Δύο εκθέσεις με αντιφατικά δεδομένα και με κοινό παρονομαστή: Πόλεμος στην Ευρώπη με ευθύνη τελικά της Δύσης
Την ώρα που η Διεθνής κοινότητα παρακολουθεί με αγωνία την κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία μετά τη χρήση των αμερικανικών πυραύλων και τις ρωσικές απειλές που συνιστά η αλλαγή του πυρηνικού δόγματος από πλευράς Μόσχας, δύο σημαντικές εκθέσεις διερευνούν το ενδεχόμενο ρωσικής επίθεσης στη Γηραιά Ήπειρο και σύγκρουσης με το ΝΑΤΟ με αποτελέσματα πάντως που δεν βγάζουν ξεκάθαρο συμπέρασμα. Ωστόσο και μόνο το σενάριο ότι ο πόλεμος μεταφέρεται στην Ευρώπη προκαλεί ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό τοπίο.
- Η πρώτη έκθεση είναι της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Ινστιτούτου Quincy. Συνέκρινε τους στρατούς της Ρωσίας και της Λευκορωσίας κόντρα στο NATO, και έδειξε ότι η Ρωσία δεν έχει καμία διάθεση και… δύναμη να επιτεθεί σε δυτικό κράτος.
- Η δεύτερη είναι από το Γερμανικό Ινστιτούτο του Κιέλου για τη γερμανική και ευρωπαϊκή άμυνα δείχνοντας ότι η συνολική εικόνα για τη Γερμανία, την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ζοφερή.
Ξεκινώντας από το Γερμανικό Ινστιτούτο του Κιέλου, που ιδρύθηκε το 1914, και θεωρείται ως η κορυφαία δεξαμενή σκέψης με επιρροή στη Γερμανία, όπως γράφει σε ανάλυσή του ο Stephen Bryen, πρώην αναπληρωτής υφυπουργός Αμυνας των ΗΠΑ, ειδικός στη στρατηγική και την τεχνολογία ασφαλείας.
Η έκθεση με τίτλο: «Προετοιμασίες δεκαετιών για πόλεμο: Ο αργός επανεξοπλισμός της Ευρώπης και της Γερμανίας έναντι της Ρωσίας» δείχνει ότι είναι υπερτιμημένη και ανεπαρκής η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία. Η ουσία της συνίσταται στο ότι παρά τις πολεμικές συζητήσεις στους κόλπους του ΝΑΤΟ, η συμμαχία (συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών) δεν είναι έτοιμη για οποιαδήποτε σύγκρουση με τη Ρωσία.
- Αποκαλύπτει επίσης ότι το υπερβολικό κόστος του αμυντικού εξοπλισμού πλουτίζει τις αμυντικές εταιρείες, αλλά δεν βοηθά στον συνολικό στόχο της ασφάλειας.
Η μελέτη επισημαίνει πόσο απροετοίμαστες είναι η Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε μια επίθεση της Ρωσίας. Διαπιστώνει επίσης μια τραγική πραγματικότητα για το πόσο υπερτιμημένη και ανεπαρκής έχει γίνει η ευρωπαϊκή, ειδικά η γερμανική, αμυντική βιομηχανία.
Ενα εξαιρετικό παράδειγμα αποτελεί το γερμανικό αερομεταφερόμενο όχημα στρατιωτικών επιθετικών επιχειρήσεων Caracal. Η ονομασία του προέρχεται από ένα είδος αγριόγατας που ζει στην Αφρική, το Πακιστάν, τη Μέση Ανατολή και περιοχές της Ινδίας. Πρόκειται για ένα μη θωρακισμένο όχημα που έχει ως βάση το σασί της Mercedes G class και συναρμολογήθηκε από τη Rheinmetall, τη Mercedes-Benz AG και την ACS Armored Car Systems GmbH.
Το Caracal δεν έχει θωράκιση στις ανοιχτές πλευρές του. Πλέον των 3.000 από αυτά τα οχήματα έχουν παρασχεθεί στην Ουκρανία με κόστος 1,9 δισεκατομμύρια ευρώ, που μεταφράζεται σε σχεδόν 620.000 ευρώ ανά μονάδα. Θα μπορούσε να προσαρμοστεί ένα αντιαρματικό όπλο ή ένα πολυβόλο σ’ ένα τετρακινητήριο εμπορικό τζιπ για λιγότερο από 35.000 $ ανά κομμάτι.
