Αμερικανικές εκλογές και Ελλάδα: Μιλούν στο libre Δούρου, Μάντζος, Ευαγγελίδης, Μπουρνούς
Το αποτέλεσμα των Αμερικανικών εκλογών θα επιδράσει καταλυτικά στην παγκόσμια οικονομική και πολιτική σκηνή. Σ’ αυτό πλαίσιο θα επηρεάσει και σε μεγάλο βαθμό και τις εξελίξεις στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια.
Το libre μίλησε με τέσσερις έμπειρους πολιτικούς επι των διεθνών θεμάτων για το αν και σε ποιοι βαθμό το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, θα αλλάξει τα παγκόσμια δεδομένα και φυσικά ποιος θα είναι ο αντίκυτπος για τη χώρα μας.
Η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, Ρένα Δούρου τονίζει στο άρθρο της ότι «οι εκλογές του Νοεμβρίου θα αλλάξουν τις ΗΠΑ, τους διεθνείς συσχετισμούς, θα προβληματίσουν την ΕΕ αλλά θα αφήσουν την Αθήνα στην ίδια θέση: εκείνη του δεδομένου».
Ο Δημήτρης Μάντζος από το ΠΑΣΟΚ Κίνημα Αλλαγής, θεωρεί ότι «στο τέλος της ημέρας, αυτές οι εκλογές είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα πολιτικό γεγονός. Αποκτούν χαρακτήρα αξιακό, σχεδόν πολιτειακό, όχι μόνο για την αμερικανική πολιτεία per se, αλλά για ολόκληρο τον δημοκρατικό κόσμο, και τη χώρα μας».
Από το ΚΚΕ, ο Άρης Ευαγγελίδης, Μέλος του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ του ΚΚΕ, τονίζει ότι «Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία για πάνω από 150 χρόνια (!), ο ένας κόβει και ο άλλος ράβει τη συνέχεια της αντιδραστικής πολιτικής. Θύμα τους είναι καταρχάς ο αμερικανικός λαός, ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας ή καταγωγής, του οποίου σήμερα δεκάδες εκατομμύρια βιώνουν εκτεταμένη φτώχεια, εκατομμύρια είναι άστεγοι, ενώ ακόμα περισσότεροι είναι παντελώς αποκλεισμένοι από τα πλήρως ιδιωτικοποιημένα συστήματα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και παιδείας».
Τέλος, ο Γιάννης Μπουρνούς, θεωρεί ότι η έκβαση των αμερικανικών εκλογών «θα είναι καθοριστική όχι μόνο για τις ΗΠΑ, αλλά και για τη διαμόρφωση του διεθνούς πολιτικού σκηνικού».
Δύο σημεία και μία παρατήρηση για τις αμερικανικές εκλογές
Μικρή συμβολή με δύο σημεία και μία παρατήρηση στη μεγάλη συζήτηση για τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, που επηρεάζουν τις διεθνείς ισορροπίες, την Ευρωπαϊκή Ένωση και φυσικά τη χώρα μας.
Σημείο πρώτο. Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση του Στήβεν Λι Μέγιερ, στους Νιού Γιόρκ Τάιμς, οι φετινές αμερικανικές εκλογές χαρακτηρίζονται από “άνευ προηγουμένου χείμαρρο μισών αληθειών, ψεμάτων και κατασκευών, εσωτερικής και εξωτερικής προέλευσης”. Γεγονός που, σύμφωνα με τον ίδιο, “διαβρώνει τα θεμέλια της αμερικανικής δημοκρατίας, υπονομεύει αυτό που κάποτε ήταν κοινός τόπος, ότι δηλαδή οι εκλογές της χώρας, ανεξαρτήτως νικητή, ήσαν ελεύθερες και δίκαιες”. Το 2007, ο δημοσιογράφος Μπιλ Άντερ δημιούργησε την ιστοσελίδα Politifact, για τον έλεγχο των ισχυρισμών των πολιτικών. Σήμερα διαπιστώνει ότι η προσπάθειά του είχε από ελάχιστο ως μηδενικό αποτέλεσμα. “Ποτέ δεν ήταν χειρότερα”, είπε σε συνέντευξή του, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του “Πέρα από το Μεγάλο Ψέμα”. Το πρόβλημα, εξήγησε, δεν είναι ο έλεγχος της αλήθειας των ισχυρισμών αλλά το γεγονός ότι ακόμη και αυτή καθαυτή η καταγγελία των ψεμάτων χαρακτηρίστηκε από κάποιους πολιτική άσκηση. Ο ίδιος θεωρεί ότι αυτή η πλάστιγγα του ψέματος γέρνει προς την πλευρά των Ρεπουμπλικάνων: “Έχουμε σύγκλιση ενός πολιτικού κι ενός κόμματος που πιστεύουν ότι μπορούν να κερδίσουν από το ψέμα”.
