FT- GHATHAM HOUSE/ Δύο αναλύσεις για τους κερδισμένους και τους χαμένους από την πτώση Άσαντ- Πώς αλλάζει ο χάρτης μετά τη νίκη των Τζιχαντιστών
Ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, θα μπορούσε να καταλήξει να είναι ένας από τους μεγαλύτερους νικητές από την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, μετά από χρόνια αστάθειας και απομόνωσης, ως αποτέλεσμα του συριακού εμφυλίου πολέμου που μαίνεται στο κατώφλι του εδώ και 13 χρόνια, επισημαίνουν σε ανάλυσή τους οι Financial Times, ενώ σε αλλη του Gatham House αναφέρεται ότι η Άγκυρα θα πρέπει τώρα να ασχοληθεί με όσα συμβαίνουν στη Δαμασκό, στο νότο της Συρίας. Θα αναγνωρίσει, επίσης, ότι ως αραβική χώρα, οι αποφάσεις της Συρίας διαμορφώνονται από τις σχέσεις της με τους Άραβες γείτονές της.
Στις δύο αναλύσεις έχει ενδιαφέρον ότι γίνεται μία χαρτογράφηση εκείνων που “κερδίζουν” από την πτώση του Άσαντ αλλά και το πως διαμορφώνεται το ευρύτερο περιβάλλον στη Μέση Ανατολή.
Η ανάλυση του Ghatham House:
Η ταχύτητα της νίκης της συριακής αντιπολίτευσης στην ανατροπή του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ έχει αυξήσει τη σημασία της εξέλιξης. Ακόμη πιο αξιοσημείωτο είναι ότι αυτή η επανάσταση, που θα αναδιαμορφώσει την περιοχή, ήταν μια εξέγερση από τους ίδιους τους Σύρους, όχι μια που επιβλήθηκε από κάποια ξένη κυβέρνηση.
Μαχητές υπό την ηγεσία των δυνάμεων HTS του Abu Mohammed al-Jawlani παραμέρισαν πέντε δεκαετίες διακυβέρνησης από την οικογένεια Άσαντ μέσα σε μόλις μια εβδομάδα, αποκαλύπτοντας την αδυναμία στην καρδιά του καθεστώτος – και την αδυναμία ή την απροθυμία των προστατών του, του Ιράν και της Ρωσίας, να το βοηθήσουν να επιβιώσει. Το αποτέλεσμα είναι σαφώς μια σημαντική οπισθοδρόμηση για τη Μόσχα και την Τεχεράνη. Ο πιο πιθανός νικητής είναι η Τουρκία, υποστηρικτής ορισμένων από τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης.
Αλλά η πτώση του Άσαντ θα αυξήσει τη γενικότερη αστάθεια. Οι χώρες της περιοχής θα προσπαθήσουν τώρα να περιορίσουν τον κίνδυνο να εξαπλωθεί η αναταραχή καθώς αλλάζει η ισορροπία δυνάμεων.
Η απουσία της Τεχεράνης και της Μόσχας
Για το Ιράν, η πτώση του Άσαντ σηματοδοτεί την απώλεια της «χερσαίας γέφυράς» του προς την ανατολική Μεσόγειο και μιας βάσης για τους «πληρεξούσιους» του, ιδιαίτερα τη Χεζμπολάχ. Η απόφασή της να μην στείλει δυνάμεις για να υποστηρίξει τον Άσαντ ήταν μια από τις πιο σημαντικές κινήσεις καθώς η αντιπολίτευση έπαιρνε την εξουσία.
Ίσως αντικατοπτρίζει ότι το Ιράν αναγνώρισε τη μοιραία αδυναμία του καθεστώτος Άσαντ, που δεν ήταν δημοφιλές ακόμη και πριν από τη συνεχιζόμενη οικονομική κρίση. Θα μπορούσε επίσης να απεικονίζει την αδυναμία της ίδιας της Τεχεράνης: το Ιράν και η Χεζμπολάχ έχουν υποστεί σημαντικές απώλειες στη σύγκρουση με το Ισραήλ.
Ωστόσο, μπορεί να σηματοδοτεί την πραγματιστική αναγνώριση του Ιράν ότι με μια παρέμβαση δεν θα κέρδιζε τίποτα, είτε στις σχέσεις του με τους Άραβες γείτονες είτε με την επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ. Αυτό μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω ερωτήματα σχετικά με το πόσο εύθραυστο είναι το καθεστώτος στην Τεχεράνη, αν και η ανθεκτικότητα και η εφευρετικότητά του δεν πρέπει να υποτιμώνται.