Ενα εξίσου σοκαριστικό παράδειγμα αποτελούν τα πυρομαχικά των 30 χιλιοστών για το γερμανικό όχημα μάχης πεζικού Puma. Το Puma κοστίζει 5,3 εκατομμύρια δολάρια έκαστο, ενώ τα πυρομαχικά των 30 χιλιοστών περίπου 1.000 ευρώ ανά βολή!
Το Puma μπορεί να ρίξει έως και 600 βολές ανά λεπτό. Μια βολή των 30 χιλιοστών Ισχυρής Εκρηκτικότητας Διπλής Χρήσης των ΗΠΑ (πιο εξειδικευμένα από μια κοινή σφαίρα) κοστίζει 100 $. Τα γερμανικά πυρομαχικά των 30 χιλιοστών, δηλαδή, είναι δέκα φορές ακριβότερα από τα αμερικανικά.
Ο γερμανικός στρατός αγοράζει επίσης ακουστικά για στρατιώτες. Αυτά που υπάρχουν στο εμπόριο διατίθενται στη λιανική τιμή των 299 $. Εάν προστεθούν λειτουργίες όπως η εξάλειψη θορύβου, η τιμή μπορεί ν’ ανέλθει στα 400 $ αλλά όχι περισσότερο. Ωστόσο, τα γερμανικά ακουστικά κοστίζουν 2.700 ευρώ το καθένα.
Η ουσία είναι ότι άνθρωποι και εταιρείες βγάζουν τρελά χρήματα προμηθεύοντας ευρωπαϊκούς στρατούς ή στέλνοντας διάφορους εξοπλισμούς στην Ουκρανία. Ορισμένοι θα μπορούσαν κάνουν λόγο για καθαρή διαφθορά, καθώς οι κυβερνήσεις είναι συνένοχες σ’ αυτές τις συμφωνίες.
Λάβετε υπόψη ότι το Ινστιτούτο του Κιέλου τονίζει μόνο ότι αυτές οι αγορές είναι πανάκριβες, τίποτε περισσότερο.
Η έκθεσή του αναφέρεται εκτενώς στην αμυντική βιομηχανική παραγωγή της Ρωσίας (που είναι υψηλή), επισημαίνοντας ότι οι Ρώσοι δεν πρόκειται να ξεμείνουν από όπλα στο κοντινό μέλλον και πως η Βόρεια Κορέα αυξάνει τώρα τις προμήθειες υπό τη μορφή πυρομαχικών πυροβολικού και πυραύλων.
Η Πιονγιάνγκ, όπως φαίνεται, παρήγαγε πολύ περισσότερο εξοπλισμό απ’ αυτόν που μπορεί να χρησιμοποιήσει και μέχρι τώρα δεν τον εξήγαγε. Η συμφωνία της με τη Μόσχα συντηρεί, φυσικά, το καθεστώς του Κιμ Γιονγκ Ουν, παρέχοντας μετρητά ή εξασφαλίζοντας, αντίστοιχα, θέσεις εργασίας.
Ολ’ αυτά βοηθούν να φανεί, εν μέρει, ότι οι επενδύσεις της Γερμανίας σε υπερβολικά ακριβό εξοπλισμό για την άμυνα είναι σκανδαλώδεις.
Ακόμα κι αν το Βερολίνο εκπληρώσει πραγματικά τον στόχο του ΝΑΤΟ για διάθεση του 2,1% από το ΑΕΠ της σε αμυντικές δαπάνες, αυτά που τελικά προμηθεύεται ο γερμανικός στρατός είναι εξαιρετικά υπερτιμημένα, για να μην αναφέρουμε ότι πολλά καταλήγουν στην Ουκρανία και αντικαθίστανται σιγά-σιγά, αν όχι καθόλου στο εσωτερικό μέτωπο.
- Ακόμη και με επαρκείς δαπάνες, ο σκοπός για τον οποίο διατίθενται δύσκολα γίνεται αντιληπτός. Πολύ λίγα, για παράδειγμα, πηγαίνουν στην αεράμυνα, κάτι που είναι ζωτικής σημασίας για τις μελλοντικές αμυντικές ανάγκες της Γερμανίας.