Σημείο δεύτερο. Ανεξαρτήτως νικητή στις 5 Νοεμβρίου, η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα βρεθεί ξανά επιτακτικά μπροστά στην ανάγκη να καταστεί αυτόνομος πόλος, αντιμετωπίζοντας το μεγάλο της έλλειμμα: αυτό της στρατηγικής αυτονομίας της έναντι της Ουάσιγκτον. Μια διαπίστωση που σχετίζεται με την ανυπαρξία σαφούς και ισχυρής Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας και εξηγεί τη μη ανάληψη από την ΕΕ σοβαρής ειρηνευτικής πρωτοβουλίας για την Ουκρανία ή για εκεχειρία, απελευθέρωση των ομήρων και παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στην εξελισσόμενη γενοκτονία στη Λωρίδα της Γάζας. Δεν είναι τυχαίο ότι πρωτοβουλίες για την αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους- της προϋπόθεσης για ειρήνη με δικαιοσύνη – προήλθαν από μεμονωμένες χώρες της ΕΕ. “Οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν απλά να ελπίζουν ότι θα αποδεχθούν ενδεχόμενες δραματικές αλλαγές της αμερικανικής πολιτικής στα επόμενα χρόνια αλλά θα πρέπει να κάνουν βήματα για να ενισχύουν και να προστατεύσουν τη δική τους θέση στον κόσμο”, σημείωνε σε έκθεσή του τον Μάιο του 2023 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για Διεθνείς Σχέσεις.
Παρατήρηση: Και η Ελλάδα; Ποια η στρατηγική της κυβέρνησης ενόψει των αμερικανικών εκλογών; Φευ. Η εξωτερική πολιτική της χώρας, όταν δεν αντιμετωπίζει τη σχέση με τις ΗΠΑ με όρους επικοινωνίας (όπως άλλωστε φάνηκε και από την επίσκεψη Μητσοτάκη στις ΗΠΑ τον Μάιο του 2022), βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια παρωχημένη, εσωστρεφή προσέγγιση. Αυτή του “προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης” και μάλιστα σε μια περίοδο ανάδυσης νέων δρώντων (BRICS, Παγκόσμιου Νότου), που διεκδικούν μια νέα διεθνή, πολιτική, οικονομική τάξη. Η Αθήνα, έχοντας εγκαταλείψει την ενεργητική, πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική των πολυμερών συμμαχιών και πρωτοβουλιών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, εφαρμόζει το δόγμα του “δεδομένου και προβλέψιμου” συμμάχου έναντι των ΗΠΑ. Αδυνατεί να πιέσει, να διεκδικήσει προς όφελος των εθνικών συμφερόντων την ώρα που η Τουρκία συνομιλεί από τη Μόσχα και την Ουάσιγκτον ως τις αραβικές χώρες και εμφανίζεται ως νέα περιφερειακή (και όχι μόνο) δύναμη, συνεχίζοντας να αμφισβητεί κυριαρχικά δικαιώματα της πατρίδας μας.
