ΟΟΣΑ/Έκθεση κόλαφος:Ένας στους 10 χωρίς πρόσβαση σε βασικές ιατρικές υπηρεσίες-Πρωταθλήτρια η Ελλάδα στις ιδιωτικές δαπάνες
Ένας στους δέκα Έλληνες δεν έχει πρόσβαση σε απαραίτητες ιατρικές υπηρεσίες λόγω οικονομικής αδυναμίας, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όσον αφορά τις ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία, γεγονός που επιτείνει το πρόβλημα της ανισότητας στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, σχετικά με τα συστήματα υγείας των κρατών-μελών του.
Το δεδομένο πως Έλληνες πολίτες δεν λαμβάνουν αναγκαία ιατρική περίθαλψη επειδή αδυνατούν να καλύψουν το σχετικό κόστος αποτυπώνει την ανεπάρκεια του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) να εξασφαλίσει καθολική και ισότιμη πρόσβαση στις υπηρεσίες του, ανεξαρτήτως εισοδηματικής κατάστασης. Μάλιστα, η Ελλάδα καταγράφει τη χειρότερη επίδοση ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ σε αυτόν τον δείκτη.
Ειδικότερα, η έκθεση του ΟΟΣΑ, “Health at a Glance: Europe 2024”, εξετάζει τις κύριες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας μετά την πανδημία COVID-19. Η έκθεση περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, δύο σημαντικά θεματικά κεφάλαια:
· Το πρώτο κεφάλαιο παρέχει μια ολοκληρωμένη εξέταση των ελλείψεων εργατικού δυναμικού στον τομέα της υγείας στην Ευρώπη, ένα μακροχρόνιο πρόβλημα που επιδεινώθηκε από την τεράστια πίεση που ασκεί η πανδημία στα συστήματα υγείας. Διερευνά τους παράγοντες πίσω από αυτές τις ελλείψεις και προτείνει στρατηγικές πολιτικής για την προσέλκυση, την εκπαίδευση και τη διατήρηση του υγειονομικού δυναμικού που απαιτείται για τη δημιουργία ανθεκτικών συστημάτων υγείας.
· Το δεύτερο κεφάλαιο εξετάζει τις πιο πρόσφατες τάσεις στην υγεία του γηράσκοντος πληθυσμού της Ευρώπης. Με το προσδόκιμο ζωής να συνεχίζει να αυξάνεται και το μερίδιο του πληθυσμού άνω των 65 ετών να αυξάνεται σταθερά, το κεφάλαιο εξετάζει προτεραιότητες για την προώθηση της υγιούς μακροζωίας για τη μείωση των απαιτήσεων για συστήματα υγείας και για μακροχρόνια περίθαλψη.
Παραθέτει, επίσης, συγκριτικά στοιχεία από 40 ευρωπαϊκές χώρες για τα υγειονομικά συστήματα, τις δαπάνες και την ποιότητα της περίθαλψης στους πολίτες τους.
Μεγάλες ελλείψεις σε υγειονομικό προσωπικό
Ο αριθμός των γιατρών και νοσηλευτών ανά κάτοικο έχει αυξηθεί σημαντικά στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, την τελευταία εικοσαετία. Παρ’ όλα αυτά, οι ελλείψεις προσωπικού στον τομέα της υγείας παραμένουν έντονες. Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 2022, ο μέσος όρος των γιατρών στις χώρες της ΕΕ έφτασε τους 4,2 ανά 1.000 κατοίκους, σε σύγκριση με 3,6 το 2012, και 3,1 το 2002.
Η αύξηση ήταν ιδιαίτερα έντονη στην Ελλάδα και την Πορτογαλία, όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση, αν και για τις δύο αυτές χώρες τα στοιχεία περιλαμβάνουν το σύνολο των γιατρών με άδεια άσκησης επαγγέλματος, χωρίς να γίνεται διάκριση ως προς την ενεργή απασχόλησή τους.
Η Ελλάδα -μεταξύ των χωρών της ΕΕ- καταγράφει τον χαμηλότερο αριθμό νοσηλευτών ανά κάτοικο, σύμφωνα με στοιχεία που αφορούν αποκλειστικά νοσηλευτές που εργάζονται σε νοσοκομεία.
