ΑΝΑΛΥΣΗ/Βαδίζοντας προς την αποδυνάμωση ως οικονομικής δύναμης της Ευρώπης;
Η τεχνολογική και παραγωγική πραγματικότητα που παρατηρείται σήμερα στην Ευρώπη αυξάνει, χωρίς αμφιβολία, τον προβληματισμό και την ανησυχία των ευρωπαίων πολιτών για το μέλλον της ευρωπαϊκής οικονομίας. Κι΄αυτό επειδή τα ανώτερα όργανα σχεδιασμού, διοίκησης και άσκησης των πολιτικών της Ε.Ε.-27 αποφάσισαν, μετά την πενταετή περίοδο της δημοσιονομικής χαλάρωσης για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, των εισοδηματικών περιορισμών που ακολούθησαν την αύξηση των επιτοκίων για τον ανεπιτυχή έλεγχο του πληθωρισμού και της απληστίας των κερδών των τελευταίων ετών, την επιστροφή στην δημοσιονομική πειθαρχία ( μείωση 3% του ΑΕΠ του δημόσιου ελλείμματος και 60% του ΑΕΠ του δημόσιου χρέους).
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση*
Ειδικότερα, η εφαρμογή στην Ευρώπη από το 2025 του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης σημαίνει ότι σε κράτη-μέλη όπου το δημόσιο έλλειμμα είναι μεγαλύτερο από το 3% του ΑΕΠ θα πρέπει να μειώνεται κατά 0,5% ποσοστιαίες μονάδες ετησίως. Παράλληλα, σε κράτη-μέλη όπου το δημόσιο χρέος κυμαίνεται μεταξύ 60%-90% του ΑΕΠ θα πρέπει να μειώνεται κατά 0,5% ποσοστιαίες μονάδες ετησίως, ενώ σε κράτη-μέλη όπου το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 90% θα μειώνεται κατά μία ποσοστιαία μονάδα.
Βέβαια παρά το γεγονός ότι επισήμως εξαιρούνται οι κοινωνικές δαπάνες και οι δαπάνες της κλιματικής μετάβασης, της ψηφιακής τεχνολογίας και της άμυνας, εντούτοις διατυπώνονται σοβαρές επιφυλάξεις με την έννοια ότι οι δημοσιονομικοί περιορισμοί θα οδηγήσουν σε ιεράρχηση προτεραιοτήτων σε βάρος των κοινωνικών δαπανών και σε όφελος των άλλων τριών κατηγοριών δαπανών οι οποίες υπερασπίζονται ένθερμα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή(Amandine Crespy,Universite Libre de Bruxelles, 2023).
Η προοπτική αυτή σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, με την προς κάτω αναθεώρηση των προβλέψεων κατά τα επόμενα χρόνια, σηματοδοτεί για τους ευρωπαίους πολίτες τόσο την εμβάθυνση των συνεπειών στην δημοσιονομική και την χρηματοπιστωτική σταθερότητα, όσο και την αδυναμία αντιμετώπισης των ευρωπαϊκών προκλήσεων(κοινωνικο-οικονομική, βιομηχανική, επενδυτική,τεχνολογική, ενεργειακο-κλιματολογική,κ.λ.π. κατά τα επόμενα χρόνια.
- Η Ευρώπη του μέλλοντος απαιτείται, κατά βάση, να ελαχιστοποιήσει την εξάρτηση της από την διεθνή οικονομία σε βασικά προϊόντα για την οικονομία της και τον πληθυσμό της (π.χ.φάρμακα, τσίπς, ενέργεια,μπαταρίες νέας γενεάς, κ.λ.π.).
Αυτό σημαίνει ότι οι επενδυτικές ανάγκες του παρόντος και του μέλλοντος στην Ευρώπη για την ανασυγκρότηση της οικονομίας της και την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού της είναι τεράστιες, σε βαθμό που να υπολείπεται σημαντικά το ανεπαρκές επίπεδο των αποταμιεύσεων χρηματοδότησης των απαιτούμενων επενδύσεων. Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η Ευρώπη δεν κατατάσσεται σε επίπεδο ανεπτυγμένων οικονομιών στους ελκυστικούς επενδυτικούς προορισμούς.
