Συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν/ Γιατί παραμένει χαμηλά ο πήχης- Οι διεθνείς και εσωτερικοί συσχετισμοί

 Συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν/ Γιατί παραμένει χαμηλά ο πήχης- Οι διεθνείς και εσωτερικοί συσχετισμοί

Με τη νέα συνάντηση με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο περιθώριο της Γ.Σ του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη (Τρίτη) ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατακτά ένα ενδιαφέρον διπλωματικό ρεκόρ: θα είναι η 6η φορά που συναντιούνται οι δύο ηγέτες μέσα σε 15 μήνες. Αναμφίβολα θετικό, δεδομένου ότι, όπως έλεγε επί της πρωθυπουργικής του θητείας ο Αλέξης Τσίπρας, “κάθε συνάντηση στο ανώτατο επίπεδο εξασφαλίζει παράταση της ύφεσης στις σχέσεις των δύο χωρών”.

Η διπλωματία, όμως, δεν είναι μόνο υπόθεση αριθμών και δεν εξαντλείται στην πυκνότητα τέτοιων επαφών, ακόμα κι αν οδηγεί σε “ήρεμα νερά” στο Αιγαίο. Η κρίση του καλοκαιριού του 2020 που έφτασε τις δύο χώρες στα πρόθυρα της πολεμικής εμπλοκής μοιάζει με μακρινή αρνητική ανάμνηση και η “επιχειρησιακή” νηνεμία, χωρίς παραβιάσεις του εναέριου χώρου και συμπλοκές αποτελούν μία θετική καταγραφή στην ατζέντα των ελληνοτουρκικών, θα ήταν, ωστόσο, επικίνδυνο να θεωρηθεί ότι συνιστά και επίλυση του θεμελιώδους ζητήματος που προκύπτει από τις τουρκικές αιτιάσεις. Η περίπτωση της Κάσου, φέτος το καλοκαίρι, και οι προκλητικές δηλώσεις της τουρκικής διπλωματίας σχετικά με τα θαλάσσια (περιβαλλοντικά) πάρκα, έδειξαν, άλλωστε, πως η Άγκυρα ουδόλως έχει αποστεί από το μαξιμαλιστικό επιθετικό της αφήγημα.

Μπορεί να γίνει, όμως, το “επόμενο βήμα” στα ελληνοτουρκικά, αυτό που επιμόνως διεκδικούν οι ΗΠΑ και που μπορεί να γίνει ακόμα πιο επιτακτικό μετά τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές και στο πλαίσιο της επαπειλούμενης γενίκευσης της σύρραξης στη Μέση Ανατολή;

Ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης, εκ των πιό ένθερμων υποστηρικτών της προσέγγισης Ελλάδας- Τουρκίας, σημειώνει (KREPORT) ότι πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι: «εάν ο Έλληνας Πρωθυπουργός προτείνει μια διεύρυνση της ατζέντας, ώστε να συμπεριλάβει τις κύριες διαφορές, ο Τούρκος Πρόεδρος θα δεχτεί, με τον όρο σε αυτές να προστεθούν οι παράλογες τουρκικές αξιώσεις, οι οποίες δεν πρόκειται να γίνουν δεκτές από την ελληνική πλευρά και η απόρριψή τους μπορεί να δυσχεράνει το καλό κλίμα που έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια». Ο πληθυντικός περί… “διαφορών” απέχει, βεβαίως,από την πάγια ελληνική θέση περί μίας και μοναδικής διαφοράς, αυτής της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, κι αυτό είναι απίθανο να ξεπεραστεί, ακόμα κι αν συχνά η ρητορική που χρησιμοποιείται στις δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη και του υπουργού Άμυνας (και πρώην ΥΠΕΞ) Νίκου Δένδια υπενθυμίζει την “ποιοτική” απόσταση στο πως διαφορετικά κέντρα στην Αθήνα αντιλαμβάνονται την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Ο Δένδιας στο στόχαστρο

Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρόσφατες δηλώσεις του δεύτερου από το Καστελλόριζο εξόργισαν τους πιο “σκληρούς” στην Άγκυρα και ήταν ο εθνικιστής Ντεβλέτ Μπαχτσελί (στενός σύμμαχος του Ερντογάν) που ανέλαβε να απειλήσει τον Έλληνα υπουργό Άμυνας ότι “λαχταρά τον βυθό της θάλασσας όπως οι πρόγονοί του”.

Διανύοντας την δεύτερη θητεία της και με εμφανή τα σημάδια κόπωσης, την αναταραχή στην Κ.Ο (κίνηση των “11”, διαγραφή Σαλμά), και με την επιλογή υποψηφίου για την Προεδρία της Δημοκρατίας προσεχώς, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν έχει τα “καύσιμα” για να εκκινήσει μία δαιδαλώδη και με τεράστιο πολιτικό ρίσκο διαδικασία εμβάθυνσης της ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Ούτε ο Ταγίπ Ερντογάν θα μπορούσε εύκολα να προχωρήσει σε κάτι τέτοιο, είναι δε απίθανο να αποστεί από τις πάγιες τουρκικές θέσεις περί “γαλάζιας πατρίδας” και “γκρίζων ζωνών”. Οι πρόσφατες (Ιούνιος) αναφορές των Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά για το εθνικό θέμα, άλλωστε, επιβεβαιώνουν ότι οποιαδήποτε βιαστική κίνηση στην διπλωματική σκακιέρα θα μπορούσε να προκαλέσει πολύ σοβαρούς τριγμούς για την κυβέρνηση που δημοσκοπικά βρίσκεται στο πιό δύσκολο σημείο της μετά το 2019.