Εν κατακλείδι: Oι εκλογές του Νοεμβρίου θα αλλάξουν τις ΗΠΑ, τους διεθνείς συσχετισμούς, θα προβληματίσουν την ΕΕ αλλά θα αφήσουν την Αθήνα στην ίδια θέση: εκείνη του δεδομένου. παθητικού, εσωστρεφούς συμμάχου του χθες…
D-Day
Η κλιμάκωση της προεκλογικής αντιπαράθεσης στις ΗΠΑ, μέσα σε συνθήκες πρωτοφανούς πόλωσης, υποδηλώνει κάτι το οποίο φαινόταν εδώ και μήνες: οι φετινές προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ είναι κρίσιμες για τη Δημοκρατία -όχι μόνο την αμερικανική. Ο συγγραφέας Gore Vidal κάποτε έγραψε πως η χώρα του ήταν χωρισμένη σε συντηρητικούς και αντιδραστικούς. Κι όμως, οι εικόνες που έρχονται από τις ΗΠΑ, ιδίως τις τελευταίες εβδομάδες, ξεπερνούν κάθε διαθέσιμη εικονογραφία: Γκροτέσκ συμπεριφορές, ακραίοι συμβολισμοί, αναπαραγωγή μισαλλοδοξίας και μίσους. Η διαβρωτική λειτουργία των social media εντείνεται, με τη διασπορά ψευδών ειδήσεων και αστήρικτων ισχυρισμών. Ο τοξικός λόγος κυριαρχεί, η πολιτική πόλωση λαμβάνει στοιχεία εσωτερικής κοινωνικής σύγκρουσης.
Η εικόνα παραπέμπει σε όσα περιέγραψαν το 2018, οι S. Levitsky και D. Ziblatt, στο έργο τους «How Democracies Die». Η απόρριψη των κανόνων του δημοκρατικού παιχνιδιού (αρκεί να αναλογιστούμε την έφοδο στο Καπιτώλιο τον Ιανουάριο του 2021), η απονομιμοποίηση των πολιτικών αντιπάλων («οι Δημοκρατικοί είναι ο εχθρός εντός των τειχών»), η ανοχή ή ενθάρρυνση της βίας, ο περιορισμός των θεσμικών αντίβαρων (δικαιοσύνη και ΜΜΕ), όλα αυτά, υπονομεύουν και οδηγούν τις δημοκρατίες σε έναν αργό άλλα βέβαιο θάνατο.
Η μετεξέλιξη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος από πυλώνα του σταθερού δικομματικού συστήματος σε αποσταθεροποιητικό παράγοντα δεν υπήρξε ούτε αιφνίδια ούτε απρόβλεπτη. Επί χρόνια τώρα, απέναντι σε κάθε κοινωνική πρόοδο η αμερικανική συντήρηση των Tea Parties και του Fox News αντιδρούσε και επιδιδόταν σε «πολέμους κουλτούρας»: τα δικαιώματα των μαύρων και της LGBTQI+ κοινότητας είναι woke agenda, η κλιματική κρίση είναι συνωμοσία, η πανδημία ήταν fake, οι μετανάστες τρώνε τα κατοικίδια αθώων πολιτών. Μια ακραία και ανερμάτιστη ρητορική, σε ιδεολογική συστοιχία με ευρωπαϊκές τάσεις (Brexit, AfD, Lepen κ.α.).
Ο Donald Trump δεν είναι η αιτία της παθογένειας αλλά το τελικό σύμπτωμα. Η ρίζα βρίσκεται στη βίαιη ριζοσπαστικοποίηση μίας κοινωνίας με εγγενή συντηρητικά χαρακτηριστικά, ιδίως στις μεσοδυτικές και δυτικές πολιτείες. Η δυσπιστία στους θεσμούς, η παγκοσμιοποιημένη οικονομία, η αποβιομηχάνιση (Rust Belt κ.α.) και η ανεργία, οδηγούν στην αποευθυγράμμιση των κομμάτων από τον λαό. Ο λαϊκισμός και η δημαγωγία ευημερούν. Οι outsiders αισθάνονται ότι οι ιδέες της προόδου δεν τους αγγίζουν, πως οι αξίες είναι είδη πολυτέλειας όταν δεν έχουν καν τα μέσα για να ζήσουν. Τα άκρα γίνονται mainstream για να γοητεύσουν πολίτες που διψούν για ελπίδα και την αναζητούν ξανά σε προσωπικότητες, όπως ο Trump, που εμφανίζονται ως αντισυστημικές ενώ δεν έχουν λόγο ύπαρξης χωρίς το σύστημα που υποτίθεται ότι πολεμούν. Η Αμερική καλείται να γίνει «μεγάλη ξανά», ακόμη κι αν μείνει μόνη μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο.
