Κλιματική κρίση και οικονομικοί και δημογραφικοί κίνδυνοι
Η πρόσφατη (11-22 Νοεμβρίου 2024) σύνοδος κορυφής του ΟΗΕ για το κλίμα στο Αζερμπαϊτζάν «αγνόησε τα ζητήματα μετριασμού, προσαρμογής και κλιματικής μετάβασης», δεδομένου ότι ήδη από την έναρξη της οι διαπραγματευτές ήταν επιφυλακτικοί για τα αποτελέσματα της COP 29. Kι΄αυτό, μεταξύ άλλων, επειδή τόσο η χώρα στην οποία πραγματοποιήθηκε η σύνοδος κορυφής είναι παραγωγός ορυκτών καυσίμων, όσο και από το γεγονός ότι δώδεκα από τις είκοσι εννέα διασκέψεις των μερών οργανώθηκαν από χώρες παραγωγής υδρογονανθράκων (V.Laramee de Tannenberg, Alternatives Economiques, 25/11/24).
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση*
Έτσι στις συνθήκες αυτές επιτεύχθηκε μία οικονομική συμφωνία (300 δις. δολλάρια ετησίως) για την αντιμετώπιση των κλιματικών καταστροφών και την κλιματική μετάβαση, η οποία απογοήτευσε, λόγω των τρισεκατομμυρίων δολλαρίων που απαιτούνται, τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Στο διεθνές αυτό δυσμενές περιβάλλον από την άποψη του ουσιαστικού, ολοκληρωμένου και μακροχρόνιου σχεδιασμού καθώς και της απαιτούμενης χρηματοδότησης της αντιμετώπισης των κλιματικών καταστροφών, η κλιματική κρίση εκδηλώνεται ολοένα και με μεγαλύτερη συχνότητα και σφοδρότητα των καιρικών φαινομένων (πλημμύρες, καύσωνες, πυρκαγιές, χιονοπτώσεις, κ.λ.π.), με αποτέλεσμα την μεγαλύτερη οικονομική ζημιά από τις συντελούμενες, εκτεταμένες και ανησυχητικές βραχυπρόθεσμα και μεσο-μακροπρόθεσμα επιπτώσεις.
- Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι σύμφωνα με σχετική μελέτη της ΤτΕ έχει εκτιμηθεί ότι μέχρι το 2100, το κόστος της κλιματικής κρίσης στην Ελλάδα από τις επιπτώσεις στον τουρισμό και την γεωργία, θα είναι μεταξύ 400 δις ευρώ και 700 δις ευρώ (ανάλογα με το σενάριο), δηλαδή περίπου κατά μέσο όρο 9 δις ευρώ ετησίως (απώλεια 2% του ΑΕΠ ετησίως).
Αυτό σημαίνει ότι η κλιματική κρίση μακροπρόθεσμα θα αποσταθεροποιήσει την ελληνική οικονομία λόγω των πληγμάτων που θα υποστούν κρίσιμοι τομείς της, όπως ο τουρισμός, η πρωτογενής παραγωγή και οι υποδομές. Πιο συγκεκριμένα, εκτός από τους προαναφερόμενους κρίσιμους τομείς της ελληνικής οικονομίας, η κλιματική κρίση θα έχει αρνητικές επιπτώσεις και στην μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, την απασχόληση, τα εισοδήματα και την κοινωνική ασφάλιση.
- Πράγματι, σύμφωνα με την έκθεση του Ageing Working Group 2021, η ανεργία στην χώρα μας θα μειώνονταν από 16% το 2020 στο 9% μέχρι το 2030 και θα προσέγγιζε το 7% από το 2040 μέχρι το 2070. Επίσης, θεωρούσε ότι η μέση ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ θα ήταν της τάξης του 1,2% ετησίως. Όμως, λόγω της κλιματικής κρίσης εκτιμάται ότι θα υπάρχει μια ετήσια απώλεια του ΑΕΠ της τάξης του 2,5% μέχρι το 2070, το οποίο μεταφράζεται σε ένα ετήσιο ποσό της τάξης των 7 δις ευρώ κατά μέσο όρο σε παρούσες αξίες, με το συνολικό κόστος σε παρούσες αξίες να είναι ίσο με 263 δις ευρώ.
Παράλληλα στη διεθνή και ευρωπαϊκή επιστημονική έρευνα υπάρχουν αναλύσεις για τη σύζευξη της κλιματικής κρίσης και της υγείας σε σχέση με τα κύματα του καύσωνα, τις θύελλες, τις δασικές πυρκαγιές, τις πλημμύρες και τις μολυσματικές ασθένειες. Επιπλέον, σημαντικοί κλιματικοί κίνδυνοι για την υγεία προέρχονται τόσο από την περιφερειακή παραγωγή ειδών διατροφής μέχρι τις μειώσεις αλιευμάτων, όσο και από τις απώλειες μέσων διαβίωσης μέχρι τις μεταναστεύσεις πληθυσμών εξαιτίας, μεταξύ άλλων, της ανόδου της θαλάσσιας στάθμης, της λειψυδρίας, των επιδημιών, κ.λ.π.