Συνολικά, οι αεράμυνες που παρέχονται από το ΝΑΤΟ έχουν μέτρια έως απαράδεκτη απόδοση στην Ουκρανία, προάγγελος ενός θανάσιμου μέλλοντος στην Ευρώπη, εκτός εάν το πρόβλημα διορθωθεί. Μια ενδιαφέρουσα υποσημείωση στην έκθεση αναφέρεται στην ικανότητα της Ουκρανίας να καταρρίπτει ρωσικούς πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη:
«Δείκτες αναχαίτισης για ευρέως χρησιμοποιούμενους ρωσικούς πυραύλους το 2024: 50% για τους παλαιότερους υποηχητικούς κρουζ Kalibr, 22% για σύγχρονους υποηχητικούς κρουζ (π.χ. Kh-69), 4% για σύγχρονους βαλλιστικούς (π.χ. Iskander-M), 0,6% για τον υπερηχητικό SAM μεγάλου βεληνεκούς S-300/400 και 0,55% για τον υπερηχητικό αντιπλοϊκό Kh-22.
»Τα δεδομένα σχετικά με τους δείκτες αναχαίτισης υπερηχητικών πυραύλων είναι ελάχιστα: Η Ουκρανία ισχυρίζεται ποσοστό αναχαίτισης 25% για τους υπερηχητικούς πυραύλους Kinzhal και Zircon, αλλά ουκρανικές πηγές αναφέρουν, επίσης, ότι τέτοιες αναχαιτίσεις απαιτούν ομοβροντία από τους 32 εκτοξευτές ενός αμερικανικού συστήματος Patriot για να υπάρχει πιθανότητα κατάρριψης ενός μόνο υπερηχητικού πυραύλου. Συγκριτικά, τα γερμανικά συστήματα Patriot διαθέτουν 16 εκτοξευτές και η Γερμανία έχει 72 συνολικά».
Λάβετε υπόψη ότι οι πύραυλοι αναχαίτισης για το Patriot υπάρχουν σ’ εξαιρετικά μικρή ποσότητα. Απαιτείται πολύς χρόνος για να κατασκευαστούν και η προετοιμασία για την κατασκευή τους έχει αποδειχθεί πρόκληση. Η έλλειψη κρίσιμων εξαρτημάτων «βραχυκυκλώνει», επίσης, τις γραμμές παραγωγής.
Ενώ η αμερικανική αμυντική εταιρεία Lockheed Martin είναι ο κύριος παραγωγός, η Boeing παρέχει βασικά εξαρτήματα για τον ανιχνευτή που χρησιμοποιεί ο πύραυλος προκειμένου να χτυπήσει τον στόχο του (όταν λειτουργεί).
Η Boeing δεν θα λύσει αυτό το πρόβλημα πριν το 2027. Στο μεταξύ, η βιομηχανία της έχει υποστεί ισχυρό πλήγμα και ταλανίζεται από μια εσωτερική κρίση που απέχει αρκετά από τη λύση. Εγείρονται όμως μεγάλα ερωτήματα σχετικά με την αεράμυνα.
Οι ΗΠΑ πούλησαν το Patriot και άλλα συστήματα στην Ουκρανία. Οι Ρώσοι καταβάλλουν πολλή προσπάθεια για να τα καταστρέψουν, αλλά ακόμα και όταν λειτουργούν, το ποσοστό αναχαίτισής τους είναι χαμηλότερο. Η Ευρώπη προμήθευσε τα συστήματα IRIS-T, NSAMS και άλλα, τα οποία, στον βαθμό που μπορεί να προσδιοριστεί, είναι περίπου ισοδύναμα με το Patriot.
Σε γενικές γραμμές, τα ισραηλινά είναι καλύτερα, αλλά δεν αναπτύσσονται στην Ουκρανία. Αυτό που θεωρείται ως το κορυφαίο σύστημα αεράμυνας των ΗΠΑ, το AEGIS (με τη μορφή AEGIS Ashore), δεν παρέχεται στην Ουκρανία και έχει αναπτυχθεί στην Πολωνία και τη Ρουμανία.
Η Ευρώπη έχει πολύ λίγα όσον αφορά την εγχώρια αεράμυνα (η Βρετανία ουσιαστικά δεν διαθέτει). Οι ΗΠΑ δεν βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση. Ορισμένα συστήματα, ειδικά το επίγειο αναχαίτισης βαλλιστικών πυραύλων Ground-Based Mid-Course Interceptor που εδρεύει στην Αλάσκα, έχει ανάμικτη απόδοση.