Σε επίπεδο γεωπολιτικό, το αποτύπωμα αυτών των εκλογών είναι, πράγματι, δυσανάλογα μεγάλο. Ο Trump επιτείνει την ήδη επισφαλή κατάσταση στις σχέσεις των ΗΠΑ με παραδοσιακούς αντιπάλους, όπως η Κίνα και η Ρωσία, αλλά και συμμάχους, όπως η ΕΕ. Μια επιστροφή του Trump στον Λευκό Οίκο θα θέσει εν αμφιβόλω τη στάση των ΗΠΑ στον πόλεμο στην Ουκρανία, στην τραγωδία της Γάζας, στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση. Η εκλογή της Harris αν μη τι άλλο θα σηματοδοτούσε μια αίσθηση συνέχειας στο αμερικανικό δόγμα της ευρωατλαντικής συμμαχίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, και με δεδομένη την απουσίας συνεκτικής και προνοητικής εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, η ανάγκη για ενίσχυση της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας της ΕΕ, απέναντι σε κάθε είδους αναθεωρητική απειλή, είναι πλέον πιο επιτακτική παρά ποτέ.
Στο τέλος της ημέρας, αυτές οι εκλογές είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα πολιτικό γεγονός. Αποκτούν χαρακτήρα αξιακό, σχεδόν πολιτειακό, όχι μόνο για την αμερικανική πολιτεία per se, αλλά για ολόκληρο τον δημοκρατικό κόσμο, και τη χώρα μας. Για πιο ανοικτούς, συμμετοχικούς πολιτικούς θεσμούς, ισχυρό κράτος δικαίου και θεσμικά αντίβαρα στην κρατική εξουσία, για προστασία των ανθρώπινων ελευθεριών και δικαιωμάτων. Είναι άλλο ένα ορόσημο στον αγώνα υπεράσπισης της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά και αφετηρία για ακόμη πιο συμπεριληπτικές και δίκαιες δημόσιες πολιτικές που θα απευθύνονται στους πολλούς, τους αδύναμους, μεταφέροντας ένα ισχυρό μήνυμα: πως η δημοκρατία μας αφορά όλους, πως μόνο η δημοκρατία μπορεί να κάνει καλύτερη τη ζωή μας. Γι’ αυτό και αξίζει να την προασπίσουμε, για να μπορούμε να την ενισχύσουμε, χωρίς να τη γκρεμίσουμε.
Αμερικανικές εκλογές: Οξυμένη διαπάλη για τα συμφέροντα των μονοπωλίων των ΗΠΑ
Λίγες μέρες απομένουν μέχρι τις 5 Νοέμβρη, ημέρα διεξαγωγής των Προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, με τα δύο αστικά κόμματα, των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων, να κλιμακώνουν την προεκλογική αντιπαράθεση, ενώ οι προβλέψεις δείχνουν ότι το αποτέλεσμα θα κριθεί στο νήμα.
Η αντιπαράθεση αυτή, πάντα στο πλαίσιο των συμφερόντων του αμερικανικού κεφαλαίου και των διάφορων τμημάτων του, έχει στο επίκεντρο μια σειρά ζητήματα όπως η διαχείριση των πολεμικών συγκρούσεων σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή για λογαριασμό του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, η στρατηγική έναντι της Κίνας, η εμπορική / βιομηχανική πολιτική των ΗΠΑ, το μεταναστευτικό κ.ά. Βεβαίως, παίρνει χαρακτηριστικά αποπροσανατολιστικού καβγά, μπαίνουν στην προμετωπίδα ζητήματα όπως οι απόπειρες δολοφονίας του Τραμπ, σεξουαλικά σκάνδαλα, στρατεύονται celebrities, ενώ επεκτείνεται και σε αυτό που στις ΗΠΑ ονομάζεται “culture wars” (πολιτισμικοί πόλεμοι) δηλαδή, σχηματικά, την διαπάλη ανάμεσα στο “woke” ρεύμα και τον συντηρητισμό.
