Αλέξης Χαρίτσης: Η κενή οικονομική υπόσχεση του καθεστώτος Μητσοτάκη
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ανέλαβε τα ηνία της χώρας το 2019 με μια πολύ συγκεκριμένη υπόσχεση, την επιστροφή στην, οικονομική, κανονικότητα. Η χρεοκοπία, το σοκ της εσωτερικής υποτίμησης, τα Μνημόνια και ο “μεταρρυθμιστικός οίστρος” της Τρόικας είχαν συντηρητικοποιήσει το ελληνικό εκλογικό σώμα το οποίο γινόταν όλο και περισσότερο ευεπίφορο στην ιδέα της επιστροφής στα χρυσά χρόνια του εκσυγχρονισμού. Το πρόβλημα με την υπόσχεση αυτή ήταν ότι υπονοούσε και την επιστροφή στις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας που είχαν οδηγήσει στην χρεωκοπία: στην κανονικότητα του πελατειακού κράτους, στην κανονικότητα της φοροδιαφυγής, στην κανονικότητα των υπερεξουσιών των καρτέλ, στην κανονικότητα της εξάρτησης από ένα μοντέλο ανάπτυξης που στηριζόταν στον υπερτουρισμό, στο real estate και στα τραπεζικά υπερκέρδη.
Του Αλέξη Χαρίτση, Προέδρου της ΚΟ της Νέας Αριστεράς
Η πορεία της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας επιβεβαίωσε τα χειρότερα αντανακλαστικά του σημερινού μπλοκ εξουσίας δίνοντας χώρο, μέσα από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που δημιούργησε η πανδημία, ο πόλεμος αλλά και η ρευστοποίηση της προοδευτικής αντιπολίτευσης, στο ξεδίπλωμα ενός οικονομικού προγράμματος ακραίας αναδιανομής εισοδήματος από τους μικρομεσαίους και τα εργατικά στρώματα προς τις εγχώριες ελίτ και τα ολιγοπώλια.
Όλα τα διαθέσιμα στοιχεία συγκλίνουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Πρώτον, η συγκρότηση του σχεδίου για την διαχείριση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης έγινε στην βάση αιτημάτων ομάδων ειδικών συμφερόντων. Η μερίδα του λέοντος κατευθύνεται σε λίγους και ισχυρούς, σε αυτούς που έχουν έτσι κι αλλιώς πλήρη πρόσβαση σε κεφάλαια, σε βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας των μικρών και μεσαίων που μένουν στο περιθώριο της χρηματοδότησης.
Δεύτερον, την περίοδο της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, και με την βοήθεια της εργασιακής νομοθεσίας που η ίδια εισηγήθηκε, η Ελλάδα έγινε η χώρα με το χαμηλότερο ημερομίσθιο στην ΕΕ, χαμηλότερο ακόμα και από την Βουλγαρία. Έτσι μεταφράστηκε η υπόσχεση του 2019 για περισσότερες δουλειές και καλύτερους μισθούς. Στην πραγματικότητα έγινε πράξη το πραγματικό σχέδιο του κ. Μητσοτάκη και της συμμαχίας των ελίτ που τον στήριξε για οδοστρωτήρα στην εργασία, στα εισοδήματα και στα δικαιώματα.
Τρίτον, την περίοδο διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας ο τραπεζικός δανεισμός για της μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχει κατ’ ουσία εκλείψει καθώς οι παράλογες χρεώσεις των συστημικών τραπεζών σε συνδυασμό με την επιθετική διαχείριση του χαρτοφυλακίου μη-εξυπηρετούμενων δανείων εξασφαλίζουν εξωφρενικά κέρδη στις τράπεζες χωρίς αυτές να πιέζονται να επιτελέσουν τον παραγωγικό τους ρόλο.
Τέταρτον, την περίοδο εμπέδωσης του καθεστώτος Μητσοτάκη ο πληθωρισμός είναι ο από-μηχανής-θεός των απανταχού ελίτ, συμβάλλοντας όσο κανένας άλλος παράγοντας στην αναδιανομή εισοδήματος υπέρ των ολιγοπωλίων, στην ενέργεια, στα σούπερ-μάρκετ αλλά και αλλού, ενώ παράλληλα η κυβέρνηση διατηρεί επίπλαστα την ψευδαίσθηση μιας υγειούς δημοσιονομικής συνθήκης.
