροσωπήσουν, ποια ιδεολογία επικαλούνται κτλ).
Ομως η δεξαμενη αυτή δεν είναι μοναδική. Το ίδιο “ευρύχωρη” αποδεικνύεται, τουλάχιστον σ’ αυτή τη μέτρηση και η δεξαμενή της ακροδεξιάς αφού Ελληνική Λύση, Φωνή Λογικής και Νίκη αθροίζουν σχεδόν το 20% των προτιμήσεων με το σχηματισμό του Κυριάκου Βελόπουλου να έχει τη μερίδα του λέοντος με 12,5%. Είναι, κοντολογίς, ξεκάθαρο ότι οι φτωχοί νιώθουν να εκφράζονται πολιτικά και από το χώρο της ακροδεξιάς.
- Αν όμως οι δύο κατηγορίες που εκτίμηθηκαν συνιστούν τα δύο οικονομικά “άκρα” του πληθυσμού της χώρας (τους ευκατάστατους, έχοντες, πλούσιους από τη μία πλευρά, τους πολύ φτωχούς από την άλλη), οι δύο άλλες κατηγορίες (“τα χρήματα φτάνουν αλλά όχι για να αποταμιεύουμε” και “τα χρήματα φτάνουν μόνο για τα αναγκαία”) φιλοξενούν ίσως τους περισσότερους, σε μία ερμηνεία που ακόμα και αν δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί με νούμερα μάλλον δεν είναι αυθαίρετη.
Σ’ αυτές τις κατηγορίες, κυρίως στην πρώτη, θα βρίσκονται πιθανότατα και μέλη της τάξης που ονομάζουμε “μεσαία” και για την οποία ερίζουν παραδοσιακά τα κόμματα εξουσίας.
Στις εν λόγω κατηγορίες η Νέα Δημοκρατία προηγείται καθαρά. Και στις δύο. Σ’ αυτούς που δηλώνουν ότι τα χρήματα τους φτάνουν αποσπά ένα 30% και σ’ αυτούς που δηλώνουν ότι τα χρήματα φτάνουν μόνο για τα απαραίτητα παίρνει ένα 24%. Το ΠΑΣΟΚ είναι σταθερά δεύτερο αλλά κοιτά από απόσταση, 11,5% στην πρώτη κατηγορία και 7% στη δεύτερη.
Είναι φανερό ότι όσο κατεβαίνουμε σε οικονομική κλίμακα, τόσο το προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας περιορίζεται. Το ΠΑΣΟΚ καταγράφει καλές επιδόσεις στις΄δύο μεσαίες κατηγορίες αλλά όχι τόσο καλή στην κλίμακα αυτών που δηλώνουν πολύ φτωχοί. Η Αριστερά, όπως είπαμε, αυξάνει τα ποσοστά της όσο η κλίμακα της οικονομικής κατάστασης κατεβαίνει αλλά αυτήν την τάση δεν την ακολουθούν οι μικροί σχηματισμοί της. Η Νέα Αριστερά, για παράδειγμα, στην κατηγορία “τα χρήματα φτάνουν αλλά όχι για να αποταμιεύουμε” συγκεντρώνει μόλις και μετά βίας 1,5% των προτιμήσεων (και στους πολύ φτωχούς μόλις 1%).
Συμπεσματικά, η οικονομική “αυτοπεποίθηση” των πολιτών φαίνεται ότι παίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτική τοποθέτηση και στην επιλογή της πολιτικής προτίμησης (και ψήφου, αν μιλάμε για εκλογική διαδικασία). Υπάρχουν “σταθερές” που δύσκολα αλλάζουν όπως το γεγονός ότι οι ευκατάστατοι ψηφίζουν το μεγάλο συντηρητικό κόμμα της χώρας και οι πιο φτωχοί προτιμούν (και) τους μεγάλους σχηματισμούς της Αριστεράς.
- Ωστόσο μεταξύ των δύο αυτών καθαρών όψεων, παρατηρούνται “μεσοδιαστήματα” ανθρώπων των οποίων η συμπεριφορά χρήζει περισσότερης διερεύνησης από τα κόμματα και τους πολιτικούς επιστήμονες.
Τι είναι αυτό ας πούμε που ωθεί ένα μεγάλο κομμάτι των φτωχών στην ακροδεξιά και των πλούσιων στη ριζοσπαστική αριστερά; Γιατί, επίσης, την ακροδεξιά, ιδιαίτερα στις πιο “ψεκασμένες” εκδοχές της δεν την προτιμούν επ’ ουδενί τα εύρωστα οικονομικά στρώματα; Ποιο είναι αυτό το στοιχείο που χαρίζει άνετη πρωτιά στη Νέα Δημοκρατία ακόμα και σ’ αυτούς των οποίων τα χρήματα φτάνουν μόνο για τα αναγκαία;
Πολλά τα ερωτήματα, καθόλου εύκολες απαντήσεις για ένα εκλογικό σώμα το οποίο πολλές φορές μοιάζει με κινούμενη άμμο, που είναι έτοιμη να ρουφήξει κάθε “ασφαλές” συμπέρασμα.