Η ενδοαστική διαπάλη αποτυπώνεται ανάγλυφα και στους δωρητές των δύο υποψηφίων, δηλαδή το καθ’ όλα νόμιμο λόμπινγκ και την προσπάθεια καθορισμού του αποτελέσματος από τα μονοπώλια. Ενδεικτικά: Η Κάμαλα Χάρις συγκεντρώνει δωρεές από Microsoft, Netflix, Meta, μεγαλοκαπιταλιστές όπως ο Τζορτζ Σόρος και Μάικ Μπλούνμπεργκ κ.ά, ενώ από την άλλη τον Τραμπ στηρίζουν ο Έλον Μασκ, ο Ρούπερτ Μέρντοχ, ο Τιμ Μέλλον (δισεκατομμυριούχος τραπεζίτης) η Palantir Technologies, η Johnson & Johnson κ.ά. Συνολικά είναι εκατοντάδες οι καπιταλιστές και τα μονοπώλια που δωρίζουν εκατομμύρια δολάρια στις προεκλογικές εκστρατείες του ενός ή του άλλου υποψηφίου ή ακόμα και των δύο… όπως κάνουν τα γεράκια της Lockheed Martin, που εξασφαλίζουν τα συμβόλαια δισεκατομμυρίων για τους πολεμικούς εξοπλισμούς, όποιος και να βγει πρόεδρος.
Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία για πάνω από 150 χρόνια (!), ο ένας κόβει και ο άλλος ράβει τη συνέχεια της αντιδραστικής πολιτικής. Θύμα τους είναι καταρχάς ο αμερικανικός λαός, ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας ή καταγωγής, του οποίου σήμερα δεκάδες εκατομμύρια βιώνουν εκτεταμένη φτώχεια, εκατομμύρια είναι άστεγοι, ενώ ακόμα περισσότεροι είναι παντελώς αποκλεισμένοι από τα πλήρως ιδιωτικοποιημένα συστήματα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και παιδείας. Ταυτόχρονα, εκατομμύρια αφροαμερικανοί και λατινοαμερικάνικης καταγωγής εργαζόμενοι συνεχίζουν σήμερα να υφίστανται τον ρατσισμό, την αστυνομική βία και τις διακρίσεις. Θύμα, όμως, της ιμπεριαλιστικής πολιτικής και των δύο, είναι και δεκάδες λαοί ανά τον κόσμο που έχουν υποστεί τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, τις σφαγές, τα πραξικοπήματα, τους αποκλεισμούς και τις κυρώσεις που επιτάσσουν τα συμφέροντα των αμερικανικών μονοπωλίων.
Η διαπάλη και η πόλωση, που δεν αποκλείεται να πάρουν και πιο οξυμένες μορφές, εκφράζουν τα διαφορετικά συμφέροντα των τμημάτων του μεγάλου κεφαλαίου στις ΗΠΑ, διαφορετικές προτεραιότητες και διαφορετικές θέσεις για το πιο μίγμα πολιτικής πρέπει να ακολουθήσει το αμερικανικό κράτος για να ανταπεξέλθει στις αλλαγές στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων, στον ανταγωνισμό με την Κίνα για την πρωτοκαθεδρία στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Αυτό αποτυπώνεται π.χ στην αντιπαράθεση Τραμπ – Κ. Χάρις για την δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ, για το ύψος των δασμών ενάντια στην Κίνα, για το ποιους κλάδους θα αφορά, για το αν χρειάζονται προστατευτικά μέτρα και ενάντια στα κράτη της ΕΕ κ.ο.κ, αμφότεροι με κριτήριο την κερδοφορία των αμερικανικών μονοπωλίων.