Για τη Ρωσία, η πτώση του Άσαντ είναι ένα πλήγμα του οποίου η σημασία είναι ακόμα δύσκολο να σταθμιστεί. Όποια κυβέρνηση και αν προκύψει στη Δαμασκό αναμένεται (προς το παρόν) να σεβαστεί τη συμφωνία που έκλεισε ο Άσαντ παραχωρώντας στη Ρωσία τη χρήση μιας στρατιωτικής βάσης στη συριακή ακτή. Αλλά αυτό το σημαντικό πλεονέκτημα είναι ευάλωτο και αυτό θέτει σε κίνδυνο την επιρροή της Ρωσίας στην περιοχή.
Όπως και η Τεχεράνη, η Μόσχα αποφάσισε να μην υποστηρίξει τον Άσαντ στις τελευταίες του μέρες. Αυτό μπορεί να αντανακλά αδυναμία ή απλώς ότι έχει στραμμένη όλη την προσοχή της στην Ουκρανία. Ενώ η Ρωσία διατηρεί μεγάλη επιρροή στην περιοχή, θα πρέπει να ξαναχτίσει τα δίκτυά της.
Οι νέες προκλήσεις της Άγκυρας
Αντίθετα, η Τουρκία έχει λόγους να είναι ικανοποιημένη, αλλά η ανατροπή του Άσαντ θα φέρει και τεράστια πολυπλοκότητα. Η Τουρκία έχει προσεγγίσει τον al-Jawlani αλλά δεν ελέγχει τις δυνάμεις του. Ο Συριακός Εθνικός Στρατός είναι πιο κοντά στην Άγκυρα. Μέχρι τώρα η Τουρκία είχε απασχοληθεί κυρίως με προβλήματα κοντά στα σύνορά της, ιδιαίτερα με τη διαρκή πρόκληση των Κούρδων μαχητών, οι οποίοι επιδιώκουν αυτονομία.
Η Άγκυρα θα πρέπει τώρα να ασχοληθεί με όσα συμβαίνουν στη Δαμασκό, στο νότο της Συρίας. Θα αναγνωρίσει, επίσης, ότι ως αραβική χώρα, οι αποφάσεις της Συρίας διαμορφώνονται από τις σχέσεις της με τους Άραβες γείτονές της.
Η απάντηση της Σαουδικής Αραβίας, του Ιράκ και της Ιορδανίας είναι επομένως κεντρικής σημασίας για τη σταθερότητα του νέου συριακού καθεστώτος (ή την έλλειψή της). Μετά από χρόνια αποκλεισμού του Άσαντ, πέρυσι, προσκάλεσαν τη Συρία να επιστρέψει στον Αραβικό Σύνδεσμο, ενώ το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου κάλεσε (την 1η Δεκεμβρίου) την αντιπολίτευση στον Άσαντ να υποχωρήσει.
Θα πρέπει τώρα να κάνουν πλήρη αλλαγή στάσης για να αντιμετωπίσουν τον al-Jawlani καθώς και τις υπόλοιπες δυνάμεις που κυριαρχούν στα βορειοανατολικά. Κυρίως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, αισθάνονται άβολα με τις ισλαμιστικές ρίζες του HTS, αν και ο al-Jawlani προσπαθεί να τις υποβαθμίσει.
Για το Ισραήλ, η πτώση του Άσαντ σηματοδοτεί την ξαφνική έξοδο από τη σκηνή ενός μόνιμου αντιπάλου. Στο βαθμό που αποδυναμώνει το στρατηγικό βάθος του Ιράν στην περιοχή, είναι μια ώθηση και η κυβέρνηση του Ισραήλ θα το δει ως δικαίωση για την κίνησή της να δολοφονήσει την ηγεσία της Χεζμπολάχ. Αλλά η αναταραχή και οι μάχες κοντά στα σύνορά της και κοντά στα κατεχόμενα Υψίπεδα του Γκολάν θα απαιτήσουν την προσοχή και τη στρατιωτική της παρουσία (και από αυτή δεν της περισσεύει πολλή), καθώς δεν έχει συμφωνηθεί ακόμα κατάπαυση του πυρός στη Γάζα.
Στη Δύση δεν προξενεί λύπη, η αποχώρηση ενός δικτάτορα που έδρασε σε στενή συνεργασία με τη Ρωσία και το Ιράν. Αλλά η πτώση του Άσαντ αποκαλύπτει επίσης την αδυναμία της Δύσης να διαμορφώσει τις εξελίξεις στην περιοχή όπως ήλπιζε κάποτε. Η αποτυχία του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα να τιμωρήσει τον Άσαντ για τη χρήση χημικών όπλων εναντίον του λαού του το 2013, παρά το γεγονός ότι την αποκάλεσε «κόκκινη γραμμή», αμαυρώνει από τότε την πολιτική της Δύσης έναντι της Συρίας.