Στο παρασκήνιο λέγεται πως αυτός είναι και ένας από τους λόγους που το όνομα του Νίκου Δένδια μπήκε και βγήκε από την λίστα επιλογών του πρωθυπουργού για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Διότι, ναι μεν ο υπουργός Άμυνας θα μπορούσε να ενώσει, ως επιλογή για την Ηρώδου του Αττικού, την παράταξη, όμως η εμπλοκή του στα ελληνοτουρκικά θα μπορούσε να είναι τέτοια που θα πυροδοτούσε εντάσεις. ‘Αλλοι, ωστόσο, λένε πως, αντίθετα, κάτι τέτοιο θα επέτρεπε στον πρωθυπουργό να ανεβοκατεβάζει τις ταχύτητες σε μία προσπάθεια προσέγγισης και να επικαλείται, όταν θα ήταν απαραίτητο, την εσωτερική πίεση.

Θετική ατζέντα αλλά οι προσδοκίες μικρές

Σε κάθε περίπτωση, η νέα συνάντηση Μητσοτάκη- Ερντογάν προσφέρει δυνατότητες ενίσχυσης του καλού κλίματος και της θετικής ατζέντας μεταξύ των δύο χωρών. Αυτό είναι ίσως ακόμα πιο απαραίτητο λόγω των ευρωπαϊκών εξελίξεων στο μεταναστευτικό με τη στάση της Γερμανίας που συμπαρασύρει και άλλες χώρες (Ολλανδία). Όμως είναι αμφίβολο εάν αυτό που στις δημόσιες δηλώσεις εκατέρωθεν εμφανίζεται ως καλή συνεργασία Ελλάδας-Τουρκίας είναι πράγματι έτσι. Η αύξηση των μεταναστευτικών ροών κατά 39% (στοιχεία Frontex) τους τελευταίους μήνες, ενώ σε άλλες χώρες εισόδου (Ιταλία, Μάλτα, Ισπανία) μειώθηκαν, δείχνει πως η Άγκυρα δεν είναι τόσο προσηλωμένη, όσο λέγεται, στην αντιμετώπιση των κυκλωμάτων διακινητών. Το επισήμαναν, άλλωστε, προ ημερών δύο πρώην υπουργοί Μεταναστευτικής Πολιτικής, οι Δημήτρης Καιρίδης και Νότης Μηταράκης.

Από την άλλη, ο πρωθυπουργός έχει κάθε λόγο να συντηρήσει το καλό κλίμα ενόψει της προσπάθειας του Γ.Γ του ΟΗΕ για επανεκκίνηση των συνομιλιών στο Κυπριακό. Όχι επειδή αναμένει κανείς να μεταβληθεί η τουρκική θέση υπέρ της διχοτόμησης αλλά διότι από αυτό το νέο γύρο συνομιλιών πρέπει να αφαιρεθεί κάθε στοιχείο που πυροδοτεί εντάσεις.

Εν κατακλείδι, σωστά η ελληνική διπλωματία προσέρχεται στη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν με τον πήχη των προσδοκιών χαμηλά. Οι δύο ηγέτες θα εξετάσουν την πρόοδο των σχέσεων το προηγούμενο χρονικό διάστημα που, όπως είναι γνωστό, σημαδεύτηκε από ορισμένες αναταράξεις, με πλέον χαρακτηριστική την κρίση της Κάσου τον περασμένο Ιούλιο με αφορμή τις έρευνες για την ηλεκτρική διασύνδεση (GSI) Ελλάδας και Κύπρου.

Όπως αναφέρουν διπλωματικές πηγές στην Αθήνα, το διακύβευμα είναι αν η υφυπουργός Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και ο Τούρκος ομόλογός της Μεμέτ Κεμάλ Μποζάι, προχωρήσουν σε ουσιαστικές διαβουλεύσεις για τις κύριες διαφορές Ελλάδας και Τουρκίας, δηλαδή τις θαλάσσιες ζώνες και την υφαλοκρηπίδα, στο πλαίσιο του πολιτικού διαλόγου, ο οποίος περιλαμβάνει τον τελευταίο ενάμιση χρόνο και τις διερευνητικές επαφές.

Με τις ΗΠΑ σε μεταβατικό στάδιο λόγω των προεδρικών εκλογών, τη Μέση Ανατολή σε έκρηξη, την Τουρκία να “ανακατεύει” τον χάρτη της ανατολικής Μεσογείου με την προσέγγισή της με την Αίγυπτο, αλλά και το εσωτερικό πρόβλημα στη Ν.Δ (κινήσεις βουλευτών, νέα παρέμβαση Καραμανλή-Σαμαρά το επόμενο διάστημα), θα ήταν μάλλον ουτοπικό να αναμένει κανείς κάτι θεαματικό στη Νέα Υόρκη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να έχει την βούληση για επιτάχυνση, όμως η πραγματικότητα κάνει τα δικά της σχέδια και, σε κάθε περίπτωση, ο πρωθυπουργός έχει δείξει πως αντιλαμβάνεται το μομέντουμ και τους διεθνείς και εσωτερικούς συσχετισμούς δυνάμεων.

Σχετικά Άρθρα