Αντίστοιχα, ο Τραμπ δεν έγινε “περιστέρι της ειρήνης” όταν δηλώνει πως θα τελειώσει τον πόλεμο στην Ουκρανία μέσα σε λίγες μέρες, ή ότι θα επαναξιολογήσει το ρόλο του ΝΑΤΟ. Εκπροσωπεί τμήματα του κεφαλαίου και του βαθιού κατεστημένου των ΗΠΑ που υποστηρίζουν πως πρέπει να επικεντρωθούν στην αντιμετώπιση του στρατηγικού αντιπάλου που είναι η Κίνα (το λεγόμενο “pivot to the east” που ξεκίνησε επί Ομπάμα) και να διαρρήξουν το μέτωπο που διαμορφώνουν Ρωσία και Κίνα. Από την άλλη, η Κ. Χάρις δηλώνει πως θα συνεχίσει την πολιτική στήριξη του καθεστώτος Ζελένσκι στην Ουκρανία, σημειώνει πως δεν είναι αποδεκτό οποιοδήποτε σενάριο παραχώρησης εδαφών της Ουκρανίας στη Ρωσία και οποιαδήποτε δέσμευση μη ένταξης στο ΝΑΤΟ. Επιτίθεται στον Τραμπ με το επιχείρημα πως το σχέδιο του για την Ουκρανία ταυτίζεται με αυτό του Πούτιν. Την ίδια στιγμή, οι διαφορές των δύο υποψηφίων δεν τους εμποδίζουν να στηρίζουν τα εγκλήματα του κράτους δολοφόνου του Ισραήλ ενάντια στους λαούς της Παλαιστίνης και του Λιβάνου, να αναπαράγουν τα άθλια προσχήματα περί “δικαιώματος στην αυτοάμυνα” και να δεσμεύονται να συνεχίσουν την οικονομική,πολιτική και στρατιωτική στήριξη του Ισραήλ.
Το δυστύχημα για τον αμερικανικό λαό είναι πως το επαναστατικό εργατικό κίνημα βρίσκεται σε διάλυση, αποτέλεσμα του μακροχρόνιου ιδεολογικοπολιτικού εκφυλισμού. Βεβαίως, ακόμα και σήμερα αναπτύσσονται ελπιδοφόροι εργατικοί αγώνες που, υπό προϋποθέσεις, μπορούν να αποτελέσουν σπέρματα ταξικής πολιτικής χειραφέτησης ευρύτερων τμημάτων της εργατικής τάξης και του λαού των ΗΠΑ. Το ΚΚΕ θα συνεχίσει να εκφράζει την αλληλεγγύη του στον αμερικανικό λαό και τους αγώνες του.
Αναμέτρηση ασυμφιλίωτων αφηγημάτων
Οι αμερικανικές εκλογές πλησιάζουν και το πολιτικό τοπίο αναταράσσεται από τη δυνατότητα νίκης του Ντόναλντ Τραμπ, παρότι η υποψηφιότητα της Καμάλα Χάρις προσέδωσε δυναμική στο Δημοκρατικό Κόμμα.
Η Χάρις προτάσσει την επούλωση των πληγών του διχασμού. Ως πρώτη γυναίκα και Αφροαμερικανίδα Αντιπρόεδρος εκπροσωπεί τη συμπερίληψη και την πρόοδο, ενώ υπόσχεται ότι η νίκη της θα σηματοδοτήσει στροφή προς μια πιο περιεκτική πολιτική, που εστιάζει στις ανάγκες των πολιτών και των παραμελημένων κοινοτήτων. Η ίδια έχει δεσμευτεί σε θέματα όπως η κλιματική αλλαγή, η κοινωνική δικαιοσύνη και η υγειονομική περίθαλψη για όλους.
Ο Τραμπ ακολουθεί την πεπατημένη. Η ρητορική και η πολιτική του ρατσισμού και της ξενοφοβίας έχει προκαλέσει ασυμφιλίωτη διαιρετική τομή στην αμερικανική κοινωνία, ενώ τα πεπραγμένα του (2016-2020) χαρακτηρίστηκαν από πολιτικές που εντείνουν τις ανισότητες, την ανασφάλεια, την περιβαλλοντική καταστροφή και την αυταρχική αποσύνθεση των θεσμών.
