Ρεπορτάζ/libre: Η μεγάλη “έξοδος” των εκπαιδευτικών- Πού οφείλεται- Κίνδυνος να καταρρεύσει ο θεσμός του ολοήμερου
H πλημμελής (το λιγότερο) λειτουργία του ολοήμερου δημόσιου σχολείου προκαλεί μία σειρά από προβλήματα στον οικογενειακό προγραμματισμό αλλά και δεύτερες σκέψεις για το δημόσιο σχολείο γενικότερα. Εχοντας ήδη συμπληρώσει δύο μήνες στην παρούσα σχολική σεζόν, δεν είναι λίγες οι σχολικές μονάδες που δεν μπορούν να καλύψουν το πρόγραμμα του ολοήμερου με συνέπεια τα παιδιά να σχολούν στη 1 αντί για τις 4.
Προσλήψεις γίνονται. Και το καλοκαίρι και κατά τη διάρκεια της σεζόν. Οι πίνακες των εκπαιδευτικών είναι γεμάτοι. Διάθεση για δουλειά στο δημόσιο σχολείο υπάρχει. Τι πάει τότε τόσο στραβά ώστε σχολείο, στη Νέα Μάκρη για παράδειγμα, να λειτουργεί τα ολοήμερα τμήματά του μόνο δύο φορές την εβδομάδα;
- Οι μαζικές παραιτήσεις εκπαιδευτικών, που εφέτος είναι περισσότερες από ποτέ, είναι το κλειδί για να απαντηθεί η παραπάνω κρίσιμη ερώτηση. “Από την αρχή της σχολικής σεζόν μέχρι και την ώρα που μιλάμε έχουν παραιτηθεί περισσότεροι από 1000 εκπαιδευτικοί, λίγες μόνο ημέρες μετά την τοποθέτησή τους” λέει στο Libre εκπαιδευτική πηγή με γνώση της κατάστασης.
Δεν χρειάζεται βέβαια ειδικές ικανότητες για να κατανοήσει κανείς τους λόγους αυτού του κύματος παραιτήσεων. Οι αποδοχές είναι τόσο “φτωχές” που αν ένας εκπαιδευτικός τοποθετηθεί σε σχολείο μακριά από τον τόπο κατοικίας του, δύσκολα μπορεί να επιβιώσει αν δεν υπαρχει στήριξη από το οικογενειακό του περιβάλλον. Εκπαιδευτικοί που τοποθετούνται ακόμα και σε προάστια των Αθηνών ή σε περιοχές του υπόλοιπου του νομού Αττικής τελικά παραιτούνται επειδή διαπιστώνουν ότι τα καθημερινά έξοδα μετάβασης στη σχολική μονάδα όπου τοποθετήθηκαν ξεπερνούν το 50% των αποδοχών τους. Παράδειγμα, αν ένας εκπαιδευτικός που διαμένει μόνιμα στον Πειραιά, διοριστεί σε σχολείο του Καπανδριτίου πρέπει να κάνει κάθε μέρα ένα μικρό ταξίδι για να φτάσει στο σχολείο.
- Το εφετινό κύμα παραίτησης προοικονομεί ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα κατά τις επόμενες σχολικές χρονιές. Οσοι αρνούνται το διορισμό ή παραιτούνται, βγαίνουν από τους πίνακες για δύο χρόνια κάτι που σημαίνει ότι οι διαθέσιμες επιλογές του χρόνου θα είναι λιγότερες.
Οι παραιτήσεις, επίσης, προκαλούν σπαζοκεφαλιά στους επικεφαλής των σχολικών μονάδων που καλούνται να εφαρμόσουν αλχημείες για να καλύψουν τα κενά. Η συνήθης λύση που προκρίνεται είναι η πλήρης κάλυψης των πρωινών τμημάτων (να έχουν δηλαδή δάσκαλο ή δασκάλα όλα τα τμήματα στη βασική λειτουργία) και η πλημμελής λειτουργία του ολοήμερου.
