Σημάδια “τερατογενέσεων” και πολιτικά αδιέξοδα
To 1993 ο Αντώνης Σαμαράς προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και ίδρυσε το δικό του κόμμα. Η Πολιτική Άνοιξη εκπροσώπησε, σε εκείνη την πολιτική συγκυρία, το φοβικό σύνδρομο περί ενδοτισμού στο “Μακεδονικό”, αν και πολλά χρόνια μετά δεν ήταν λίγοι εκείνοι, ακόμα και από τη Ν.Δ, που ομολογούσαν πως το “πακέτο Πινέϊρο” που συζητούσε η τότε κυβέρνηση ίσως ήταν ένας καλός συμβιβασμός σε ένα γεωπολιτικό ζήτημα που ταλαιπώρησε πολύ την εξωτερική μας πολιτική.
Στις μέρες μας, και μετά την διαγραφή του από τη Ν.Δ, αρκετοί αναρωτιούνται εάν ο πρώην πρωθυπουργός θα επιχειρήσει να ιδρύσει ή να καθοδηγήσει ένα νέο κόμμα στα δεξιά της Ν.Δ, αυτή τη φορά με το νέο φοβικό σύνδρομο περί ενδοτισμού έναντι της Τουρκίας. Οι καιροί έχουν αλλάξει, οι συγκρούσεις και τα σύνδρομα έχουν αμβλυνθεί, οι κοινωνικές προτεραιότητες είναι διαφορετικές, ωστόσο φαίνεται πως αυτή η “περιοχή” στα δεξιά της πολιτικής γεωγραφίας συγκινείται ακόμα από τις ιαχές περί μειοδοσίας.
Ο Αντώνης Σαμαράς δεν έπαψε ποτέ να παίζει με αυτούς τους συμβολισμούς. Την εποχή που η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα διαπραγματευόταν με το Νίκο Κοτζιά την συμβιβαστική επίλυση του “Μακεδονικού” και κατέληγε στη Συμφωνία των Πρεσπών, ήταν πάλι ο πρώην πρωθυπουργός πρωτοστάτης στα συλλαλητήρια, όπου συνυπήρχαν συντηρητικοί, αρχαιολάτρες, φοβικοί, παραεκκλησιαστικοί κύκλοι, ακόμα και χρυσαυγίτες.
“Πουλάει”, άραγε, σήμερα ο φόβος του ενδοτισμού; Ίσως στο μεγαλύτερο τμήμα του εκλογικού πληθυσμού, όχι. Όταν τρομάζεις μπροστά στις τιμές στα ράφια του σούπερ μάρκετ και στον λογαριασμό του ρεύματος, ή όταν δεν βγαίνει ο μήνας και δεν σου φτάνουν να πληρώσεις το ενοίκιο, ο φόβος του …Τούρκου δεν ανασύρεται εύκολα από το εθνικό DNA. Τουλάχιστον, δεν αποτελεί προτεραιότητα. Υπάρχουν, όμως, από την άλλη, και πολλοί που συμπληρώνουν το παζλ του θυμού και της απογοήτευσης με πινελιές εθνικοφροσύνης, όπως και με την “καραμέλα” περί woke ατζέντας. Και δεν εγκαταβιώνουν πολιτικά μόνο στο περίπου 20% της υπερδεξιάς “γεωγραφίας” των δημοσκοπήσεων αλλά διατρέχουν την εκλογική βάση της Ν.Δ, πιθανώς και άλλων κομμάτων.
Στη Βόρεια Ελλάδα, για παράδειγμα, η Ελληνική Λύση καταγράφεται στις μετρήσεις ως δεύτερο κόμμα, η Αφροδίτη Λατινοπούλου εξελίσσεται σε μικρή αλλά φιλόδοξη εγχώρια Μελόνι, οι φήμες έλεγαν μέχρι πρόσφατα πως στη σκέψη γνωστού πολιτικού αναπτυσσόταν η ιδέα περί “Λέγκας”, ο δε θρίαμβος του Τραμπ και του τραμπισμού έκανε πολλές γλώσσες να λυθούν και να ελπίζουν ανάλογα.
