Η συνάντηση Γεραπετρίτη-Φιντάν, οι προσδοκίες, το πιθανό blame game και οι “πατριώτες της φακής”

 Η συνάντηση Γεραπετρίτη-Φιντάν, οι προσδοκίες, το πιθανό blame game και οι “πατριώτες της φακής”

Στις 8 Νοεμβρίου ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν και ο Έλληνας ομόλογός του Γιώργος Γεραπετρίτης θα βρεθούν στο τραπέζι μιας πολλά (;) υποσχόμενης, αλλά, αναμφίβολα, “αχαρτογράφητης” διαπραγμάτευσης που επιδιώκει να προσδιορίσει με λεπτομέρειες την ατζέντα της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, η οποία θα φτάσει στα χέρια των Κυριάκου Μητσοτάκη και Ταγίπ Ερντογάν όταν θα συναντηθούν τον Ιανουάριο στην Άγκυρα.

Η πρώτη παρατήρηση που κάνουν καλά ενημερωμένες διπλωματικές πηγές είναι πως η διπλωματική προσπάθεια έχει από τη φύση της κάτι καινοφανές: οι δύο υπουργοί Εξωτερικών θα βρεθούν ο ένας απέναντι στον άλλο δίχως την ουσιαστική διαμεσολάβηση ομάδων διπλωματών και τεχνοκρατών, καθώς η αργόσυρτη μεν, περισσότερο ασφαλής δε, μέθοδος των διερευνητικών επαφών έχει πλέον ενσωματωθεί σε αυτό που αποκαλείται “πολιτικός διάλογος”. Οι κ.κ Γεραπετρίτης και Φιντάν διαθέτουν “πληρεξούσια” των ηγετών των δύο κρατών και επί της ουσίας ότι συζητηθεί γίνεται υπό την εντολή τους.

Ορισμένοι θεωρούν πως η συγκεκριμένη διαδικασία, από τη μία σηματοδοτεί την πολιτική της κινητικότητας απέναντι στο παλαιό δόγμα της ακινησίας και μπορεί να επιταχύνει την εμβάθυνση, από την άλλη, όμως, αρκετοί επισημαίνουν τους κινδύνους να μπουν στο τραπέζι και να εμφανιστούν ως διαφιλονικούμενα εκείνα τα θέματα που εμπίπτουν στις “κόκκινες” γραμμές. Και τονίζουν πως αυτοί οι κίνδυνοι είναι σοβαρότεροι για την ελληνική πλευρά. Ήδη, άλλωστε, από τη συνάντηση των κ.κ Μητσοτάκη και Ερντογάν στη Νέα Υόρκη (Γ.Σ ΟΗΕ) προέκυψε μία πρώτη σημαντική απόκλιση: ο Έλληνας πρωθυπουργός μίλησε ορθώς για το ένα και μοναδικό ζήτημα που δέχεται να συζητήσει η χώρας μας, ήτοι την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και την χάραξη ΑΟΖ, ενώ ο Τούρκος πρόεδρος, συνομιλώντας με δημοσιογράφους, είπε πως θα συζητηθούν τα “ζητήματα” στο Αιγαίο.

Ο πληθυντικός είναι ενδεικτικός των τουρκικών προθέσεων και συνάδει με την πάγια τουρκική προσέγγιση, την οποία, άλλωστε, έσπευσε να εξειδικεύσει ο Χακάν Φιντάν σε δηλώσεις του προχθές (18/10). Εάν η Τουρκία επιμείνει σε αυτή την αναθεωρητική ατζέντα εκ των πραγμάτων περιορίζεται έως εκμηδενίζεται ο χώρος συνεννόησης.