Το Πεντάγωνο αναζητά τώρα νέους πυραύλους αναχαίτισης που να λειτουργούν καλύτερα από τους διαθέσιμους. Παρά τις πολλές δοκιμές και τη βελτιστοποίησή τους, σε μια προσπάθεια να διασφαλιστεί η επιτυχία, οι περίπου 40 πύραυλοι στο απόθεμα λειτουργούν μόνο τις μισές φορές.
Το μέλλον είναι επίσης ανησυχητικό καθώς τα υπερηχητικά όπλα φτάνουν στο πεδίο της μάχης, όπως φαίνεται στην Ουκρανία με τη μορφή των ρωσικών Kinzhal και Zircon. Συστήματα όπως το Patriot ή το Iris-T ή οποιοδήποτε άλλο από τα συστήματα αεράμυνας του ΝΑΤΟ δύσκολα θα έχουν ελπίδα έναντι υπερηχητικής πυραυλικής επίθεσης.
Η εικόνα, επίσης, δεν είναι καλή σ’ ό,τι αφορά στα drones, τα οποία εκτοξεύονται κατά χιλιάδες από τους Ουκρανούς και τους Ρώσους. Είναι δύσκολο να εξουδετερωθούν και μη επανδρωμένα αεροσκάφη όπως το ρωσικό Lancet μπορούν να καταστρέψουν σύγχρονα άρματα μάχης και οχήματα μάχης πεζικού.
Κανείς μέχρι στιγμής, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ, δεν έχει βρει έναν αποτελεσματικό τρόπο για ν’ αντιμετωπίσει σμήνη drones ή ακόμα και ορισμένες μικρότερης έκτασης επιθέσεις που διαπερνούν τα συστήματα αναχαίτισης.
Πάνω απ’ όλα, η έκθεση του Κιέλου θέτει μια νέα και σημαντική προοπτική για την κατάσταση ασφαλείας της Ευρώπης και, κατ’ επέκταση, των ΗΠΑ, οι οποίες δεσμεύονται βάσει συνθήκης να βοηθήσουν στην υπεράσπισή της.
Αντί να επεκτείνουμε συνεχώς το ΝΑΤΟ και να προκαλούμε ανησυχία στην Ευρώπη και τη Ρωσία, είναι καιρός να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να δούμε αν είναι δυνατή μια αξιόπιστη ευρωπαϊκή άμυνα. Αυτή τη στιγμή, αν κρίνουμε από την έκθεση του Κιέλου, η απάντηση είναι αρνητική.
Η αμερικανική έκθεση Quincy
Πρόσφατη έκθεση της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Ινστιτούτου Quincy συνέκρινε τους στρατούς της Ρωσίας και της Λευκορωσίας κόντρα στο NATO, αποδεικνύοντας ότι η Ρωσία δεν έχει καμία διάθεση και… δύναμη να επιτεθεί σε δυτικό κράτος.
«Η αεροπορική και ναυτική κυριαρχία του ΝΑΤΟ, η δυσκολία κατάκτησης αστικών περιοχών, οι πολιτικές δεσμεύσεις του ΝΑΤΟ στα ανατολικά σύνορά του και οι ρωσικές αδυναμίες που αποκαλύφθηκαν στη σύγκρουση της Ουκρανίας, σημαίνουν ότι η ρωσική επιθετικότητα ακόμη και στα πιο αδύναμα κράτη του ΝΑΤΟ θα εγκυμονούσε τεράστιους κινδύνους και είναι απίθανο να πετύχει» αναφέρουν οι ειδικοί.
Ένας κρίσιμος παράγοντας που θα έβαζε σε μεγάλους μπελάδες τη Ρωσία είναι η αεροπορική και ναυτική κυριαρχία του ΝΑΤΟ.
Σε αντίθεση με τις χερσαίες δυνάμεις που πρέπει να διασχίσουν έδαφος, οι αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις θα εμπλέκονταν σχεδόν αμέσως.
Η υπεροχή του ΝΑΤΟ έναντι της Ρωσίας σε αυτούς τους τομείς είναι πολύ σημαντική και από ποιοτική άποψη.