Για την ίδια τη Συρία, η απομάκρυνση του Άσαντ μπορεί να φέρει την ανακούφιση, ακόμη και την ευημερία, στην οποία ξεκάθαρα προσβλέπουν τα πλήθη που πανηγυρίζουν. Η χώρα υπέφερε από τη βαρβαρότητα του καθεστώτος του και την οικονομική δυσπραγία που προκάλεσαν οι κυρώσεις και το καθεστώς του κράτους-παρία.
Πολλά θα εξαρτηθούν από το εάν ο al-Jawlani θα επιδιώξει να σχηματίσει ο ίδιος κυβέρνηση ή θα αναζητήσει ένα πιο συμβιβαστικό και χωρίς αποκλεισμούς μοντέλο, όπως ελπίζουν ορισμένοι περιφερειακοί παρατηρητές. Αλλά υπάρχει μακρύς δρόμος από τη νίκη της αντιπολίτευσης μέχρι την εμφάνιση μιας νέας κυβέρνησης και ενός σταθερού κράτους που θα υπηρετεί τον συριακό λαό.
FT/ Θα αναδειχθεί ο Ερντογάν μεγάλος νικητής της κρίσης στη Συρία;
Ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, θα μπορούσε να καταλήξει να είναι ένας από τους μεγαλύτερους νικητές από την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, μετά από χρόνια αστάθειας και απομόνωσης, ως αποτέλεσμα του συριακού εμφυλίου πολέμου που μαίνεται στο κατώφλι του εδώ και 13 χρόνια.
Μιλώντας το Σάββατο στο Γκαζιαντέπ, μια από τις παραμεθόριες πόλεις που μεταμορφώθηκαν από τη σύγκρουση και τα εκατομμύρια των προσφύγων που προκάλεσε, ο Τούρκος ηγέτης δήλωσε ότι δημιουργείται μια «νέα διπλωματική και πολιτική πραγματικότητα στη Συρία» μετά από πάνω από μια δεκαετία υποστήριξής του στην ένοπλη αντιπολίτευση της χώρας.
Παραμένει ασαφές σε ποιο βαθμό η Άγκυρα υποστήριξε την αστραπιαία επίθεση των δύο τελευταίων εβδομάδων, που την Κυριακή ανέτρεψε την κυβέρνηση του Μπασάρ αλ Άσαντ. Η Hayat Tahrir al-Sham (HTS), η ισλαμιστική ομάδα που ηγήθηκε της επίθεσης, έχει μια περίπλοκη σχέση με την Τουρκία. Ωστόσο, πολλοί αναλυτές είναι πεπεισμένοι ότι ο Ερντογάν, ο οποίος κάποτε αποκάλεσε «χασάπη» τον Σύρο πρόεδρο, πρόκειται να κερδίσει πολιτικά και οικονομικά από τη νέα του θέση ως ο πιο ισχυρός ξένος παράγοντας στη χώρα μετά την πτώση του Άσαντ, ο οποίος υποστηριζόταν από τη Ρωσία και Ιράν.
«Μετά τους Σύρους, εδώ η Τουρκία είναι ο μεγαλύτερος νικητής», δήλωσε ο Ömer Özkizilcik, αναλυτής στο think-tank του Atlantic Council. «Όταν όλοι οι άλλοι εγκατέλειψαν τους Σύρους, όταν κανένα άλλο κράτος δεν υποστήριξε την αντιπολίτευση, η Τουρκία δεν τα παράτησε», πρόσθεσε.
Ο Ερντογάν έριξε το βάρος του, πίσω από το κύμα των αραβικών εξεγέρσεων που σάρωσε τη Μέση Ανατολή το 2011, υποκινούμενος από την ελπίδα ότι θα ενδυναμώσει τους ισλαμιστές συμμάχους του κόμματός του, Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP). Έμεινε μαζί τους ακόμη και όταν τους εγκατέλειψαν οι ΗΠΑ και άλλες δυτικές δυνάμεις που υποστήριξαν αρχικά τις εξεγέρσεις.
Υποδέχτηκε περισσότερους από 3 εκατομμύρια Σύρους πρόσφυγες ως «αδελφούς και αδελφές» και προσέφερε όπλα και εκπαίδευση σε ομάδες ανταρτών που πολεμούσαν τον Σύρο πρόεδρο.