Σε πολλά σχολεία λειτουργεί μόνο ένα τμήμα ολοήμερου και όχι δύο κάτι που σημαίνει ότι μένουν ακάλυπτα τα πιο μεγάλα παιδιά. Σε άλλα δεν λειτουργεί το ολοήμερο από τις 3 μέχρι τις 4 καθώς δεν υπάρχουν εκπαιδευτικοί ειδικοτήτων και τα παιδιά πολλές φορές σχολούν νωρίτερα. Υπάρχουν, τελος, και οι περιπτώσεις στις οποίες το ολοήμερο παραμένει κλειστό τις περισσότερες ημέρες.
Οσα αναφέρθηκαν, δημιουργούν τρομερή ανασφάλεια στις οικογένειες. Υποτίθεται ότι η λειτουργία του ολοήμερου σχολείου θεσπίστηκε για να βοηθηθούν οι γονείς που εργάζονται το πρωί και δεν έχουν που να αφήσουν τα παιδιά τους μετά το πέρας του βασικού προγράμματος. Οταν αυτή η συνθήκη “σπάει”, τότε ο όποιος προγραμματισμός τινάζεται στον αέρα και το κενό καλύπτεται είτε με την πρόσληψη μπέιμπι σίτερ είτε με την επιστράτευση της γιαγιάς και του παππού (αν υπάρχουν).
Το χειρότερο όμως είναι σε πολλά ζευγάρια η ακόμα και σε μονογονεϊκες οικογένειες δημιουργούνται αρνητικές εντυπώσεις για το δημόσιο σχολείο και επιθυμία για συνέχιση της φοίτησης των παιδιών τους σε ιδιωτικό. Ιδού και μία σχετική μαρτυρία στο Libre από αγανακτισμένο, είναι η αλήθεια, πατέρα: “Το ολοήμερο στο σχολείο των παιδιών μου λειτουργεί μόνο δύο φορές την εβδομάδα. Σκέφτομαι πολύ σοβαρά να συνεχίσουν από του χρόνου σε ιδιωτικό σχολείο. Τουλάχιστον εκεί δεν θα αντιμετωπίζω αυτά τα προβλήματα, θα παίρνω τα παιδιά κάθε μέρα στις 5 και δεν θα πληρώνω έξτρα χρήματα για δραστηριότητες”.
- Λογικές σκέψεις. Αυτοί που έχουν τον τρόπο και τα εισοδήματα να στηρίξουν μία τέτοια επιλογή θα το κάνουν. Οι υπόλοιποι θα παραμείνουν σ’ ένα δημόσιο σχολείο του οποίου το κύρος συνεχώς θα υποβαθμίζεται. Και θα υποβαθμίζεται γιατί φαίνεται ότι απουσιάζει η πολιτική βούληση για μία πραγματικά γενναία επένδυση στην παιδεία η οποία, μεταξύ άλλων, θα προβλέπει και μεγάλες αυξήσεις στις αποδοχές των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών. Αλλος δρόμος αναβάθμισης του δημόσιου σχολείου, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν υφίσταται.
Για το τέλος μερικά νούμερα προς επίρρωση των όσων αναφέρουμε. Σύμφωνα με την έκθεση “Education at a Glance 2024” για τις χώρες του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα επενδύει στις δαπάνες για την παιδεία το 2,8% του ΑΕΠ της ενώ ο σχετικός ευρωπαϊκός μέσος όρος ξεπερνά το 5%. Αν υπολογίσουμε τις εν λόγω επενδύσεις ως προς τη συνολικές δημόσιες δαπάνες, πάλι η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις αφού το σχετικό ποσοστό είναι 7,2% ενώ συνολικά στην ΕΕ ανέρχεται στο 9,5%. Στην Ελλάδα, τέλος, οι πραγματικοί μισθοί των εκπαιδευτικών κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης την περίοδο 2015-2023 μειώθηκαν κατά 9%. Σε καμία χώρα δεν καταγράφηκε τόσο μεγάλη μείωση ενώ στις περισσότερες υπήρξε αύξηση.
Αρα, όλα είναι θέμα πολιτικών προτεραιοτήτων. Θέλουμε ή όχι να ενισχύσουμε το δημόσιο σχολείο; Αν ναι, από που μπορούμε να “κόψουμε” για να επενδύσουμε στην εκπαίδευση; Και σε τελική ανάλυση: Είναι μέσα στους στόχους μας η διατήρηση της δωρεάν παιδείας ή επιχειρούμε, δια της πλαγίας οδού, να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για ακύρωσή της στην πράξη;