COP29: Too little, too late από τους μεγάλους για το κλίμα- Τα παρασκήνια στο Μπακού
Αν θέλουμε να είμαστε απόλυτως τίμιοι με τους εαυτούς μας (και με τους αναγνώστες μας) θα πρέπει να γράψουμε, αν είναι δυνατόν με μεγάλα γράμματα, ότι η COP-29 στο Μπακού εξελίχθηκε σε μεγάλη αποτυχία. Θα μπορούσε βέβαια να εξελιχθεί και σε μεγάλο φιάσκο αν δεν σημειωνόταν την ύστατη ώρα η συμφωνία των ισχυρών χωρών για ενίσχυση των μικρών για την κατά το δυνατόν πιο επιτυχημένη αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής.
Εφόσον θεωρείται το παραπάνω συμπέρασμα υπερβολικό, να σας ενημερώσουμε ότι ο οικοδεσπότης της διάσκεψης, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, έφυγε από το Μπακού σχεδόν… σκασμένος. “Ηλπιζα σε ένα πιο φιλόδοξο αποτέλεσμα για την αντιμετώπιση της μεγάλης πρόκλησης που αντιμετωπίζουμε” τόνισε on camera o Πορτογάλος πολιτικός. Και όταν κάτι τέτοιο δηλώνεται on camera, πρέπει κανείς να είναι απολύτως σίγουρος ότι η απογοήτευση και ο προβληματισμός είναι σαφώς μεγαλύτεροι από όσο η δήλωση δείχνει.
Θα ισχυριστεί κάποιος ότι το ποσό που συμφώνησαν να καταβάλλουν ετησίως οι ισχυρές χώρες στις πιο αδύναμες δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο, τα 300 δις δολάρια το χρόνο, είναι 300 δις δολάρια το χρόνο. Όμως, με μία προσεκτική ματιά, οι οικονομίες των ΗΠΑ, της ΕΕ και της Ιαπωνίας ΜΑΖΙ, θα μπορούσαν να σπάσουν το όριο των 300 δις και να προχωρήσουν σε πιο φιλόδοξες επενδύσεις έτσι ώστε να επιτευχθεί ο κοινός πλανητικός στόχος: Να υπάρξουν όσο το δυνατόν λιγότερο καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, να μπορεί, με άλλα λόγια, ο πλανήτης και τα πλάσματα πάνω σ’ αυτόν να επιβιώσουν.
Ομως δεν υπήρξε τόλμη καθώς, απ’ ότι φάνηκε, οι πάντες περιχαρακώθηκαν γύρω από τα εθνικά τους συμφέροντα αγνοώντας την κοινή πρόκληση. Η Υπουργός Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής μίας ισχυρής χώρας, της Βραζιλίας, τόνισε χαρακτηριστικά ότι “η διάσκεψη στο Μπακού ήταν μία πικρή εμπειρία”.
Η κυβέρνηση Λούλα στη Βραζιλία επιχειρεί να μειώσει τις συνέπειες που άφησε πίσω της η λαϊκίστική και ακραία αντιοικολογική πολιτική του Ζάιρ Μπολσονάρο και προφανώς θα ήθελε να δει πιο γενναία βήματα. Είναι άλλωστε η χώρα που θα φιλοξενήσει την επόμενη μεγάλη διάσκεψη για το κλίμα.
Ηταν βέβαια καλοδεχούμενα μέτρα όπως η επιβολή του τέλους μεθανίου από τις Ηνωμένες Πολιτείες που έχει ως στόχο τη μείωση των εκπομπών αυτού του ισχυρού αερίου του θερμοκηπίου. Καλοδεχούμενη επίσης και η δημιουργία μηχανισμού εμπορίας ανθρακικών πιστώσεων που επιτρέπει στις χώρες να αγοράζουν και να πωλούν πιστώσεις άνθρακα, με στόχο τη μείωση των παγκόσμιων εκπομπών.