Όταν οι ελπίδες για αλλαγή καθεστώτος έσβησαν, αφού ο Άσαντ διασώθηκε από τη Μόσχα και την Τεχεράνη, και η Τουρκία αντιμετώπισε αυξανόμενες συνέπειες από τη σύγκρουση, ο Ερντογάν έστρεψε την εστίασή του στη μάχη με τις δυνάμεις στις οποίες κυριαρχούσαν οι Κούρδοι, οι οποίες από την Άγκυρα θεωρούνται τρομοκράτες, καθώς καταλάμβαναν εδαφικά κέρδη στη βορειοανατολική Συρία.
Πιο πρόσφατα, ο Ερντογάν έκανε ανοίγματα στον Άσαντ, αλλά εκείνος τα απέρριψε. «Το καθεστώς της Δαμασκού δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει την αξία του χεριού που άπλωσε η Τουρκία», σχολίασε το Σάββατο ο Τούρκος πρόεδρος.
Ωστόσο, ακόμη και όταν προσέγγιζε στον Άσαντ, η Τουρκία συνέχισε να υποστηρίζει τους αντάρτες και επίσης στάθηκε σανίδα σωτηρίας για το προπύργιο των HTS, την Ιντλίμπ, που επί χρόνια ήταν η τελευταία επαρχία που είχε απομείνει να ελέγχει η αντιπολίτευση. Έλεγχε επίσης μια λωρίδα εδάφους σε άλλη περιοχή της βόρειας Συρίας και συνέχισε να υποστηρίζει μια ομάδα ανταρτών που δρούσε υπό το όνομα του Συριακού Εθνικού Στρατού.
Αυτοί οι δεσμοί με ομάδες της αντιπολίτευσης που, την Κυριακή πέτυχαν το μακροχρόνιο όνειρό τους να κατακτήσουν τη Δαμασκό, φέρνουν τον Ερντογάν σε καλύτερη θέση από οποιονδήποτε άλλο ξένο ηγέτη, για να εκμεταλλευτεί την αναμενόμενη άνοδό τους στην εξουσία, ακόμα κι αν η κατάσταση παραμένει εξαιρετικά ασταθής και αβέβαιη.
Μια μεγάλη ελπίδα για τον Ερντογάν είναι ότι η πτώση του Άσαντ θα επιτρέψει να επιστρέψουν πολλοί από τους περίπου 3 εκατομμύρια Σύρους πρόσφυγες στην Τουρκία. Η συνεχιζόμενη παρουσία τους είναι βαθιά αντιδημοφιλής ακόμη και μεταξύ των δικών του υποστηρικτών. Ο Τούρκος υπουργός Εσωτερικών Αλί Γερλίκαγια δήλωσε την περασμένη εβδομάδα, μετά την κατάληψη του Χαλεπίου από τους αντάρτες, ότι 1,3 εκατομμύρια Σύροι στην Τουρκία κατάγονταν από αυτή την πόλη και ότι πολλοί «δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τον ενθουσιασμό τους» για την προοπτική επιστροφής τους.
Η κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ θα μπορούσε επίσης να αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων στη σύνθετη σχέση μεταξύ του Ερντογάν και του Βλαντιμίρ Πούτιν, οι οποίοι έχουν υποστηρίξει αντίπαλες πλευρές όχι μόνο στη Συρία αλλά και σε άλλες συγκρούσεις, όπως στη Λιβύη. «Η Τουρκία είναι πιθανό να υιοθετήσει μια πιο διεκδικητική στάση στην περιοχή», δήλωσε ο Wolfango Piccoli, της εταιρείας συμβούλων Teneo, προσθέτοντας ότι θα ενισχύσει επίσης τη θέση της Άγκυρας έναντι του Ιράν.
Η Τουρκία, που ήδη παλεύει με τον υψηλό πληθωρισμό και την ύφεση, θα ωφεληθεί από την αποκατάσταση των επιχειρηματικών και εμπορικών δεσμών κατά μήκος των 900 χιλιομέτρων των συροτουρκικών συνόρων. Ο κατασκευαστικός της τομέας, ο οποίος έχει στενούς δεσμούς με τον Ερντογάν, θα μπορούσε να ωφεληθεί από τον προϋπολογισμό ανοικοδόμησης που αναμένεται να ανέλθει σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια. «Αν επιτευχθεί ειρήνη, είναι μια μεγάλη ευκαιρία», δήλωσε στέλεχος μιας από τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές εταιρείες της Τουρκίας.