Παρά την αύξηση του αριθμού των νοσηλευτών, την τελευταία δεκαετία, στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, η Ελλάδα παραμένει ουραγός. Το 2022, ο μέσος όρος των νοσηλευτών στις χώρες της ΕΕ ανήλθε στους 8,4 ανά 1.000 κατοίκους, από 7,3 το 2012. Στον αντίποδα, οι χώρες με τον υψηλότερο κατά κεφαλήν αριθμό νοσηλευτών το 2022 ήταν η Νορβηγία, η Ισλανδία, η Φινλανδία, η Ιρλανδία και η Γερμανία, οι οποίες διέθεταν τουλάχιστον 12 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους.
Καταγράφονται μεγάλες ελλείψεις επαγγελματιών Υγείας στην Ευρώπη
Η έκθεση αναδεικνύει την έντονη κρίση που αντιμετωπίζει το εργατικό δυναμικό στον τομέα της υγείας στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, το 2022 και 2023, 20 χώρες της ΕΕ ανέφεραν έλλειψη γιατρών, ενώ 15 χώρες δήλωσαν ότι δεν διαθέτουν επαρκή αριθμό νοσηλευτών. Με βάση τα ελάχιστα όρια προσωπικού που απαιτούνται για την καθολική υγειονομική κάλυψη (UHC), υπολογίζεται πως οι χώρες της ΕΕ είχαν συνολική έλλειψη περίπου 1,2 εκατομμυρίων γιατρών, νοσηλευτών και μαιών το 2022.
Οι ελλείψεις αυτές εντείνονται από τις διπλές δημογραφικές προκλήσεις: τη γήρανση του πληθυσμού, που αυξάνει τη ζήτηση για υγειονομικές υπηρεσίες, και τη γήρανση του ίδιου του εργατικού δυναμικού στον τομέα της υγείας, το οποίο χρειάζεται άμεση ανανέωση καθώς οι εργαζόμενοι φτάνουν σε ηλικία συνταξιοδότησης.
Για παράδειγμα, πάνω από το 1/3 των γιατρών και το 1/4 των νοσηλευτών στην ΕΕ είναι άνω των 55 ετών, γεγονός που συνεπάγεται μαζικές συνταξιοδοτήσεις τα επόμενα χρόνια, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερες ανάγκες για την κάλυψη κενών θέσεων στον τομέα της υγείας.
Γεωγραφικές ανισότητες και ανεπαρκής πρόσβαση στην υγειονομική φροντίδα
Σημαντικές γεωγραφικές ανισότητες παραμένουν στην κατανομή των γιατρών στις χώρες της ΕΕ. Σε πολλές χώρες, οι γιατροί συγκεντρώνονται κυρίως σε μεγάλα αστικά κέντρα, όπου εστιάζονται οι εξειδικευμένες υπηρεσίες υγείας. Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται χαρακτηριστικά στην Αυστρία, την Κροατία, την Τσεχία, τη Δανία, την Ουγγαρία, την Ελλάδα, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία και τη Σλοβακία, με αποτέλεσμα την περιορισμένη πρόσβαση των κατοίκων αγροτικών ή απομακρυσμένων περιοχών σε ιατρικές υπηρεσίες.
Η υγειονομική φροντίδα στην Ελλάδα παραμένει ελλιπής για τους οικονομικά ασθενέστερους
Αν και στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, το 2023, η πλειονότητα των πολιτών δήλωσε ότι δεν αντιμετώπισε προβλήματα πρόσβασης σε ιατρική περίθαλψη λόγω οικονομικών, γεωγραφικών ή χρονικών περιορισμών, τα άτομα με χαμηλότερα εισοδήματα εξακολουθούν να πλήττονται δυσανάλογα.
Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ανησυχητική
Σχεδόν ένας στους τέσσερις πολίτες (23%) με χαμηλό εισόδημα ανέφερε ότι δεν έλαβε την ιατρική φροντίδα που χρειάστηκε το 2023. Ο κυριότερος λόγος για αυτές τις ανεκπλήρωτες ανάγκες ήταν το υψηλό κόστος, γεγονός που αναδεικνύει τα σοβαρά προβλήματα ισότητας και προσβασιμότητας στο ελληνικό σύστημα υγείας.
Ιδιωτικές και δημόσιες δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη
Το κόστος της υγείας για τους πολίτες στην ΕΕ εξακολουθεί να παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις, με τις ιδιωτικές πληρωμές να αποτελούν σημαντικό βάρος για αρκετές χώρες. Το 2022, οι ιδιωτικές δαπάνες αντιπροσώπευαν κατά μέσο όρο το 15% των συνολικών δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη στις χώρες της ΕΕ. Ωστόσο, σε χώρες όπως η Λιθουανία, η Λετονία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα, το ποσοστό αυτό ξεπέρασε το 30%, υποδεικνύοντας την έντονη εξάρτηση των συστημάτων υγείας από τις άμεσες πληρωμές των πολιτών.