Πρόσφατη μελέτη του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών αναφέρει ότι «Η ρωσική αεροπορία βρίσκεται σε ευδιάκριτο ποσοτικό και ποιοτικό μειονέκτημα σε σύγκριση με τη συνδυασμένη αεροπορική δύναμη του ΝΑΤΟ. Αν και μερικά από τα νεότερα μαχητικά της Ρωσίας έχουν χαρακτηριστικά πέμπτης γενιάς, κανένα δεν μπορεί να θεωρεί πραγματικά 5ης γενιάς. Στον αέρα, η Ρωσία θα μειονεκτούσε σε αριθμούς και σε τακτική από μια ναοτϊκή δύναμη. Εκτός από το αριθμητικό μειονέκτημα, οι ρωσικές δυνάμεις δεν είναι τόσο εκπαιδευμένες όσο οι πιλότοι του ΝΑΤΟ. Παρά την προσπάθεια εκσυγχρονισμού, η Ρωσία αγωνίστηκε να οικοδομήσει μια σύγχρονη αεροπορία. Η Ρωσία διεξάγει ελάχιστη εκπαίδευση σε ολοκληρωμένες αεροπορικές επιχειρήσεις. Οι περισσότερες εκπαιδευτικές πτήσεις είναι μόνο σχηματισμοί με μικρό αριθμό αεροσκαφών. Επιπλέον, οι πιλότοι τους πετούν γενικά λιγότερο από 100 ώρες το χρόνο, περίπου το 1/3 από αυτό που πετάει ο μέσος πιλότος του ΝΑΤΟ».
Εξάλλου, όμως αναφέρει η έκθεση, η θεμελιώδης ανισορροπία μεταξύ της ρωσικής και της αεροπορικής δύναμης του ΝΑΤΟ έχει υπογραμμιστεί και ενταθεί από τη σύγκρουση στην Ουκρανία.
«Παραδόξως, η Ρωσία δεν μπόρεσε να δημιουργήσει πλήρη αεροπορική υπεροχή έναντι της Ουκρανίας. Οι εκτιμήσεις καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η αεροπορία της έχει χάσει πάνω από το 25% της μαχητικής της ισχύος, εναντίον μιας χώρας που δεν θεωρείτο καν ότι είχε μια σύγχρονη αεροπορία πριν από τον πόλεμο».
- Με βάση αυτό το προηγούμενο, μια σύγκρουση πλήρους κλίμακας ενάντια στην αεροπορική δύναμη του ΝΑΤΟ θα ήταν πιθανότατα καταστροφική.
Η εικόνα είναι παρόμοια και για το ρωσικό ναυτικό. Σε έναν πόλεμο με το ΝΑΤΟ, ο ρωσικός στόλος της Βαλτικής και της Μαύρης Θάλασσας θα παγιδευόταν.
- Ο στόλος της Μαύρης Θάλασσας έχει ήδη υποστεί σοβαρές ζημιές στον πόλεμο της Ουκρανίας, ενώ η αεροπορία του ΝΑΤΟ πιθανότατα θα καταστρέψει γρήγορα τον στόλο της Βαλτικής. Με την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, το ΝΑΤΟ θα έλεγχε τις γύρω ακτές της Βαλτικής, σε κάθε περίπτωση.
Αυτό θα άφηνε απομονωμένο τον ρωσικό Βόρειο Στόλο και αυτόν του Ειρηνικού. Σε έναν πόλεμο με το ΝΑΤΟ, οι μονάδες επιφανείας του Βόρειου Στόλου θα ήταν απελπιστικά πολύ λιγότερες. Η Ρωσία διαθέτει ένα αεροπλανοφόρο μεσαίου μεγέθους (υπό επισκευή εδώ και μια 5ετία), δύο καταδρομικά μάχης (ένα εκ των δύο επίσης υπό κατασκευή), πέντε αντιτορπιλικά και δύο φρεγάτες εναντίον τριών ισχυρών αμερικανικών δυνάμεων κρούσης πυρηνικών αεροπλάνων που έχουν αναπτυχθεί στον Ατλαντικό και ένα στη Μεσόγειο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ρωσία θα μπορούσε να προκαλέσει ζημιά στο διατλαντικό εμπόριο χρησιμοποιώντας υποβρύχια στον βόρειο στόλο της. Ωστόσο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το γερμανικό και το δανικό ναυτικό θα καταλαμβάνονταν στη Βαλτική και τα πλοία συνοδείας των ΗΠΑ που αναπτύσσονται κυρίως στην Άπω Ανατολή, ο Καναδάς και τα ευρωπαϊκά κράτη στον Ατλαντικό και τη δυτική Μεσόγειο μαζί έχουν ένα πολύ μεγαλύτερο αριθμητικό πλεονέκτημα.
