Μικρομεσαίες επιχειρήσεις: Πώς λειτουργούν οι εταιρείες “ζόμπι”-Πλασματική εικόνα με θετικό ισοζύγιο και… στο βάθος λουκέτα
Μία βόλτα στους μεγάλους (αλλά και στους λιγότερους μεγάλους) εμπορικούς δρόμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης θα βεβαιώσει ότι πολλές μικρές ή μικρομεσαίες επιχειρήσεις κλείνουν καθώς δεν αντέχουν τα αυξημένα κόστη λειτουργίας. Το παράδοξο είναι όμως ότι σύμφωνα με στοιχεία που έχει στη διάθεσή του η ΓΣΒΕΕ (αλλά και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης) οι μικρές επιχειρήσεις που ανοίγουν στη χώρα είναι περισσότερες από αυτές που κλείνουν! Εκ πρώτης όψεως, αυτό το γεγονός φαντάζει παράδοξο. Είναι όμως πράγματι;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κατά την τελευταία διετία τουλάχιστον (από τον ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και έπειτα) οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με τεράστιες δυσκολίες στον αγώνα που κάνουν για επιβίωση. Οι αυξήσεις του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων αυτών υπολογίζεται σε περίπου 80% και περιλαμβάνει τα πάντα όπως μπορεί ο καθένας να φανταστεί. Η ενέργεια είναι κατά πολύ ακριβότερη σε σχέση με το 2022. Τα ενοίκια, ιδιαίτερα σε πόλεις όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα και το Ηράκλειο, τραβάνε συνεχώς την ανηφόρα χωρίς να μπαίνει ένα εμπόδιο σ’ αυτήν την τρελή τροχιά προς το πάνω. Η φορολογία, μετά την εφαρμογή των τελευταίων μέτρων για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τις μικρές επιχειρήσεις, θα έλεγε κανείς ότι βάζει την ταφόπλακα.
Μιλώντας για φορολογία, ας το εξηγήσουμε λίγο περισσότερο. To κριτήριο φορολόγησης που θεσπίστηκε εσχάτως έχει να κάνει με το μέσο όρο του δηλωθέντος εισοδήματος ανά ΚΑΔ. Σε κάθε ΚΑΔ όμως υπάρχουν επιχειρήσεις που έχουν μεγάλες αποκλίσεις στους τζίρους κάτι που σημαίνει ότι οι μικρές δεν μπορούν να φτάσουν τις μεγαλύτερες αλλά φορολογούνται σ’ αυτές. Παράλληλα έχει θεσπιστεί και ένα πέναλτι της τάξης του 5% όταν δηλώνονται ποσά μικρότερα από το μέσο όρο.
Δεν αρνείται κανείς ότι υπάρχει προφανώς φοροδιαφυγή στις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ωστόσο, όπως λένε παράγοντες της αγοράς στο Libre, τα μέτρα αυτά λειτουργούν με άδικο τρόπο, δεν παράγουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα και τελικά προκαλούν οικονομική ασφυξία που οδηγεί στο κλείσιμο της επιχείρησης. Και όλα αυτά ενώ οι μικροί επιχειρηματίες καταγγέλλουν εδώ και δύο χρόνια ότι πέρα από την επιστρεπτέα προκαταβολή που τους δόθηκε κατά την περίοδο της πανδημίας (χωρίς, μάλιστα, τη διαμεσολάβηση του τραπεζικού τομέα) δεν έχει παρθεί κανένα άλλο θετικό μέτρο για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Ο δε τραπεζικός δανεισμός για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός.
Φορολογία, ενοίκια και αυξημένα ενεργειακά κόστη αποτελούν συμπερασματικα ανασταλτικούς παράγοντες για την επιβίωση μιας μικρής επιχείρησης στην Ελλάδα. Παρατηρείται δε και το εξής αξιοπερίεργο φαινόμενο.