Οι δαπάνες υγείας ως ποσοστό των συνολικών κρατικών δαπανών διαφέρουν αισθητά μεταξύ των χωρών της ΕΕ
Ο μέσος όρος ανήλθε στο 15% το 2022, με χώρες όπως η Ιρλανδία και η Γερμανία να κατευθύνουν περίπου το 20% των δημοσίων δαπανών στην υγειονομική περίθαλψη.
Στην Ουγγαρία και την Ελλάδα, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 10%, γεγονός που αποτυπώνει τον περιορισμένο ρόλο της δημόσιας χρηματοδότησης στη στήριξη του συστήματος υγείας στις δύο αυτές χώρες.
Η γήρανση του πληθυσμού στην Ευρώπη
Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών παρουσίασε σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των χωρών της ΕΕ το 2023. Ιταλία και Πορτογαλία κατέγραψαν τα υψηλότερα ποσοστά, με σχεδόν το 25% του πληθυσμού να ανήκει σε αυτή την ηλικιακή ομάδα. Αντίθετα, η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο είχαν τα χαμηλότερα ποσοστά, με μόλις το 15% του πληθυσμού να είναι άνω των 65 ετών.
Η γήρανση του πληθυσμού, όμως, αναμένεται να επιταχυνθεί δραματικά σε αρκετές χώρες τις επόμενες δεκαετίες. Μέχρι το 2050, το ποσοστό των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών θα είναι ιδιαίτερα υψηλό στην Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ελλάδα και την Ισπανία, με πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού να ανήκει σε αυτή την ηλικιακή κατηγορία.
Αυξημένα ποσοστά παχυσαρκίας στους εφήβους στην Ελλάδα
Η αύξηση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας στην Ελλάδα αποτελεί σοβαρή πηγή ανησυχίας. Κακή διατροφή και έλλειψη φυσικής δραστηριότητας έχουν συμβάλει στην άνοδο των ποσοστών υπέρβαρου πληθυσμού και παχυσαρκίας τόσο στους εφήβους όσο και στους ενήλικες σε ολόκληρη την ΕΕ.
Το 2022, περισσότεροι από το 20% των εφήβων ηλικίας 15 ετών στις χώρες της ΕΕ ήταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Στη Μάλτα, την Ελλάδα και τη Ρουμανία τα ποσοστά αυτά ξεπέρασαν το 25%, αναδεικνύοντας την ανάγκη για άμεσες παρεμβάσεις σε επίπεδο δημόσιας υγείας.
Η αντιμετώπιση αυτής της τάσης απαιτεί στρατηγικές που να προάγουν τη σωστή διατροφή, τη φυσική άσκηση και την ευαισθητοποίηση για την υγεία, ιδιαίτερα σε σχολεία και οικογένειες.
Αυτή η δημογραφική εξέλιξη δημιουργεί σοβαρές προκλήσεις για τα συστήματα υγείας και πρόνοιας, καθώς η αυξανόμενη ζήτηση για φροντίδα ηλικιωμένων απαιτεί νέους πόρους, υποδομές και πολιτικές για τη στήριξη των ηλικιακά γηραιότερων πληθυσμών.
Δύο αρνητικά «ρεκόρ» για την Ελλάδα το 2023
1. Χαμηλή εμπιστοσύνη στους κυβερνητικούς θεσμούς
Η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τις κυβερνήσεις τους είναι καθοριστική για την αποτελεσματική διαχείριση κρίσεων. Ωστόσο, το 2023, μόνο το ένα τρίτο των πολιτών στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και τη Λετονία εξέφρασε εμπιστοσύνη στις ικανότητες ετοιμότητας των κυβερνήσεών τους σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Αυτό κατατάσσει την Ελλάδα στις χώρες με τα χαμηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης στην ΕΕ, σε πλήρη αντίθεση με χώρες όπως η Φινλανδία, η Ολλανδία και η Δανία, όπου η εμπιστοσύνη ξεπερνούσε το 50%.
