Εκλογές ΗΠΑ: Πριν και μετά- Μιλούν στο libre Παπασωτηρίου, Βαμβακάς, Τζανιδάκης
Οι περισσότεροι αποφεύγουν να κάνουν κάποια πρόβλεψη για το αποτέλεσμα των Αμερικανικών εκλογών. Και πώς θα μπορούσαν άλλωστε με τις μετρήσεις να είναι στήθος με στήθος. Μιλούν ωστόσο για τις Πολιτείες που θα κρίνουν τη μάχη και αυτές αναμένεται να είναι η Πενσυλβάνια, το Μίσιγκαν, το Ουισκόνσιν, η Νεβάδα, η Αριζόνα, η Τζόρτζια και η Βόρεια Καρολίνα. Σε αυτές τις Πολιτείες οι δύο υποψήφιοι έχουν σχεδόν ισοπαλία στις δημοσκοπήσεις.
Την ίδια στιγμή σημειώνεται ότι το 2016 ο ερχομός του Tραμπ στην πολιτική σκηνή σηματοδοτούσε την αντίδραση και την αναζήτηση ενός μοντέλου οικονομικού εθνικισμού εσωτερικά και απομονωτισμού στην εξωτερική πολιτική. Η απρόσμενη εκλογή Tραμπ ήταν μια αντίδραση, η οποία αντιπροσωπεύει τη γενικότερη αποστροφή της κοινωνίας και από τις φιλελεύθερες πολιτικές, αλλά και από την παρεμβατική εξωτερική πολιτική. Οκτώ χρόνια μετά όμως όλοι γνωρίζουν τις διαθέσεις του υποψήφιου «πλανητάρχη» και κανένας δεν μπορεί να πει αν εκλεγεί ότι δεν γνώριζε ποιον ψήφισε.
Η ουσία είναι ότι όποιος πάντως ότι ολόκληρος ο πλανήτης αναμένει το αποτέλεσμα και ζυγίζει πολιτικές και προθέσεις των δύο μονομάχων για την επόμενη μέρα.
Για όσα θα κρίνουν τις Αμερικανικές εκλογές και όσα αναμένεται να ακολουθήσουν γράφουν στο libre οι καθηγητές Χαράλαμπος Παπασωτηρίου και Πέτρος Βαμβακάς καθώς και ο διεθνολόγος Δημήτρης Τζανιδάκης.
Οι αμερικανικές εκλογές προς το νήμα
Η δυναμική που απέκτησε η Κάμαλα Χάρις όταν αντικατέστησε τον πρόεδρο Μπάιντεν το καλοκαίρι του 2024 έχει πλέον ανακοπεί. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν μια μικρή μετακίνηση προς τον Τραμπ με τη διαφορά τους πάντως να παραμένει εντός του στατιστικού περιθωρίου λάθους. Επομένως οι εκλογές παραμένουν απρόβλεπτες.
Στο εκλεκτορικό κολλέγιο που εκλέγει τον πρόεδρο των ΗΠΑ υπερεκπροσωπούνται οι μικρές αγροτικές πολιτείες. Ο λόγος είναι ότι κάθε πολιτεία έχει τόσους εκλέκτορες, όσο το άθροισμα των βουλευτών και των γερουσιαστών της στο Κογκρέσο. Ο αριθμός των μελών κάθε πολιτείας στη Βουλή των Αντιπροσώπων είναι αναλογικός με τον πληθυσμό της. Επτά πολιτείες έχουν τόσο μικρό πληθυσμό, ώστε να έχουν μόνο από έναν βουλευτή. Έχουν όμως τρεις εκλέκτορες στο εκλεκτορικό κολέγιο, καθώς κάθε πολιτεία έχει δύο γερουσιαστές ανεξαρτήτως του πληθυσμού της.
Καθώς οι Ρεπουμπλικανοί κυριαρχούν στις αγροτικές περιοχές, ενδέχεται να νικήσει ο Τραμπ τις εκλογές στο εκλεκτορικό κολλέγιο, ακόμα και αν η Χάρις κερδίσει την πλειοψηφία των ψήφων του αμερικανικού λαού, όπως συνέβη με την εκλογή του Τραμπ το 2016 και του Μπους το 2000.
