ΣΥΡΙΖΑ για ρεύμα: “Πολύχρωμη κοροϊδία με τα τιμολόγια”
Αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ έχουν προκαλέσει τα τιμολόγια του ρεύματος. «Έχουμε δώσει πάνω από 10 δισεκατομμύρια γι’ αυτό και είναι και κάτι το οποίο ήταν καθήκον μας, αλλά έγινε σε μεγαλύτερο βαθμό από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα» υπογράμμισε σε συνέντευξή του ο Παύλος Μαρινάκης. Η αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν άμεση.
«Σε μια πρωτοφανή κρίση ειλικρίνειας, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος παραδέχτηκε ότι οι αυξήσεις στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος, κατά την περίοδο της κρίσης, ήταν “υπέρμετρες”, όπως και οι τιμές της χονδρικής, ιδίως στις περιόδους -μάλλον από… διαβολική σύμπτωση- που υπάρχει αυξημένη ζήτηση. Ωστόσο, η ειλικρίνεια του κ. Μαρινάκη δεν διήρκεσε παραπάνω. Κι αυτό γιατί η πραγματικότητα είναι πως κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, η ηλεκτρική ενέργεια στην Ελλάδα είναι από τις ακριβότερες στην Ευρώπη, είτε εντός είτε εκτός κρίσης, με την επιβάρυνση να πέφτει στους καταναλωτές» ανέφερε ο ΣΥΡΙΖΑ σε σχόλιό του.
«Κατανοούμε βέβαια πως ο κ. Μαρινάκης δεν θα μπορούσε να αποκηρύξει το καρτέλ που δρα ανενόχλητο στην ενέργεια, καθώς η κυβέρνησή του πρωτοστάτησε στη δημιουργία του και έκτοτε το έχει αφήσει ανενόχλητο. Γι’ αυτό και οι αιτιάσεις περί «ανταγωνισμού που λειτούργησε» προκαλούν την ίδια την κοινή λογική, όπως και η… πολύχρωμη κοροϊδία με τα τιμολόγια των εταιρειών» προσθέτει και καταλήγει:
«Η αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας φέρει την υπογραφή της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Και ο μόνος που ωφελείται από τον τρόπο που λειτουργεί είναι οι ιδιοκτήτες των εταιρειών».
Μαρινάκης: Η κυβέρνηση θα επιδοτεί τις αυξήσεις
Για την αλλαγή στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος ο Παύλος Μαρινάκης τόνισε σήμερα ότι υπάρχει μια συγκεχυμένη πληροφόρηση είπε πως πρέπει να περιμένουμε. «Να δούμε, λοιπόν, αν πέτυχαν ή απέτυχαν τα τιμολόγια; Από τι εξαρτάται αυτό; Εξαρτάται από το τι τιμές είχαμε, αυτούς τους – μέχρι τώρα – εννέα μήνες, από τότε που εφαρμόστηκαν.
Σας θυμίζω ότι εφαρμόστηκαν από 1/1/2024. Με εξαίρεση τον Αύγουστο, όπου εκεί αναγκάστηκε η κυβέρνηση και πολύ καλά έκανε, όπως έκανε καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης και στο ρεύμα και στήριξε τους καταναλωτές στις υπέρμετρες αυξήσεις. Με εξαίρεση, λοιπόν, τον Αύγουστο, όλους τους υπόλοιπους μήνες είχαμε τιμές σε όλα τα τιμολόγια, κυρίως στα δύο πιο δημοφιλή, στο “πράσινο” και στο σταθερό, στο “μπλε”, που ούτως ή άλλως αυτό δεν άλλαζε, οπότε είναι δεδομένο ότι ήταν πιο χαμηλά, χαμηλότερες απ’ ό,τι την περίοδο της κρίσης, δηλαδή τιμές προ κρίσης, με λίγα λόγια. Με κάποιες αυξομειώσεις στο “πράσινο”. Πάντοτε, όμως, ο κύριος πάροχος – για να μην πούμε κάτι περισσότερο – είχε τιμές όλους αυτούς τους μήνες χαμηλότερες απ’ ό,τι όταν ξεκίνησε το τιμολόγιο. Άρα, το εγχείρημα πολύχρωμα τιμολόγια, με βάση το βασικό κριτήριο που είναι οι τιμές που φτάνουν στον καταναλωτή, πέτυχε.
Τι προσπαθεί να κάνει τώρα η Κυβέρνηση; Να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και να δει πώς αυτό μπορεί να εφαρμοστεί ακόμα καλύτερα από τον επόμενο χρόνο στους πολίτες.
Παράδειγμα: Μπορεί να πρέπει – εγώ το λέω υποθετικά, για να μην παρεξηγηθώ – να ενθαρρύνουμε τον κόσμο περισσότερο στο σταθερό τιμολόγιο. Γιατί ενθαρρύναμε τον κόσμο στο “πράσινο” τιμολόγιο; Όπως απεδείχθη, γιατί ο ανταγωνισμός έριξε τις τιμές. Αν καταφέρουν, όμως, οι πάροχοι να δώσουν ακόμα χαμηλότερες τιμές στο “μπλε” τιμολόγιο, δηλαδή στο σταθερό τιμολόγιο, ίσως είναι καλύτερο, για να μην μπαίνουν σε αυτή τη διαδικασία μηνιαίως οι πολίτες, να αφεθούν εκεί.
Γι’ αυτό, λοιπόν, εγώ αυτό που λέω είναι να περιμένουμε τις επίσημες ανακοινώσεις του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Και λέω κάτι το οποίο το ξέρει ο κόσμος πλέον, γιατί έχουμε δώσει πάνω από 10 δισεκατομμύρια γι’ αυτό και είναι και κάτι το οποίο ήταν καθήκον μας, αλλά έγινε σε μεγαλύτερο βαθμό από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα: Αν υπάρχει μήνας που λόγω των τιμών της χονδρικής – που εκεί είναι μια πολύ μεγάλη προσπάθεια που κάνει ο πρωθυπουργός στο εξωτερικό, αλλά δεν έχουμε χρόνο να την αναλύσουμε – υπάρχουν υπέρμετρες τιμές, όταν αυτό συμβαίνει, να είναι σίγουροι ότι η Κυβέρνηση θα επιδοτεί, τις αυξήσεις αυτές, και δεν θα φτάνουν στους καταναλωτές».