Ωστόσο, παρά τις θετικές προοπτικές για την Τουρκία, υπάρχει επίσης τεράστια αβεβαιότητα για το τι είδους κυβέρνηση θα καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε από την κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ και τι είδους σχέση θα έχει με τον βόρειο γείτονά του.
Ενώ η Άγκυρα δεν έλεγξε ποτέ την HTS (την οποία κατατάσσει στις τρομοκρατικές ομάδες) απέκτησε επιρροή σε αυτήν όταν η οργάνωση ήταν εγκλωβισμένη στο Ιντλίμπ, με την Τουρκία ως την κύρια οδό της προς τον έξω κόσμο. Παραμένει ασαφές ποια επιρροή θα διατηρήσει στον ηγέτη της ομάδας Αμπού Μοχάμαντ αλ Τζολάνι τώρα που αυτός και οι σύμμαχοί του έχουν καταλάβει ολόκληρη τη χώρα.
Η θεμελιώδης ειρήνη και σταθερότητα δεν είναι καθόλου εγγυημένες, και υπάρχει ο κίνδυνος νέες συγκρούσεις να αναγκάσουν άλλους πληθυσμούς να καταφύγουν ως πρόσφυγες στην Τουρκία. Ο İlhan Üzgel, ανώτερο στέλεχος του κοσμικού αντιπολιτευόμενου κόμματος CHP της Τουρκίας, εξέφρασε τον φόβο ότι ο Ερντογάν είχε «δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση ενός νέου Αφγανιστάν» στα σύνορά της.
Καθώς στο μυαλό πολλών Σύρων η Τουρκία εξακολουθεί να συνδέεται με την Οθωμανική Αυτοκρατορία (η οποία απαγχόνισε εθνικιστές αντιφρονούντες στο κέντρο της Δαμασκού) θα πρέπει να προσέξει τις επόμενες εβδομάδες και μήνες να μην ξεπεράσει τα όρια. Ο Τζολάνι ζήτησε έναν εθνικό διάλογο απαλλαγμένο από ξένες παρεμβάσεις.
Η Άγκυρα θα μπορούσε να προκαλέσει δυσαρέσκεια εάν επιδιώξει να επιβάλει τη θέλησή της στις νέες αρχές, δήλωσε ο Σονέρ Τσαγκαπτάι, διευθυντής του ερευνητικού προγράμματος για την Τουρκία, στο Washington Institute. «Η οθωμανική κληρονομιά διαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο οι Άραβες θα κρίνουν την Τουρκία αν προσπαθήσει να γίνει ο νέος πάτρωνας», είπε.
Ένα άλλο μεγάλο ερώτημα είναι ο ρόλος που θα διαδραματίσουν οι Κούρδοι της Συρίας σε μια μελλοντική κυβέρνηση και αν θα διατηρήσουν μέρος της αυτονομίας που με θυσίες κέρδισαν στα βορειοανατολικά.
Η Άγκυρα θα ήταν επιφυλακτική για τυχόν διαπραγματεύσεις μεταξύ μιας νέας κυβέρνησης στη Δαμασκό και των κουρδικών ένοπλων ομάδων. Αυτές τις θεωρεί τρομοκράτες με στενούς δεσμούς με τον επί δεκαετίες εχθρό της, το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK). Ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Χακάν Φιντάν, επέμεινε την Κυριακή ότι όποιες ομάδες είναι «προέκταση του PKK» δεν θα μπορούν να συμμετάσχουν στις συνομιλίες για το μέλλον της Συρίας.
Ο μελλοντικός ρόλος των ΗΠΑ, οι οποίες έχουν υποστηρίξει τις κουρδικές δυνάμεις στο πλαίσιο του αγώνα τους κατά του Ισλαμικού Κράτους και διατηρούν περίπου 900 στρατιώτες στη Συρία, παραμένει επίσης ασαφής. Ο εκλεγμένος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε το Σάββατο ότι η συριακή σύγκρουση «δεν είναι δικός μας πόλεμος».
Η Sinem Adar, μέλος του Γερμανικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων και Ασφάλειας, στο Βερολίνο, δήλωσε ότι, με τα γεγονότα να εξελίσσονται τόσο γρήγορα και τόσες πολλές πτυχές του μέλλοντος της Συρίας ακόμη ασαφείς, είναι πολύ νωρίς για να πούμε εάν ο Ερντογάν θα βγει τελικά θριαμβευτής από τα γεγονότα των δύο τελευταίων εβδομάδων στη Συρία. «Είναι όλα ακόμα στον αέρα», είπε. «Δεν είμαι πεπεισμένη ότι η Τουρκία έχει τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης».
Απόδοση στα ελληνικά από το KREPORT