Χειρότερο όμως από όλα τα παραπάνω είναι ίσως ο τρόπος με τον οποίο το πλέγμα διακυβέρνησης μεταξύ Μαξίμου και ομάδων ειδικών συμφερόντων που το περιβάλλουν αντιμετωπίζει τις πραγματικές αναπτυξιακές προκλήσεις, ιδιαίτερα σε ότι έχει να κάνει με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στην ελληνική οικονομία. Τρία παραδείγματα επαρκούν για να επιβεβαιωθεί αυτή η άποψη.
Πρώτο παράδειγμα αποτελούν οι στρεβλώσεις στον ελληνικό τουρισμό. Την ώρα που είναι πασιφανές ότι η τουριστική ανάπτυξη πιέζει αφόρητα τα μεγάλα και τα νησιωτικά αστικά κέντρα των ελληνικών πόλεων η κυβέρνηση αρνείται να λάβει οποιοδήποτε μέτρο για τον περιορισμό των βραχυχρόνιων μισθώσεων και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Βασικός χαμένος οι πολίτες που βλέπουν την ποιότητα ζωής του να υποβαθμίζεται αλλά, πάνω από όλα, ο ίδιος ο ελληνικός τουρισμός που υποβαθμίζεται υπό την σκιά ακραίων φυσικών καταστροφών και προορισμών σε μόνιμη κρίση από την κατάρρευση των κοινωφελών δικτύων.
Δεύτερο παράδειγμα, η διαχείριση της επόμενης μέρας σε περιοχές που πλήττονται από φυσικές καταστροφές. Το μοντέλο της Θεσσαλίας αποτελεί οδοδείκτη σήμερα για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Την ώρα που ο αγροτικός πνεύμονας της Ελλάδας κατέρρευσε, συμβάλλοντα έτι περαιτέρωστην ένταση των πληθωριστικών πιέσεων, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε την κρίση του Θεσσαλικού κάμπου ως ευκαιρία για την πλήρη ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης των υδάτινων πόρων.
Τρίτο παράδειγμα. Πρόσφατα η ελληνική κυβέρνηση έδωσε στην δημοσιότητα των αναθεωρημένο Εθνικό Ενεργειακό Σχεδιασμό. Την ώρα που είναι καθολικά αποδεκτό ότι η περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ στη χώρα μας μπλοκάρει μπροστά στις ελλείψεις του δικτύου διανομής και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και στην απουσία επενδύσεων στην αποθήκευση ενέργειας, η κυβέρνηση επιλέγει να διαθέσει το 50% των μελλοντικών ενεργειακών επενδύσεων σε υποδομές μεταφοράς, επιδοτήσεις δλδ. σε εισαγόμενα οχήματα και ταχυφορτιστές.
Όξυνση των ανισοτήτων, ιδιωτικοποίηση, περιβαλλοντική υποβάθμισή και ακραία μεροληψία υπέρ τν ελίτ, των λίγων,εκείνων πουκερδοσκοπούν σε βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας! Αυτή είναι η νέα κανονικότητα της Νέας Δημοκρατίας. Και κανένα σχέδιο πειστικής, κοινωνικά προσανατολισμένης, απάντησης στις μεγάλες προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας. Πλήρης αδυναμία να συμβάλλει καθοριστικά στην μετάβαση σε ένα δίκαιοκαι βιώσιμοπράσινο μοντέλο ανάπτυξης. Πλήρης απροθυμία να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που δημιουργεί η νέα γεωπολιτική και οικονομική πραγματικότητα διεθνώς για την βελτίωση της θέση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Για όλες αυτές τις προκλήσεις υπάρχουν λύσεις και οι λύσεις αυτές έρχονται από την αριστερά. Απαιτούνται όμως και πολιτικές πρωτοβουλίες που να καταστήσουν ένα σχέδιο προστασίας της κοινωνίας και συμπεριληπτικής ανάπτυξης ηγεμονικό και πλειοψηφικό. Η Νέα Αριστερά θα συμβάλλει με όλες τις δυνάμεις της σε αυτή την υπόθεση. Με πρόγραμμα, προτάσεις, σχέδιο και ειλικρίνεια, μακριά από τακτικισμούς και επικοινωνιακά παιχνίδια. Δεν θα επιτρέψουμε η απαξίωση και η ρευστοποίηση να συμπαρασύρει το σύνολο της αριστεράς και των προοδευτικών δυνάμεων. Δεν αξίζει στους δημοκρατικούς και αριστερούς πολίτες η απογοήτευση και η αποστράτευση.