Ακόμα κι αν έχει κανείς ενστάσεις σχετικά με τους χειρισμούς της κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά και παρά την ένταση του λόγου του Αντώνη Σαμαρά, η πάγια εθνική θέση και οι “κόκκινες” γραμμές δεν έχουν αλλοιωθεί. Εκτός εάν, αίφνης, προσχώρησαν στο στρατόπεδο των “ελαστικών πατριωτών” ο Ανδρουλάκης, ο Φάμελλος, ο Χαρίτσης, άλλοι κορυφαίοι πολιτικοί, μεταξύ των οποίων και πρώην πρωθυπουργοί.
Επί της ουσίας, όμως, ούτε η αναθεωρητική ατζέντα της Τουρκίας έχει αλλάξει, ούτε η (οποιαδήποτε) κυβέρνηση μπορεί ή θέλει να εκχωρήσει τα μείζονα και αδιαπραγμάτευτα. Η έκφραση ανησυχίας -πολλώ δε μάλλον από πρώην πρωθυπουργούς- δεν ενοχλεί, ίσως και να εξυπηρετεί το εθνικό σχεδιασμό, ωστόσο η επιμονή στην αναζήτηση εκείνων που υποτίθεται πως υποκλίνονται είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη γιατί “ταϊζουν” με τοξικότητα ένα ήδη επιβαρυμένο κοινωνικό κλίμα.
Συντελούν, παράλληλα, στον κατακερματισμό του πολιτικού συστήματος, είτε προστεθεί, είτε όχι, στα δεξιά της Ν.Δ ένα νέο κόμμα με υπογραφή του πρώην πρωθυπουργού.
Στις ευρωεκλογές προέκυψαν δύο τάσεις: πρώτη, η επιλογή της αποχής, όχι ως υπεκφυγή αλλά ως συνειδητή πολιτική στάση, και δεύτερη, η διέξοδος σε μικρά κόμματα σε όλο το πλάτος του πολιτικού φάσματος. Παρότι, οι επόμενες εκλογές τοποθετούνται μετ΄ επιτάσεως από τον πρωθυπουργό το 2027, άρα το χρονικό διάστημα είναι μεγάλο και ο πολιτικός χρόνος πυκνός, δύσκολα μπορεί να δει κανείς τη Ν.Δ να αγγίζει το ποσοστό αυτοδυναμίας, αλλά και δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι το ΠΑΣΟΚ μπορεί να μπει σε τροχιά διακυβέρνησης. Το πιθανότερο είναι να συνεχιστεί η πολυδιάσπαση και το φαινόμενο (πολιτικής) παραίτησης μαζί με τον θυμό και την απογοήτευση.
Εγχειρίδιο διεξόδου απ΄ όλα αυτά δεν υπάρχει, βαδίζουμε στα τυφλά, όπως βαδίζει κι ένα μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος. Η κυβέρνηση κάνει λάθος να πορεύεται στην μακαριότητα των διεθνών δημοσιευμάτων για την -στους αριθμούς- θετική πορεία της οικονομίας και να εγκαταλείπει, λόγω κόπωσης ή φόβου, τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, η αντιπολίτευση, από την άλλη, αυτοεγκλωβίζεται στη λογική της σύγκρουσης, ακόμα χειρότερα στην φενάκη ορισμένων ότι μόνοι τους μπορούν να επιτύχουν το μεγάλο πολιτικό άλμα.
Αυτό που μάλλον θα συνεχίσουμε να βλέπουμε είναι μία μετατόπιση των προβλημάτων του πολιτικού συστήματος προς το μέλλον μέχρις ότου αυτό γίνει εκρηκτικό παρόν. Σε αυτό το τοπίο, οι σημαίες των ελληνοτουρκικών, όπως και της woke ατζέντας, θα χρησιμοποιούνται ευκαιριακά για να ενισχύουν την τοξικότητα και ίσως φέρουν πιό κοντά κάποιες “τερατογενέσεις”.