- Η Μεσόγειος και ο Ινδικός Ωκεανός θα παραμείνουν υπό τον πλήρη έλεγχο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, διασφαλίζοντας τη συνεχή παροχή ενέργειας.
Ενώ η Ρωσία θα είχε περιορισμένη ικανότητα να βλάψει το ευρωπαϊκό εμπόριο, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ θα μπορούσαν σίγουρα να χρησιμοποιήσουν την αεροπορική και ναυτική τους υπεροχή για να επιβάλουν πλήρη αποκλεισμό στο θαλάσσιο εμπόριο και τις εξαγωγές ενέργειας της Ρωσίας δια θαλάσσης.
Δεδομένου ότι τα μόνα ανοιχτά λιμάνια της Ρωσίας θα ήταν στην Αρκτική και την Άπω Ανατολή, το ΝΑΤΟ θα μπορούσε εύκολα να το πετύχει αυτό.
Σε περισσότερα από δύο χρόνια, η Ρωσία δεν έχει προχωρήσει περισσότερο από περίπου 100 χλμ. από τα σύνορά της, κάνοντας μια ρωσική κατάκτηση ισχυρότερων κρατών του ΝΑΤΟ μακριά από τα σύνορά της να φαίνεται τόσο απίθανη ώστε να είναι σχεδόν φανταστική.
- Σύμφωνα με ανάλυση του αμερικανικού Ινστιτούτου Ερευνών Εξωτερικής Πολιτικής (FPRI), «η στρατιωτική απειλή που θέτει η Ρωσία για τα κράτη της Βαλτικής έχει φτάσει σε ιστορικό χαμηλό σημείο στη σύγχρονη ιστορία»
Η ανάλυση του FPRI κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα χρειαζόταν σχεδόν μια δεκαετία μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία για να ανοικοδομήσει τις ένοπλες δυνάμεις της σε σημείο που θα μπορούσε να σκεφτεί οποιαδήποτε επίθεση σε χώρα του ΝΑΤΟ.
- Οι δυσκολίες μιας επίθεσης στα κράτη της Βαλτικής – μακράν το πιο αδύναμο στρατιωτικά τμήμα της συμμαχίας του ΝΑΤΟ – θα πολλαπλασιάζονταν εκθετικά σε οποιαδήποτε επίθεση εναντίον άλλων κρατών του ΝΑΤΟ που συνορεύουν με τη Ρωσία, τα οποία έχουν πολύ πιο ισχυρούς στρατούς και παρουσιάζουν πολύ μεγαλύτερα γεωγραφικά εμπόδια σε έναν Ρώσο εισβολή.
Έτσι, με οποιαδήποτε αντικειμενική έννοια, η επιθετικότητα κατά των κρατών του ΝΑΤΟ παρουσιάζει μια εξαιρετικά μη ελκυστική προοπτική για τη Ρωσία. Μια τέτοια επιθετικότητα είναι απίθανο να οδηγήσει σε σημαντικά εδαφικά κέρδη ή να αναγκάσει το ΝΑΤΟ να υποχωρήσει, αναφέρει η έκθεση.
- Αντίθετα, πιθανότατα θα πυροδοτούσε μια δυνητικά καταστροφική αεροπορική και ναυτική σύγκρουση στην οποία η Ρωσία θα ήταν σε μεγάλο βαθμό ξεπερασμένη και πιθανόν να υποστεί σημαντικές στρατηγικές απώλειες. Πράγματι, τέτοιες απώλειες θα μπορούσαν να απειλήσουν ότι μόνο την κυβέρνηση του Πούτιν, αλλά και την ίδια τη Ρωσία.
Συνεπώς, το ΝΑΤΟ έχει τεράστια αποτρεπτική δύναμη κατά της Ρωσίας, ακόμη και στο «καλύτερο σενάριο» μιας ρωσικής επίθεσης εναντίον των πιο αδύναμων συνοριακών κρατών του ΝΑΤΟ στη Βαλτική.
Εν ολίγοις, η απειλή πολέμου μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ είναι αρκετά πραγματική, αλλά όχι επειδή οι Ρώσοι ηγέτες έχουν οποιαδήποτε επιθυμία να ξεκινήσουν έναν κατακτητικό πόλεμο εναντίον της Δύσης, λένε οι συντάκτες της έκθεσης, καταρρίπτοντας την κινδυνολογία του Λευκού Οίκου και των Βρυξελλών.