Επιπλέον, 48 από τις 50 πολιτείες έχουν επιλέξει να δίνουν το σύνολο των εκλεκτόρων τους σε όποιον έρθει πρώτος στην πολιτεία (οι εξαιρέσεις είναι οι μικρές Νεμπράσκα και Μέιν). Είτε πάρει ένας υποψήφιος σε κάποια από τις 48 πολιτείες 51% είτε 80%, θα πάρει το 100% των εκλεκτόρων. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι εκλογές θα κριθούν από 7 πολιτείες, Πενσυλβάνια, Μίσιγκαν, Ουισκόνσιν, Νεβάντα, Αριζόνα, Τζόρτζια και Βόρεια Καρολίνα, όπου οι δύο υποψήφιοι έχουν σχεδόν ισοπαλία στις δημοσκοπήσεις.
Μία συνέπεια είναι να περιστρέφεται ο προεκλογικός αγώνας κυρίως σε θέματα που αφορούν ή ενδιαφέρουν αυτές τις επτά πολιτείες, με προεξέχουσα την Πενσυλβάνια που μεταξύ τους έχει τον μεγαλύτερο πληθυσμό και άρα τους περισσότερους εκλέκτορες. Την Πενσυλβάνια απασχολεί να μην τεθούν όρια στην εξόρυξη σχιστολιθικού πετρελαίου και φυσικού αερίου για λόγους περιβαλλοντικής προστασίας. Επομένως οι θέσεις των δύο υποψηφίων στο ζήτημα αυτό διαμορφώνονται με βάση τις προτιμήσεις στην Πενσυλβάνια ανεξάρτητα από το αν μια πλειοψηφία του αμερικανικού λαού τις υποστηρίζει ή είχε αντίθετες απόψεις.
Επειδή τα ποσοστά των δύο υποψηφίων στις πολιτείες αυτές είναι οριακά, οι δύο πλευρές έχουν προσανατολισθεί στην κινητοποίηση των βάσεών τους. Ο αντίπαλος είναι ο καναπές, με την έννοια ότι πρέπει να πείσουν τους ψηφοφόρους να αφήσουν τον καναπέ και να πάνε να ψηφίσουν. Όποια πλευρά φανατίσει περισσότερο την βάση της ή οργανώσει αποτελεσματικότερο δίκτυο υπενθύμισης ψηφοφόρων πόρτα με πόρτα να ψηφίσουν ενδέχεται να έχει υψηλότερο ποσοστό προσέλευσης στις κάλπες και να κερδίσει στις επτά κρίσιμες πολιτείες.
Το φαινόμενο Τραμπ και η μετάλλαξη του αμερικανικού δικομματισμού
Όποιο κι εάν είναι το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών της 5ης Νοεμβρίου, δυο επιπτώσεις είναι κιόλας ορατές. Πρώτον ότι αυτή θα είναι η τελευταία αναμέτρηση του Ντόναλντ Τραμπ μετά από τρεις αναμετρήσεις, και δεύτερον ότι ο κομματικός χάρτης της Αμερικής έχει αλλάξει ριζικά. Αυτή η αλλαγή προκύπτει όχι μόνο από την μετατόπιση των δυο κυρίαρχων κομμάτων αλλά και από την ανακατάταξη των συμπαγών εκλογικών ομάδων που υποστήριζαν και τα δυο κόμματα. Πρόκειται για την μεγαλύτερη μετάλλαξη του Αμερικανικού πολιτικού χάρτη μετά από 40 χρόνια, δηλαδή από την κυβέρνηση Ρέιγκαν. Ο τότε πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν κατάφερε να δημιουργήσει συμμαχίες στα εργατικά στρώματα της κοινωνίας και να διεισδύσει σε παραδοσιακούς ψηφοφόρους των Δημοκρατικών, αλλάζοντας τον τότε πολιτικό χάρτη. Οι Δημοκρατικοί του Κλίντον μετακινήθηκαν υποχρεωτικά προς το κέντρο. Ως αποτέλεσμα, τις επόμενες δεκαετίες, καλλιεργήθηκαν και αξιοποιήθηκαν φιλελεύθερες πολιτικές που προωθούσαν την πολιτική της ταυτότητας εσωτερικά και εκτός των συνόρων μια παρεμβατική εξωτερική πολιτική στα πλαίσια του δόγματος Albright της «απαραίτητης χώρας» .