Μήπως όμως εδώ ταιριάζει η αγγλική φράση too little, too late (πολύ λίγα, πολύ αργά); Διότι άλλες απόψεις, περισσότερο ριζοσπαστικές, αναφέρουν ότι οι συμμετέχοντες θα έπρεπε να αποφασίσουν για παράδειγμα να δεσμευτούν για ταχύτερη μετάβαση σε μηδενικές εκπομπές άνθρακα (net zero) με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα. Αυτό μάλιστα, θα ήταν ένα αποφασιστικό βήμα όπως και η δέσμευση για σταδιακή μείωση της παραγωγής πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα, με καθορισμένα ορόσημα. Τέτοιου είδους μέτρα όμως απαιτούσαν ισχυρή πολιτική βούληση από τις ισχυρές χώρες. Ποιος όμως να πάρει αυτήν την ευθύνη από την πλευρά της Δύσης; Ο Τζο Μπάιντεν, που παραδίδει σε ενάμιση μήνα την εξουσία στον αρνητή της κλιματικής αλλαγής Ντ. Τραμπ ή οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που μοιάζουν άβουλοι και μοιραίοι;
Αφήστε, δε, το γεγονός ότι η διάσκεψη του Μπακού διεξήχθη με την ισχυρή παρουσία των λόμπι των ορυκτών καυσίμων, καθώς αναφέρθηκε ότι πάνω από 1.700 εκπρόσωποι της βιομηχανίας πετρελαίου και φυσικού αερίου (για την ακρίβεια 1773) παρευρέθηκαν στη σύνοδο, ξεπερνώντας κατά πολύ τον αριθμό των εκπροσώπων από τις πιο ευάλωτες χώρες. Ακόμα και η επιλογή του Μπακού για τη διεξαγωγή της συνόδου ήταν από την αρχή προβληματική. Το Αζερμπαϊτζάν διαθέτει μία, κατά γενική ομολογία, αυταρχική κυβέρνηση που πολλές φορές καταπατά τα ανθρώπινα δικαιώματα στην επικράτειά της. Είναι επίσης χώρα-παραγωγός μεγάλων ποσοτήτων ορυκτών καυσίμων και η επιλογή της για τη διοργάνωση της συνόδου χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως “πλυντήριο”.
Υπό αυτά τα δεδομένα όσα δήλωσε στο φινάλε της συνόδου ο ειδικός γραμματέας του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή, Σίμον Στέιλ μοιάζουν με ευσεβείς πόθους και ευχολόγια: “Αυτή η συμφωνία θα διατηρήσει την ανάπτυξη της καθαρής ενέργειας και θα προστατεύσει δισεκατομμύρια ζωές. Θα βοηθήσει όλες τις χώρες να μοιραστούν τα τεράστια οφέλη της τολμηρής δράσης για το κλίμα: περισσότερες θέσεις εργασίας, ισχυρότερη ανάπτυξη, φθηνότερη και καθαρότερη ενέργεια για όλους. Αλλά όπως κάθε ασφαλιστήριο συμβόλαιο – λειτουργεί μόνο εάν τα ασφάλιστρα καταβληθούν πλήρως και έγκαιρα”.
Αν εξαιρέσει κανεί την τελευταία αιχμή για την πλήρη και έγκαιρη καταβολή των… ασφαλίστρων, κατά τα άλλα η δήλωση βρίθει από γενικόλογες αναφορές και άκρατη αισιοδοξία. Και όλα αυτά ενώ κανείς δεν γνωρίζει αν οι ΗΠΑ, μία από τις περισσότερο ρυπογόνες χώρες του κόσμου, θα δώσει το παρόν στην επόμενη διάσκεψη για το κλίμα. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ξεκαθαρίσει ότι κάτω από την εξουσία του η χώρα θα αποχωρήσει εκ νέου από τη Συμφωνία του Παρισιού, οπότε μία επιλογή απουσίας από τη διάσκεψη του 2025 θα φάνταζε ως…λογική.
Δεν πρέπει, πάντως, να τρέφουμε αυταπάτες. Χωρίς τη συμμετοχή των ΗΠΑ στη συλλογική προσπάθεια, και με τους “μεγάλους παίκτες” του πλανήτη να προετοιμάζονται περισσότερο για πόλεμο παρά για ειρήνη δεν μπορεί να είναι κανείς ούτε στοιχειωδώς αισιόδοξος για την έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ομως, παρά τα όσα παράλογα ισχυρίζονται οι αρνητές της, η κλιματική κρίση είναι ήδη εδώ και όποιος δεν την βλέπει, απλά εθελοτυφλεί.