Υψηλές προσδοκίες

Το γεγονός, ωστόσο, ότι έχουν καλλιεργηθεί αρκετά υψηλές προσδοκίες εγκυμονεί κινδύνους, ιδιαίτερα όταν τόσο στις ΗΠΑ, όσο και σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες επικρατεί η άποψη πως Ελλάδα και Τουρκία πρέπει “να τα βρουν”, καθώς κυρίως η Ουάσιγκτον δεν θέλει την συνέχιση της έντασης στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ μεσούσης της διεθνούς κρίσης ασφαλείας που εκκινεί από την κλιμάκωση δύο πολέμων (Ουκρανία και Μέση Ανατολή) στην ευρύτερη περιοχή. Για την Ελλάδα, άλλωστε, οι ΗΠΑ εκτιμούν πως υπάρχει αναβαθμισμένος επιχειρησιακός ρόλος, όπως η επιτήρηση του εναέριου χώρου ακόμα και στις βαλτικές χώρες, ενώ εκφράζεται αρμοδίως η επιθυμία για μεγαλύτερη εμπλοκή, όπως φάνηκε και από τις πιέσεις για περαιτέρω ενίσχυση του Κιέβου με εξοπλισμούς, αλλά και η αναβάθμιση του ρόλου του Κέντρου Αεροπορικής Εκπαίδευσης στην Καλαμάτα για Ισραηλινούς και Ουκρανούς πιλότους μαχητικών.

Επί ποδός και για… blame game

Ωστόσο, οι υψηλές προσδοκίες δεν συνάδουν με την τουρκική άποψη για “ζητήματα” στο Αιγαίο, ούτε φυσικά με την αδιαλλαξία της Άγκυρας στο Κυπριακό, για το οποίο η επιτυχής διαπραγμάτευση στο Κραν Μοντανά, το 2017, και το “κεκτημένο” που δημιούργησε, μοιάζουν με όνειρα θερινής νυκτός. Διερωτώνται, λοιπόν, διπλωματικές και στρατιωτικές πηγές: τι θα συμβεί εάν τον Ιανουάριο διαπιστωθεί αδιέξοδο, εάν, δηλαδή, η Τουρκία δεν αποστεί από τις ακραίες θέσεις της;

Ο κίνδυνος συμπυκνώνεται στην φράση κορυφαίου διπλωμάτη ότι “σε περίπτωση αδιεξόδου, ίσως η Τουρκία επιστρέψει στις προκλήσεις του 2020 με το Oruc Reis, ή ακόμα και χειρότερα”.

Το εσωτερικό μέτωπο

Από την άλλη, ακόμα και εάν όλα εξελιχθούν θετικά, ακόμα κι αν η διαπραγμάτευση Γεραπετρίτη- Φιντάν φτάσει στο σημείο εκκίνησης για έναν “έντιμο συμβιβασμό” -καμία διαπραγμάτευση, άλλωστε, δεν καταλήγει στην πλήρη αποδοχή των σημείων που βάζει στο τραπέζι η μία μόνο πλευρά-, η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει ένα σκληρό εσωτερικό μέτωπο. Κι αυτό δεν αφορά τα κόμματα στα αριστερά της (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ κ.ά), όσο στο δεξιό εσωκομματικό μπλοκ υπό τον Αντώνη Σαμαρά, στους “καραμανλικούς”, και, φυσικά, στα κόμματα δεξιά της Ν.Δ που ήδη οξύνουν την κριτική τους και προσδοκούν σε εισροές ψηφοφόρων από το γνωστό (και από τη Συμφωνία των Πρεσπών που υιοθέτησε η Ν.Δ) παιχνίδι περί “μειοδοσίας”. Δεν είναι τυχαίες, άλλωστε, οι σχετικές επισημάνσεις του πρωθυπουργού για “πατριώτες της φακής”, όσο και του κυβερνητικού εκπροσώπου.

Τούτων δοθέντων δεν είναι λίγοι εκείνοι, ακόμα και στο κυβερνητικό στρατόπεδο, που λένε πως ναι μεν η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να δείχνει τις καλές προθέσεις της για ουσιαστικό πολιτικό διάλογο και να προστατεύει την πολιτική για “ήρεμα νερά”, όμως πρέπει να προετοιμάζεται και για ένα πιθανό blame game (με την Τουρκία). Να οριοθετήσει, δηλαδή, τις ανοχές και τι αντοχές της, και να καταδεικνύει την αδιαλλαξία της Άγκυρας όπου αυτή εκδηλώνεται. Η διαρροή, για παράδειγμα, αναφοράς ανώτατης κυβερνητικής πηγής, την περασμένη Κυριακή στην “Καθημερινή”, υπό τον τίτλο “Έξι μίλια; Ούτε κατά διάνοια”, ήρθε να περιγράψει ότι η ελληνική πλευρά δεν θα ανεχτεί πιθανή τουρκική απαίτηση για χωρικά ύδατα (μόνο) έξι μιλίων σε όλο το εύρος των θαλασσίων ζωνών. Ωστόσο, η δήλωση της κυβερνητικής πηγής έχει διπλή ανάγνωση: το “ούτε κατά διάνοια, έξι μίλια παντού”, οδηγεί και στο συμπέρασμα πως σε ορισμένες θαλάσσιες ζώνες το δικαίωμα επέκτασης στα 12 μίλια δεν μπορεί να ασκηθεί και τα χωρικά ύδατα πρέπει να περιορισθούν στα έξι μίλια.

Σε έναν συμβιβασμό κάτι τέτοιο ίσως ακούγεται λογικό, όμως είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει αποδεκτό στο εσωτερικό της Ν.Δ και στα κόμματα στα δεξιά της, ιδιαίτερα όταν αυτή η πλευρά έχει “σφυρηλατηθεί” (και με ευθύνη του κυβερνώντος κόμματος) στο εμπόριο πατριωτισμού σχετικά με το Μακεδονικό. Τα ελληνοτουρκικά, άλλωστε, είναι πολύ σοβαρότερο θέμα από το τελευταίο και ο όποιος συμβιβασμός Ελλάδας-Τουρκίας -εάν φτάσουμε ποτέ σε αυτό το σημείο- είναι πιθανό να γεννήσει πολιτικά “τέρατα”.

Τα παραπάνω πρέπει να συνδυαστούν και με πιθανές εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις. Αφενός η πίεση του λεγόμενου υπερπατριωτικού μπλοκ της Ν.Δ θα ενταθεί, αφετέρου ο πρωθυπουργός θα αντιμετωπίσει ακόμα και την επιλογή υποψηφιότητας για την Προεδρία της Δημοκρατίας υπό αυτό το βλέμμα. Ο νέος “ένοικος” στο προεδρικό μέγαρο δεν μπορεί να είναι ένα πολιτικό πρόσωπο που ακόμα και στο στενό πλαίσιο αρμοδιοτήτων που επιτρέπει το Σύνταγμα θα δρά ανταγωνιστικά. Επίσης είναι αμφίβολο εάν μία κυβέρνηση με μειούμενη δημοσκοπική απήχηση -μετά και το μήνυμα των ευρωεκλογών- που διανύει ήδη τον δεύτερο χρόνο της δεύτερης θητείας της θα βρει τις πολιτικές αντοχές να ανοίξει διάπλατα το “αιώνιο” εθνικό θέμα και να φέρει τα πράγματα σε μία πορεία συνεννόησης που πιθανότατα θα περιλαμβάνει και υποχωρήσεις.

Ακόμα κι αν -είναι αρκετά πιθανό- ο πρωθυπουργός βρει ευήκοα ώτα, ή έστω αντιπολίτευση χωρίς κραυγές, στα αριστερά της Ν.Δ (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ), η πίεση που θα του ασκηθεί από την δεξιά πτέρυγα της Ν.Δ και κόμματα όπως η Ελληνική Λύση, η Φωνή Λογικής κ.ά θα είναι πολύ έντονη. Από αυτή την πλευρά οι κραυγές θα είναι… ουρανομήκεις.

Το πλαίσιο που θέτει ο Τούρκος ΥΠΕΞ

Με την Ελλάδα έχουμε ένα σύνολο προβλημάτων» δήλωσε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, ο οποίος έρχεται στην Αθήνα για επαφές με τον ομόλογό του Γιώργο Γεραπετρίτη στις 8 Νοεμβρίου.

«Υπάρχουν οι θαλάσσιες περιοχές, ο εναέριος χώρος, η υφαλοκρηπίδα, τα θέματα που σχετίζονται με το Αιγαίο» είπε.

«Άρα υπάρχει το καθήκον που έχει δοθεί στους Υπουργούς Εξωτερικών για αυτό το θέμα. Άρα με τον Έλληνα ομόλογο μου, αναζητούμε πραγματικά πώς μπορούμε να λύσουμε αυτό το πρόβλημα με ειρηνικό τρόπο, τηρώντας τα δικαιώματα και τα συμφέροντα της χώρας μας. Ιδού η κατάσταση: Και οι δύο πλευρές δείχνουν μέγιστη ευαισθησία όσον αφορά τη μείωση της έντασης.

Υπάρχουν κατά καιρούς κάποια επεισόδια, υπάρχουν προκλήσεις, τα βλέπουμε και ως Τουρκία. Βλέπουμε όμως ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη ακολουθεί μια στάση να μην ανεβάσει την ένταση και να συνεχίσει τις συνομιλίες με θετικό τρόπο.

Πώς μπορούμε να εξελίξουμε αυτή τη διαδικασία σε πρακτικές λύσεις; Υπάρχει ένα σύνολο προβλημάτων μεταξύ μας: οι θαλάσσιες περιοχές, ο εναέριος χώρος, η υφαλοκρηπίδα, το πρόβλημα των μειονοτήτων, το πρόβλημα της τουρκικής μειονότητας, η μουσουλμανική μειονότητα, το πρόβλημα της θρησκείας εκεί, ο διορισμός του μουφτή, το πρόβλημα της εκπαίδευσης, οι στάσεις που πήραν και οι δύο χώρες στην Κύπρο, τα θέματα που σχετίζονται με τη Μεσόγειο, τα θέματα που σχετίζονται με το Αιγαίο. Υπάρχει μια άποψη για το πώς μπορούμε να τα λύσουμε όλα αυτά προς όφελος και των δύο χωρών με τρόπο που να μπορούν να αποδεχθούν και οι δύο χώρες».

Φιντάν: Πρόθεσή μας είναι να υπάρχουν θετικά αποτελέσματα για όλα τα γενικότερα προβλήματα στο Αιγαίο
«Στο Αιγαίο η ηρεμία είναι πολύτιμη. Όμως ο στρατός μας είναι έτοιμος να αποκρούσει κάθε πρόκληση»

«Προτεραιότητά μας να προωθήσουμε τα συμφέροντά μας διπλωματικά»

Χακάν Φιντάν: «Την ίδια προσέγγιση βλέπουμε προς το παρόν από ελληνικής πλευράς, τόσο στον πρωθυπουργό όσο και στον ομόλογο μου υπουργό Εξωτερικών. Ελπίζω, Θεού θέλοντος, οι προσπάθειές μας να έχουν συγκεκριμένα αποτελέσματα, αυτή είναι η πρόθεσή μας. Με τη βοήθεια του Θεού να δημιουργήσει θετικά αποτελέσματα για την ‘τουρκική’ μειονότητα στη Δυτική Θράκη, για όλα τα γενικότερα προβλήματα στο Αιγαίο και για τα ζητήματα στη Μεσόγειο.

» Έχουμε συμφέροντα τόσο στη Μεσόγειο όσο και στο Αιγαίο, στη Μαύρη Θάλασσα, στην Αφρική, στην Κεντρική Ασία, στην Ασία-Ειρηνικό, όλα αυτά προσπαθούμε να τα διαχειριστούμε ταυτόχρονα. Και επίσης, όταν κοιτάς την ιστορία της ίδιας της Ελλάδας, φυσικά, η ρήξη της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και η στάση της να αυτοπροσδιορίζεται βάσει του άλλου, δηλαδή με εμάς, είναι αναπόφευκτα ο κύριος παράγοντας στην πολιτική εκεί.

Υπάρχει ήδη ένας μεγάλος πόλεμος σε εξέλιξη στη Μαύρη Θάλασσα. Αυτή η ηρεμία στο Αιγαίο είναι τόσο πολύτιμη που χρειάζεται να ενεργήσουμε υπεύθυνα και συνειδητά εδώ. Όλοι όμως γνωρίζουν ότι ο στρατός μας είναι έτοιμος να αποκρούσει κάθε πρόκληση. Έχει λάβει οδηγίες ως προς αυτό, αλλά η προτεραιότητά μας είναι πραγματικά να προωθήσουμε τα συμφέροντά μας διπλωματικά».

Οι “πατριώτες της φακής” και ο Σαμαράς

Ενδεικτικές του εσωτερικού κλίματος ήταν και οι δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου. Σε ερώτηση σχετικά με την «επίθεση του κ. Μητσοτάκη χθες το βράδυ στους ”πατριώτες της φακής”», ο Παύλος Μαρινάκης επισήμανε πως ο πρωθυπουργός δεν κρύφτηκε «πίσω από κάποια ανώνυμη καταγγελία, ούτε απέφυγε να προσωποποιήσει αυτούς στους οποίους απευθυνόταν. Αναφέρεται ευρύτερα στον χώρο της άκρας Δεξιάς στη χώρα και βέβαια σε κάποια μέσα, τα οποία προσπαθούν να καλλιεργήσουν μία πολύ επικίνδυνη και άδικη, σε σχέση με τις επιτυχίες της χώρας, προπαγάνδα, για τα εθνικά θέματα».

Διευκρινιστικά τόνισε πως «υπάρχει ένα αφήγημα, που το αναπαράγουν, με διαφορετικές διατυπώσεις κάθε φορά, όλα, μηδενός εξαιρουμένου τα κόμματα, που βρίσκονται δεξιότερα της Νέας Δημοκρατία, την άκρα Δεξιά δηλαδή, με βάση και τις επιλογές τους στο Ευρωκοινοβούλιο», φωτογραφίζοντας την Αφροδίτη Λατινοπούλου, και προέθεσε: «Όπου η Ελλάδα ”πάει να κάνει κάτι μεταξύ προδοσίας, ενός κρυφού σχεδίου”, κάτι το οποίο, με βάση αυτά τα οποία έχουμε ζήσει τα τελευταία χρόνια, είναι εντελώς αντίθετο με την πραγματικότητα. Γιατί ξέρετε, τα λόγια έχουνε πολύ μικρή αξία μπροστά στις πράξεις. Υπενθύμισε λοιπόν ο πρωθυπουργός, τι έχει κάνει η κυβέρνηση, τι έχει κάνει ο ίδιος, σε αυτό που λέμε ευρύτερα εξωτερική πολιτική, άμυνα, οχύρωση της χώρας. Ποια άλλη κυβέρνηση, επέκτεινε, από 6 στα 12 ναυτικά μίλια, έκανε την επέκταση στο Ιόνιο; Ποια άλλη κυβέρνηση υπέγραψε όπως αυτή, δύο ΑΟΖ – και μάλιστα με την Αίγυπτο έχει και ξεχωριστή σημασία; Ποια άλλη κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε τέτοια εξοπλιστικά προγράμματα, Rafale, Belharra, προχωράμε στα F-35. Ποια άλλη κυβέρνηση τα έχει κάνει αυτά; Και πάμε και στον διάλογο με την Τουρκία. Και εδώ είναι ο ορισμός του ψευτοπατριωτισμού. Λένε κάποιοι, κανένας διάλογος, καμία συνομιλία, καμία τέτοια διαδικασία. Και ρωτώ εγώ, το είπα και χθες, το επαναλαμβάνω και σήμερα, να μου βρει κάποιος μισή δήλωση κυβερνητικού στελέχους, από τον πρωθυπουργό, τον υπουργό Εξωτερικών ή οποιοδήποτε άλλο κυβερνητικό στέλεχος, που να υπονοεί έστω, υποχωρητικότητα. Να μας πουν έστω και μια φορά, που κατά συνέχεια, όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων, έχουμε πει κάτι άλλο, από το ότι έχουμε μόνο μια διαφορά με την Τουρκία, τον καθορισμό ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας και πόσες φορές έχουμε τονίσει ότι δεν πρόκειται να βάλουμε στο ζύγι, ποτέ, στη συζήτηση, ζητήματα κυριαρχίας. Πάρα πολλές φορές το έχουμε κάνει αυτό».

Τόνισε επιπλέον πως «έχουμε και εμείς την πολύ μεγάλη υποχρέωση, ειδικά όταν μιλάμε για εθνικά θέματα, να λέμε στους πολίτες την αλήθεια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν σεβόμαστε. Ο σεβασμός είναι κάτι διαφορετικό. Το ”υποχρέωση μας για απάντηση”, είναι επίσης κάτι σημαντικό. Και θα σας πω κάτι. Εγώ θέλω να σταθώ λίγο στο θέμα της Κύπρου, γιατί διάβαζα και δημοσιεύματα από τον κυπριακό Τύπο, σήμερα το πρωί. Κατά παραδοχή -και μάλιστα με επανειλημμένες δηλώσεις- του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, του κ. Χριστοδουλίδη, η Ελλάδα ταυτίζεται, όπως πάντοτε, όχι μόνο τώρα, διαχρονικά με την Κύπρο στη θέση μας για το Κυπριακό. Είναι εθνική θέση η λύση του Κυπριακού επί τη βάση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Άρα, Ελλάδα και Κύπρος πορεύονται μαζί. Όποιος, λοιπόν, λέει ότι επιχειρείται ”προδοσία”, είναι σαν να λέει ότι θέλει η Κύπρος να προδώσει τον εαυτό της».

Σε συμπληρωματική ερώτηση περί των δηλώσεων του κ. Σαμαρά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανέφερε: «Η ίδια η Κύπρος έχει πει, δια του Προέδρου της, ότι η διαδικασία διαλόγου μας με την Τουρκία – ο διάλογος δεν σημαίνει υποχώρηση, το αντίθετο – έχει συμβάλει στην επανέναρξη, έστω και σε άτυπο επίπεδο των συζητήσεων για το Κυπριακό. Δεν το λέω εγώ αυτό, δεν το λέει ο πρωθυπουργός αυτό -το λέμε και εμείς-, το λέει η Κύπρος… Εμείς δεν θα μπούμε ποτέ σε μια διαδικασία, να μπούμε σε μια διαμάχη με έναν άνθρωπο ο οποίος έχει ηγηθεί της παράταξης και της χώρας – σεβόμενοι πλήρως τη διαδρομή του και τις απόψεις του οι οποίες είναι γνωστές. Όμως, έχουμε υποχρέωση – υπάρχουν κάποια όρια και αυτά τα όρια έχουν να κάνουν με ζητήματα εθνικής σημασίας… Εγώ έχω ένα καθήκον -εκ της θέσεως μου- να προβάλω στον κόσμο την πραγματικότητα. Και θέλω κάθε φορά που το κάνω αυτό να μιλάω με πράξεις. Όλα αυτά που σας είπα δεν είναι πράγματα που θα γίνουν. Είναι πράγματα που έχουν γίνει. Και ναι, για να πάμε και σ’ ένα θέμα το οποίο συνδέεται πολύ με τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, το μεταναστευτικό, κάθε φορά που βγαίνουμε εκτός Ελλάδος και βλέπουμε τι λένε στην Ευρώπη για τις άλλες χώρες για το μεταναστευτικό και τι συζητάμε στην Ελλάδα, αυτή η πολιτική, η φύλαξη των συνόρων, οι διαφορετικές διαδικασίες απονομής ασύλου, η ρητορική μας εκτός συνόρων, έχει οδηγήσει μια Ελλάδα, που είχε πιεστεί και είχε φτάσει να έχει 93.000 διαμένοντες, να έχει 23.000. Αυτά όλα δεν θα τα χαρίσουμε σε καμία άκρα Δεξιά όχι γιατί είναι κάποιο γινάτι. Είναι γιατί όλα αυτά είναι αποτέλεσμα μιας επιτυχούς πολιτικής. Κάποιοι βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση στον Έβρο και αναφέρομαι στις γυναίκες και τους άντρες των Σωμάτων Ασφαλείας και των Ενόπλων Δυνάμεων. Κάποια κυβέρνηση -όχι τυχαία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη άλλαξε τη διαδικασία ασύλου. Από τις 130 δομές πήγαμε στις 30. Ανάσαναν, ανέπνευσαν τα νησιά. Αυτά έγιναν αυτά τα χρόνια».

Ο κ. Μαρινάκης είπε επίσης όπως και πάρα πολλές φορές έχει επαναλάβει, ότι «ένας πρώην πρωθυπουργός έχει μια διαφορετική αντιμετώπιση και ως προς την ψήφο του στο ελληνικό Κοινοβούλιο και ως προς τη διατύπωση των απόψεων του» και συμπλήρωσε: «Υπάρχει όριο ως προς την προπαγάνδα από κάποια μέσα. Υπάρχει όριο ως προς το τι μπορεί να προσάψει κανείς σε μια κυβέρνηση. Δημοκρατία έχουμε, ό,τι θέλουμε λέμε, αλλά η αντίδραση μας θα είναι πολύ πιο έντονη όταν κάποιος προσπαθεί έναν υπουργό Εξωτερικών, όπως τον κ. Γεραπετρίτη, που νομίζω ότι με τις ενέργειές του ενισχύει τη χώρα, ισχυροποιεί τη χώρα, να τον λένε κάτι μεταξύ ”ενδοτικού” και ”προδότη”. Αυτά είναι αδιανόητα και όταν ειδικά είναι ένας υπουργός Εξωτερικών, που μόνο θετικά μπορεί να πει κανείς ότι έχει κομίσει στη χώρα».

Σχετικά Άρθρα