Το 2016 ο ερχομός του Tραμπ στην πολιτική σκηνή σηματοδοτούσε την αντίδραση και την αναζήτηση ενός μοντέλου οικονομικού εθνικισμού εσωτερικά και απομονωτισμού στην εξωτερική πολιτική. Η απρόσμενη εκλογή του απολιτίκ Tραμπ ήταν μια αντίδραση, η οποία αντιπροσωπεύει την γενικότερη αποστροφή της κοινωνίας και από τις φιλελεύθερες πολιτικές, αλλά και από την παρεμβατική εξωτερική πολιτική. Η κόπωση της κοινωνίας με το φιλελεύθερο παρεμβατικό μοντέλο ήταν ορατή και στην διάσπαση του δικομματισμού με την εμφάνιση του Tea Party και του Occupy Wall Street στα δυο στρατόπεδα αντίστοιχα. Η αδυναμία των Ρεπουμπλικάνων αλλά και των Δημοκρατικών να αντιληφθούν τις εσωτερικές ρωγμές στα επιτελεία τους, άφησε χώρο σε ακραίες εκφράσεις να έρθουν στο προσκήνιο και στα δυο κόμματα. Ο Ντόναλντ Τραμπ αλλά και ο Μπέρνι Σάντερς, δυο περιθωριακές υποψηφιότητες το 2016 άνοιξαν το πολιτικό σκηνικό διάπλατα. Οκτώ χρόνια μετά και δυο αναμετρήσεις αργότερα το πολιτικό κατεστημένο αδυνατεί να κατανοήσει ότι βρισκόμαστε εν μέσω μιας τεράστιας μετατόπισης. Οι Δημοκρατικοί πιστεύουν ότι η ήττα του Τράμπ θα επιστρέψει το πολιτικό σκηνικό σε μια κανονικότητα. Ενώ οι δε Ρεπουμπλικάνοι, περιμένουν την πάροδο του Tραμπ, έτσι ώστε το κόμμα να επανέλθει στις αξίες της διακυβέρνησης Ρέιγκαν.
Η πραγματικότητα είναι ότι η κοινωνία έχει μετατοπιστεί, και ότι η επιρροή του Ντόναλντ Τραμπ θα είναι εμφανής για δεκαετίες. Οι εσωκομματικές συμμαχίες δεν είναι πλέον κάθετες ανάλογα με τις διαιρεμένες φυλετικές, εθνοτικές και άλλες κοινωνικές ταυτότητες, αλλά οριζόντιες με οικονομικά κριτήρια. Ο πρόεδρος Τραμπ τα τελευταία δώδεκα χρόνια, έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα συμπαγές εκλογικό σώμα, πολύμορφο με χαρακτηριστικά οικονομικού εθνικισμού και απομονωτικής εξωτερικής πολιτικής. Τα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα της εκλογικής αναμέτρησης της 5ης Νοεμβρίου 2024 μπορεί να μην είναι γνωστά ακόμα, αλλά τα μακροχρόνια αποτελέσματα είναι κιόλας βέβαια. Ο οικονομικός εθνικισμός και η απομονωτική εξωτερική πολιτική είναι δεδομένη, διότι δεν είναι θέμα Tραμπ, αλλά του εκλογικού σώματος που καλλιέργησε.
Αμερικανικές Εκλογές: Το επίδικο και η επόμενη μέρα
Μπορεί άραγε ένα μόνο πρόσωπο να αλλάξει τη μοίρα ενός ολόκληρου λαού; Έχουμε στα αλήθεια δύο διαφορετικούς κόσμους που αναμετρώνται στις 5 Νοεμβρίου; Ποιος θα είναι ο ρόλος των ΗΠΑ στον παγκόσμιο πολυπολικό τοπίο που διαμορφώνεται αν στον Λευκό Οίκο επιστρέψει ο Ντόναλντ Τραμπ; Οι έμπειροι διπλωμάτες λένε πως για να πάρεις τις σωστές απαντήσεις, πρέπει πρώτα να θέσεις τις κατάλληλες ερωτήσεις. Και η αλήθεια είναι πως μέχρι την ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας και την τελική καταμέτρηση, οι αβεβαιότητες υπερισχύουν των βεβαιοτήτων. Το σίγουρο είναι ένα: Τίποτα δεν θα είναι το ίδιο στις 6 Νοεμβρίου, όποιος και αν επικρατήσει.