2. Υψηλά ποσοστά μικροβιακής αντοχής (AMR)
Η μικροβιακή αντοχή αποτελεί μια σοβαρή απειλή για τη δημόσια υγεία, με περίπου 35.000 θανάτους ετησίως στην ΕΕ να σχετίζονται με ανθεκτικές στα αντιβιοτικά λοιμώξεις και κόστος που εκτιμάται στα 6,6 δισεκατομμύρια ευρώ. Το 2022-23, το 32% των βακτηριακών στελεχών που εξετάστηκαν ήταν ανθεκτικά σε βασικά αντιβιοτικά. Η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική σε χώρες, όπως η Ελλάδα, η Ρουμανία, η Κύπρος και η Βουλγαρία, όπου τα ποσοστά αντοχής ξεπέρασαν το 50%, κατατάσσοντας την Ελλάδα στις χώρες με τις χειρότερες επιδόσεις στον τομέα αυτό.
Αυτές οι δύο διαστάσεις υπογραμμίζουν την ανάγκη για βελτιώσεις τόσο στη διακυβέρνηση όσο και στη δημόσια υγεία, με έμφαση στις πολιτικές που ενισχύουν την εμπιστοσύνη και περιορίζουν τη μικροβιακή αντοχή.
Δημογραφικό ζήτημα: Από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην Ευρώπη
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια σημαντική δημογραφική μεταβολή, καθώς ο πληθυσμός γερνάει ραγδαία. Το ποσοστό των ατόμων άνω των 65 ετών στην ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί από 21% το 2023 σε 29% το 2050. Παράλληλα, το προσδόκιμο ζωής για τα άτομα ηλικίας 65 ετών έχει υπερβεί τα 20 χρόνια, ωστόσο, περισσότερα από τα μισά από αυτά τα χρόνια συνήθως συνοδεύονται από χρόνιες ασθένειες και αναπηρίες, δημιουργώντας σημαντικές προκλήσεις για τα συστήματα υγείας και πρόνοιας.
Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στην ΕΕ έφτασε τα 81,5 χρόνια το 2023, ξεπερνώντας τα επίπεδα πριν από την πανδημία κατά 0,2 χρόνια. Ωστόσο, παραμένουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών. Χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Μάλτα καταγράφουν προσδόκιμο ζωής πάνω από δύο χρόνια πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ η Λετονία και η Βουλγαρία έχουν προσδόκιμο ζωής χαμηλότερο από τον μέσο όρο κατά πάνω από πέντε χρόνια.
Όσον αφορά τα αίτια θνησιμότητας, τα καρδιαγγειακά νοσήματα και οι καρκίνοι παρέμειναν οι κύριες αιτίες θανάτου στην ΕΕ το 2021, με ποσοστό 54% όλων των θανάτων, ενώ η COVID-19 ακολούθησε με 11%.
Η πανδημία του COVID-19 είχε επίσης αντίκτυπο στους εμβολιασμούς. Μέχρι το τέλος του 2021, σχεδόν το 90% των ατόμων ηλικίας 60+ στην ΕΕ είχαν ολοκληρώσει τον αρχικό εμβολιασμό τους, με τις περισσότερες χώρες να καταγράφουν κάλυψη άνω του 75%. Ωστόσο, η κάλυψη των αναμνηστικών δόσεων ήταν ανισομερώς κατανεμημένη, με την πρώτη αναμνηστική δόση να έχει υψηλότερα ποσοστά σε κάποιες χώρες και τη δεύτερη να παρουσιάζει ακόμη μεγαλύτερη ανισότητα.
Τα ποσοστά εμβολιασμού κατά της γρίπης σημείωσαν αρχική αύξηση το 2020, αλλά στη συνέχεια μειώθηκαν το 2021-22, αν και παρέμειναν υψηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα. Αυτές οι προκλήσεις αναδεικνύουν την ανάγκη για στρατηγικές δημόσιας υγείας που να απαντούν στις ανάγκες ενός γηράσκοντος πληθυσμού, με έμφαση στη διαχείριση χρόνιων ασθενειών και στην προώθηση του εμβολιασμού.
Τα υπόλοιπα κεφάλαια της έκθεσης
Παρέχουν μια συγκριτική επισκόπηση των πιο πρόσφατων δεδομένων σχετικά με την κατάσταση της υγείας, τους παράγοντες κινδύνου και την απόδοση του συστήματος υγείας στα 27 κράτη μέλη της ΕΕ, τις 9 υποψήφιες χώρες στην ΕΕ, τις 3 χώρες της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών και το Ηνωμένο Βασίλειο.