- Επιχειρήσεις να μην εμφανίζουν δραστηριότητα αλλά να λειτουργούν στο… παρασκήνιο (με “μαύρες” συναλλαγές) αφού έτσι και αλλιώς οι ιδιοκτήτες τους δεν έχουν τα χρήματα για να τις κλείσουν πληρώνοντας το σύνολο των υποχρεώσεών τους σε προμηθευτές, κράτος, ασφαλιστικά ταμεία κτλ. Έχουμε δηλαδή ενδείξεις ότι στην ελληνική επικράτεια λειτουργούν επιχειρήσεις-ζόμπι.
Παρόλα αυτά μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν σταματούν να ανοίγουν. Οπως μάλιστα τονίσαμε στην αρχή του κειμένο το ισοζύγιο είναι θετικό υπέρ του ανοίγματος επιχειρήσεων, ανοίγουν, δηλαδή, περισσότερες από όσες κλείνουν. Στέλεχος της ΓΣΕΒΕΕ ανέλαβε να δώσει στο Libre μία εξήγηση για το φαινόμενο.
“Εστω ότι ανοίγει ένα μικρό καφέ σε περιοχή όπου υπάρχουν και άλλες δύο επιχειρήσεις με την ίδια στόχευση. Στην αρχή η καινούργα θα επιχειρήση θα προσπαθήσει να αντλήσει πελατεία προσφέροντας ανταγωνιστικές τιμές και καλύτερη ποιότητα. Ακόμα και αν τα καταφέρει όμως, ουδείς της εγγυάται ότι μπορεί να παραμείνει ανοιχτή επί μακρόν γιατί ο βραχνάς του αυξημένου κόστους συντήρησης παραμονεύει. Πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις κλείνουν γρήγορα και δίνουν τη σκυτάλη σε άλλες που ανοίγουν με τις ίδιες επιδιώξεις. Εχουμε, κοντολογίς, μία ανακύκλωση μικρών επιχειρήσεων”.
Είναι σαφές ότι για κάποιον νέο άνθρωπο (ίσως και μεγαλύτερο) η προοπτική να εξασφαλίσει τα προς το ζην μέσα από μία δική του δουλειά απαλλασσόμενος από τους καταναγκασμούς της μισθωτής εργασίας είναι πάντα ενδιαφέρουσα και ελκυστική. Γι’ αυτό και πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν σήμερα, μέσα σε καθεστώς ασφυξίας και αποκοπής από τον τραπεζικό δανεισμό, να επιχειρούν. Φαίνεται όμως ότι οι πιθανότητες επιτυχίας τέτοιων εγχειρημάτων εν έτει 2024 είναι μειωμένες.
Ακόμα και αν όλα πάνε στην αρχή κατ’ ευχήν, έρχεται ο παράγοντας του μειωμένου λαϊκού εισοδήματος να καταφέρει το τελικό χτύπημα. Στην εστίαση, στο γενικό εμπόριο, στην ένδυση, στην υπόδηση αλλά και σε άλλους τομείς είναι πλέον φανερό ότι οι τζίροι πέφτουν καθότι οι πολίτες έχουν άλλες προτεραιότητες (υγεία, παιδεία, διατροφή βρίσκονται φυσικά σε πρώτο πλάνο). Αλλωστε έχει παρατηρηθεί και άλλες φορές (και πολύ περισσότερο στην οκταετία των μνημονίων) ότι όταν χρειάζεται να σφίξουν το ζωνάρι, οι χαμηλόμισθοι και οι χαμηλοσυνταξιούχοι ξεχνούν τα εστιατόρια και τις αγορές ρούχων και παπουτσιών.
Περισσότερα στοιχεία για την κατάσταση των μικρομεσαία επιχειρήσεων θα γίνουν γνωστά προς το τέλος του έτους και τις αρχές του επόμενου όταν και θα “κλείσουν” οι σχετικές μελέτες. Ωστόσο, τίποτα δεν πρόκειται να διαφοροποιηθεί θεαματικά κατά τους τρεις τελευταίους μήνες του 2024. Με τα κόστη τους στα ύψη και με τον τραπεζικό δανεισμό να μην βρίσκεται ούτε κατά διάννοια πάνω στο τραπέζι, η μικρή επιχείρηση ατενίζει το μέλλον με… απαισιοδοξία.