Ειδικότερα, τα ακραία καιρικά φαινόμενα τα οποία έχουν περισσότερο άμεσες και αναγνωρίσιμες επιπτώσεις στην υγεία συμπεριλαμβάνουν τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες, τις καταιγίδες, τις πλημμύρες, τις ξηρασίες και τις θύελλες. Πράγματι στην περίπτωση του θερμικού στρες οι πληθυσμοί χαρακτηρίζονται συνήθως από μια βέλτιστη θερμοκρασία, γύρω από την οποία ο δείκτης θνησιμότητας ελαχιστοποιείται. Σε διαφορετική όμως περίπτωση, δηλαδή έξω από αυτή τη ζώνη, οι δείκτες θνησιμότητας αυξάνουν (Μ.Balamir – Κ.Sapountzaki – Α.Colucci, 2012). Όταν αυξάνονται οι δείκτες θνησιμότητας αυξάνεται η πιθανότητα θανάτου ενός ατόμου συγκεκριμένου φύλου και ηλικίας και όταν αυξάνεται η πιθανότητα θανάτου μιας ηλικίας, τότε μειώνεται το προσδόκιμο ζωής το οποίο υπολογίζεται από τις πιθανότητες σε κάθε ηλικία.
- Οι περισσότερες επιδημιολογικές μελέτες έχουν αναδείξει τη συσχέτιση μεταξύ του καύσωνα και της θνησιμότητας με μεγαλύτερη επίπτωση στους ηλικιωμένους και ιδιαίτερα τις γυναίκες, τις ευάλωτες ομάδες, ιδιαίτερα τα παιδιά και τα άτομα με υφιστάμενα προβλήματα υγείας.
Το πλαίσιο αυτό παράλληλα με την αύξηση της γήρανσης του πληθυσμού σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως και στην Ελλάδα, η αύξηση της αστικοποίησης του πληθυσμού και της θνησιμότητας λόγω της κλιματικής κρίσης θα συμβάλλουν στην αύξηση των δημόσιων δαπανών για την βελτίωση των συνθηκών (ποσοτικά και ποιοτικά) παροχής υγειονομικής περίθαλψης.
- Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις προβολές της Eurostat 2023, ο δείκτης εξάρτησης των ηλικιωμένων θα αυξηθεί από 35,6% το 2022 σε 60,6% μέχρι το 2070. Επιπλέον, σύμφωνα με την μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2021 (AWG 2021), το προσδόκιμο ζωής στη γέννηση θα αυξηθεί στους άνδρες από τα 78,8 έτη το 2022 σε 86,5 έτη το 2070 και στις γυναίκες από 84,2 έτη το 2022 σε 91 έτη το 2070. Αντίστοιχα, το προσδόκιμο υγειούς ζωής το 2022 ήταν 64,7 έτη στους άνδρες και 66,7 έτη στις γυναίκες.
Με βάση τα συγκεκριμένα στοιχεία, υπολογίσθηκε ότι οι δημόσιες δαπάνες υγείας από 4,6% του ΑΕΠ το 2021, θα αυξάνονταν σε 5,2% του ΑΕΠ το έτος 2070. Δηλαδή, σε 50 έτη θα υπήρχε μια συνολική αύξηση της τάξης του 0,6% του ΑΕΠ. Όμως, λαμβάνοντας υπόψη την εμφάνιση συχνότερων και ακραίων καιρικών φαινομένων λόγω της κλιματικής κρίσης καθώς και την αύξηση της γήρανσης του πληθυσμού στη χώρα μας (σημαντική αύξηση του δείκτη εξάρτησης των ηλικιωμένων) εκτιμάται ότι η επίπτωση της κλιματικής κρίσης στην χρηματοδότηση της δημόσιας υγείας θα είναι της τάξης των 24,5 δις ευρώ περίπου σε παρούσες αξίες μέχρι το 2070.
Αυτό σημαίνει μία πρόσθετη ετήσια δημόσια δαπάνη της τάξης των 490 εκατ. ευρώ κατά μέσο όρο ή 0,15% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο ετησίως. Επίσης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας το προσδόκιμο ζωής δεν θα αυξηθεί κατά 6,7 έτη την περίοδο 2020 – 2070, αλλά θα αυξηθεί κατά 5,9 έτη περίπου, δηλαδή θα υπάρξει μία απώλεια κατά περίπου 0,8 έτη περίπου εξαιτίας της αυξημένης θνησιμότητας λόγω της αύξησης της συχνότητας εμφάνισης των ακραίων καιρικών φαινομένων και της ανθρωπογενούς κλιματικής κρίσης.
*Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου