Βορίδης: “Ελλάδα και Κύπρος μπορούν αποτελεσματικά να συντονίζονται επιδιώκοντας κοινούς στρατηγικούς στόχους”
Οι σχέσεις Αθηνών και Λευκωσίας, η ερώτηση των έντεκα «γαλάζιων» βουλευτών, αλλά και η κατάσταση στα κόμματα της αντιπολίτευσης ήταν τα βασικά θέματα της συνέντευξης του υπουργού Επικρατείας Μάκη Βορίδη στον τηλεοπτικό σταθμό Open.Και πρώτα για την ερώτηση των έντεκα βουλευτών για τους δανειολήπτες: «Είναι χιλιάδες οι ερωτήσεις των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, είναι μέσα στο πλαίσιο λειτουργίας του βουλευτού, και του συμπολιτευόμενου βουλευτού, η άσκηση κοινοβουλευτικού έργου», ήταν η πρώτη απάντηση του υπουργού Επικρατείας, που εξειδίκευσε στη συνέχεια:
«Η ερώτηση αυτή των συναδέλφων έδωσε τη δυνατότητα στο υπουργείο Οικονομικών να θυμίσει και σε αυτούς αλλά και στην κοινή γνώμη όλα αυτά που έχουν γίνει για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων, και να θυμίσει και το αποτέλεσμα». Ειδικότερα, «νομοθετήθηκε η υποχρέωση των servicers να παρέχουν πληροφορίες σε όλους τους δανειολήπτες για την εξέλιξη των δανείων τους, για το τι αποτελεί κεφάλαιο, οφειλές και τόκοι. ‘Αρα, να ξέρει ο δανειολήπτης όλη την εξέλιξη του δανείου του. Σε περίπτωση που οι servicers δεν παρέχουν αυτήν την πληροφορία, επιβάλλονται διοικητικές ποινές και πρόστιμα. Μετά από καταγγελία των δανειοληπτών μπορούν να οδηγηθούν σε κυρώσεις».
‘Αλλωστε, συμπλήρωσε, «ένα από τα ζητούμενα της ερώτησης είναι αυτό το οποίο οι συνάδελφοί μου έχουν ψηφίσει, το νόμο, δηλαδή, που έχει προβλέψει αυτές τις διαδικασίες. Είναι πολύ θετικό γιατί δόθηκε η δυνατότητα να συζητήσουμε. Μπορεί ακόμη και αυτό που λέω τώρα, να μην έχει επικοινωνηθεί αρκετά, να μην το ξέρει κόσμος, να μην το ξέρουν δανειολήπτες».
Συγχρόνως ο Μ. Βορίδης πρότεινε να δημοσιοποιούνται και οι προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων που ρύθμισαν τα δάνειά τους και οι οποίοι τα αποπλήρωσαν. Και, συνέχισε λέγοντας ότι ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης «απάντησε στο καμπανάκι». Απάντησε επίσης ότι ο νόμος Κατσέλη «οδήγησε σε αύξηση των κόκκινων δανείων». Και, εν τέλει, «ο Κωστής Χατζηδάκης απαντά σε δύο επίπεδα: έχουμε κάνει πολλά πράγματα, έχουμε θετικά αποτελέσματα και ταυτόχρονα σας θυμίζουμε ότι ορισμένες από τις προτάσεις που υιοθετείτε, είναι προτάσεις που δημιούργησαν περαιτέρω προβλήματα». Είναι, κατά συνέπεια, «χρήσιμος διάλογος».
Ερχόμενος στις εξελίξεις στα κόμματα της αντιπολίτευσης, ο υπουργός Επικρατείας σχολίασε ότι «αυτή τη στιγμή όλα τα ζητήματα που ανακύπτουν σε όλες τις κοινωνικές βαθμίδες, σε όλες τις επαγγελματικές ομάδες -όλα έρχονται και πέφτουν πάνω στην κυβέρνηση, με αίτημα άμεσης επίλυσης». Ενώ σημείωσε ότι «αυτή η κυβέρνηση, ποτέ, μα ποτέ, δεν έχει αντιδικήσει με δημοσιογράφους. Υπάρχουν στιγμές που θεωρούμε ότι δεχόμαστε άδικη κριτική. Εκεί δεν αντιδικούμε, λέμε “έχεις άδικο” και απαντάμε σε αυτό».
Κληθείς να σχολιάσει και την ανάρτηση της βουλευτού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Έλενας Ακρίτα καθώς και ό,τι ακολούθησε, ο Μ. Βορίδης έδωσε την εξής απάντηση: «Δεν θέλω να σχολιάζω τέτοιου είδους αναρτήσεις, η κυρία Ακρίτα έχει ένα συγκεκριμένο ύφος με το οποίο πολιτεύεται, εμένα δεν μου αρέσει το ύφος. Από εκεί και πέρα είναι δικά της θέματα και του κόμματός της, το αν τους αρέσουν αυτές οι διατυπώσεις και αυτοί οι χαρακτηρισμοί».
«Η παράδοση της έδρας γίνεται στον Παππά (σ.σ. τον πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία);», διερωτήθηκε πάντως και απάντησε, «όποιος θέλει να παραιτηθεί, πηγαίνει στον πρόεδρο της Βουλής και παραιτείται. Αυτός είναι ο θεσμός τρόπος παραίτησης του βουλευτού» -και εκεί «η παραίτηση είναι μη ανακλητή. Δεν εννοεί αυτό η κυρία Ακρίτα».
Σε άλλο θέμα, στις ελληνοκυπριακές σχέσεις και καθώς προηγήθηκε στη συγκεκριμένη εκπομπή, συνέντευξη του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας ,Νίκου Χριστοδουλίδη, ο υπουργός Επικρατείας βρήκε την ευκαιρία να στηλιτεύσει «μια σπέκουλα σε ένα ορισμένο επίπεδο, όχι θεσμικό, αλλά από κάτω, κυρίως στα social (media), ανώνυμες πηγές, αναλυτές κ.ο.κ.». Ότι, δηλαδή, «υπήρχε μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου, και μάλιστα με την ευθύνη της Ελλάδος, μια υποχώρηση λόγω του ότι φοβόμασταν τις γεωπολιτικές συνέπειες αυτής της συγκεκριμένης επένδυσης και της συγκεκριμένης ενεργιακής υποδομής, το καλώδιο δηλαδή».
Αλλά, όπως υπογράμμισε, «ξεκαθαρίστηκε ότι η συζήτηση ήταν πρωτίστως και κυρίως οικονομική. Ελλάδα και Κύπρος συζητούσαν – και κυρίως η Κύπρος έθετε – για την οικονομική βιωσιμότητα, το οικονομικό όφελος της επένδυσης». Κάτι που «κλείνει και στόματα πολλά», επέμεινε και συμπλήρωσε:
«Είναι θετικό ότι προχωράμε σε αυτήν την κατεύθυνση, είναι μια μεγάλη επένδυση που έχει δρόμο και πολλά τεχνικά ζητήματα». Στάθηκε, ταυτοχρόνως και στην «ειλικρινή σχέση την οποία ανέδειξε ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, με τον Έλληνα πρωθυπουργό. Για μένα είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα ότι μπορούν αποτελεσματικά Ελλάδα και Κύπρος να συντονίζονται επιδιώκοντας κοινούς στρατηγικούς στόχους», επεσήμανε κλείνοντας την απάντησή του ο υπουργός Επικρατείας.
Σε ένα άλλο θέμα της επικαιρότητας, τέλος, σε αυτό της αποβολής μαθητή για χρήση κινητού στο σχολείο, σημείωσε πως είναι υπερβολικός ο θόρυβος, και αυτό στέλνει λάθος μήνυμα και κάνει εν τέλει κακό στα παιδιά.