Προσπαθώντας να ιχνηλατήσει κανείς την επικείμενη εκλογική αναμέτρηση, αξίζει να σταθεί σε 3 σημεία: Στη μηχανική των εκλογών, στην τεχνική των κομμάτων (στρατηγική και οργάνωση) και στο κοινωνικό υποκείμενο, δηλαδή το εκλογικό σώμα. Το αμερικανικό εκλογικό σύστημα απέχει παρασάγγας από το ελληνικό και αν με κάποιο ομοιάζει έστω και στα σημεία, αυτό είναι το βρετανικό. Το εκλογικό σώμα ψηφίζοντας σε κάθε Πολιτεία, δεν επιλέγει βουλευτές αλλά διαμορφώνει το Κολλέγιο των Εκλεκτόρων. Αυτό σημαίνει πως σε κάθε Πολιτεία αντιστοιχεί ένας αριθμός εκλεκτόρων όπου το κόμμα που θα πλειοψηφήσει έστω και με μία ψήφο διαφορά, κερδίζει όλους τους εκλέκτορες που αντιστοιχούν στην Πολιτεία αυτή. Είναι, δηλαδή, ένα σύστημα “the winner takes it all” που εξηγεί εν πολλοίς γιατί όλα θα εξαρτηθούν στις περίφημες “Swing States”. Αυτές είναι Πολιτείες όπως η Πενσυλβάνια, το Γουισκόνσιν, το Μίσιγκαν ή η Αριζόνα όπου οι ψηφοφόροι δεν επιλέγουν παραδοσιακά Ρεπουμπλικάνους ή Δημοκρατικούς, αλλά ο νικητής αλλάζει σε κάθε εκλογική διαδικασία.
Η στρατηγική του κάθε υποψηφίου όχι μόνο είναι διαφορετική αλλά στοχεύει και σε διαφορετικά χαρακτηριστικά ψηφοφόρων. Ο Τραμπ για παράδειγμα εστιάζει σε νέους άνδρες όχι ιδιαίτερα πολιτικοποιημένους, την ώρα που η Κάμαλα Χάρις λόγω και του ζητήματος των αμβλώσεων, προσπαθεί να θέλξει γυναικεία κοινά κατά κύριο λόγο. Κοινό σημείο των δύο στρατοπέδων η προσέλκυση αναποφάσιστων ψηφοφόρων με το κέντρο βάρος να πέφτει στις αμφίρροπες Πολιτείες. Σε επίπεδο ρητορικής και πολιτικής εστίασης, ο πρώην Πρόεδρος δεν φαίνεται πως επιδιώκει ένα άνοιγμα σε διαφορετικά κοινά (χαρακτηριστική η πρόσφατη ομιλία του στη Νέα Υόρκη), σε αντίθεση με την Χάρις που χρησιμοποιεί έναν πιο συνθετικό λόγο, προσπαθώντας να σφυρηλατήσει ένα προφίλ ενωτικό. Ότι η ίδια θα αποτελέσει, δηλαδή, Πρόεδρο όχι μόνο των ψηφοφόρων της, αλλά όλων των Αμερικανών πολιτών.
Στο τέλος της ημέρας, όμως, την τελευταία λέξη την λέει πάντα ο κυρίαρχος λαός. Κι αν το επίδικο είναι ποια Αμερική θα επικρατήσει, η επόμενη μέρα φαντάζει θολή και πολυδαίδαλη όχι μόνο εντός ΗΠΑ αλλά κυρίως εκτός. Τα δύο πολεμικά μέτωπα που βρίσκονται σε οριακό σημείο, εξαρτώνται και επαφίονται στο αποτέλεσμα των εκλογών. Η Ευρώπη, επίσης, περιμένει τις εξελίξεις, προετοιμαζόμενη -για πρώτη φορά- για τον απογαλακτισμό της από τις ΗΠΑ, αναζητώντας, ενδεχομένως, μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας. Όσο κι αν ακούγεται κλισέ, όλα θα κριθούν στο νήμα, με την πόλωση να είναι δεδομένη στις ΗΠΑ, όποιος κι αν είναι ο νικητής.