Ο Μπάιντεν, αντίθετα, ακολούθησε προοδευτική πολιτική στο εσωτερικό, βελτιώνοντας τη θέση των εργαζομένων και ενισχύοντας τους οικονομικά ασθενέστερους και τις ευάλωτες ομάδες. Οι Δημοκρατικοί όμως αποτυγχάνουν να ξανακερδίσουν την υπεροπλία στα εργατικά στρώματα. Το επικοινωνιακό τους αφήγημα εστιάζει στην ανάγκη προστασίας των θεσμών και της δημοκρατίας από την υπαρκτή απειλή του Τραμπ, παραμελώντας όμως να τονίσει όσο θα έπρεπε τις κοινωνικές πολιτικές του Μπάιντεν.
Η Χάρις αντιμετωπίζει άλλο ένα μεγάλο πρόβλημα: Ο Μπάιντεν απέτυχε να βάλει φρένο στις επιδιώξεις του Νετανιάχου να επαναχαράξει τον χάρτη της Μέσης Ανατολής παραβιάζοντας κατάφωρα το Διεθνές Δίκαιο. Ακόμη κι αν οι ΗΠΑ εξέθεσαν το σχεδιασμό του Ισραήλ για επίθεση στο Ιράν, επιχειρώντας να τον ακυρώσουν έστω και προσωρινά, απέτυχαν να αναγκάσουν το Ισραήλ να δείξει «εγκράτεια» έστω μέχρι τη διεξαγωγή των αμερικανικών εκλογών.
Αυτό όμως δεν αναιρεί μια άλλη πραγματικότητα: Μερίδα δημοσιολογούντων στην Ελλάδα ισχυρίζεται ότι η πιθανή εκλογή Τραμπ θα ωφελήσει τις γεωπολιτικές μας επιδιώξεις. Η αλήθεια απέχει παρασάγγας. Η εξωτερική πολιτική του Τραμπ αποδείχθηκε τυχοδιωκτική, ενώ στην παρούσα δραματική συγκυρία στη Μέση Ανατολή, ο Τραμπ υπόσχεται να δώσει ελευθέρας στο Νετανιάχου για την επίτευξη όλων των στόχων της ακροδεξιάς ισραηλινής κυβέρνησης. Η θέση αυτή του Τραμπ, πέραν του προφανούς, ότι δηλαδή θα επιτρέψει τη μεγέθυνση της αποσταθεροποίησης στη Μέση Ανατολή, εγκυμονεί και τον εξής κίνδυνο: Τυχόν αποδοχή από τον Τραμπ τετελεσμένων κατοχής και προσάρτησης εδαφών στο Λίβανο ή την Ουκρανία, κινδυνεύει να μετατρέψει την Ευρώπη (ή τουλάχιστον τις περιοχές που επηρεάζονται από ανοικτές διενέξεις ή αναθεωρητικές επιδιώξεις) σε «Μέση Ανατολή». Οι εν Ελλάδι υποστηρικτές του Τραμπ λοιπόν ας το ξανασκεφτούν, εκτός αν ασπάζονται κι αυτοί τη ρήση Καραμανλή ότι «η Κύπρος κείται μακράν», ήτοι, με σημερινούς όρους, ότι το Κυπριακό είναι ήδη καταδικασμένο να «διευθετηθεί» με επισημοποίηση της διχοτόμησης.
Η έκβαση των αμερικανικών εκλογών, τέλος, θα είναι καθοριστική όχι μόνο για τις ΗΠΑ, αλλά και για τη διαμόρφωση του διεθνούς πολιτικού σκηνικού. Τυχόν νίκη του Τραμπ θα σηματοδοτήσει την αρχή μιας νέας φάσης ενίσχυσης της διεθνούς Ακροδεξιάς με άμεσες επιδράσεις και στην Ευρώπη, όπου η Ακροδεξιά ήδη κυβερνά, συγκυβερνά ή στηρίζει με ψήφο ανοχής επτά κυβερνήσεις κρατών-μελών, ενώ στις πρόσφατες Ευρωεκλογές οι διάφορες ακροδεξιές ομάδες ενισχύθηκαν δραματικά.