- Για παράδειγμα οι ΗΠΑ σήμερα προσελκύουν το ισοδύναμο των επτά (7) μονάδων του ΑΕΠ σε ξένο κεφάλαιο κάθε χρόνο.Κι΄αυτό επειδή ένα (1) δολλάριο που τοποθετείται στις ΗΠΑ έχει απόδοση 17%, ενώ ένα (1) ευρώ που τοποθετείται στην Ευρώπη έχει απόδοση 9% (Patrick Artus, Alternatives Economiques, 3/8/2024).
Οι συνθήκες αυτές της επενδυτικής υστέρησης, κατά βάση, στην έρευνα, την νέα τεχνολογία και την βιομηχανία οδήγησε τις τελευταίες δεκαετίες, μεταξύ άλλων, τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες (Γερμανία, Γαλλία) της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αποδυνάμωση της συμμετοχής τους στην παγκόσμια μεταποιητική παραγωγή είτε από άποψη αξίας, είτε από άποψη προστιθέμενης αξίας. Πράγματι από την διεθνή σύγκριση προκύπτει ότι το μερίδιο της Κίνας στην παγκόσμια προστιθέμενη αξία παραγωγής ως ποσοστό του συνόλου είναι 29%, των ΗΠΑ 16%, της Ιαπωνίας 7%, της Γερμανίας 5%, της Γαλλίας 2% και των υπόλοιπων χωρών του πλανήτη είναι 31% (Richard Baidwin, 2024).
Tα δεδομένα αυτά, ιδιαίτερα σε συνθήκες ενεργειακής εξάρτησης, ρήξης των αλυσίδων προμηθειών και εφοδιαμού, επενδυτικού, εμπορικού και τεχνολογικού ανταγωνισμού της Ευρώπης με τις ΗΠΑ και την Κίνα αναδεικνύουν έναν σοβαρό προβληματισμό και μία έντονη ανησυχία για την ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιτύχει, σε συνθήκες των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας, τόσο τον αναγκαίο ευρωπαϊκό μετασχηματισμό του σχεδιασμού, των επενδύσεων και της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών που είναι απαραίτητα για την κυριαρχία και την αυτονομία της (Justin Delepine, Alternatives Economiques,7/6/2024), όσο και την αναβάθμιση της Ευρώπης ως ισχυρής οικονομικής και κοινωνικής δύναμης στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.
- Επιπλέον, κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, παρατηρείται μία σημαντική διεύρυνση του διαρθρωτικού (επενδυτικό, τεχνολογικό, παραγωγικό) χάσματος, μεταξύ των ΗΠΑ και της Ε.Ε.-27, της ικανότητας αύξησης της παραγωγικότητας, της έρευνας, των καινοτομιών και των νέων τεχνολογιών αυτοματισμού(Christofe Blot, OFCE, 2024).
Παράλληλα, σε ένα περιβάλλον ανάπτυξης του σινο-αμερικανικού τεχνολογικού και εμπορικού ανταγωνισμού, όπου οι δύο χώρες στηρίζουν χρηματοδοτικά τις βιομηχανίες τους, η Ευρώπη διαθέτει πόρους κατώτερους (47δις ευρώ σε ιδιωτικούς και δημόσιους πόρους μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας) από αυτούς που διαθέτουν οι άλλοι (ΗΠΑ,Κίνα,Ν.Κορέα) διεθνείς ανταγωνιστές της.
Επιπλέον οι επιχειρήσεις παραγωγής εξοπλισμού και τεχνολογιών (ανεμογενήτριες, φωτοφωλταϊκά, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, αντλίες θερμότητας, κ.λ.π.) αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης στην Ευρώπη ελέγχονται περισσότερο από εταιρείες ασιατικών χωρών.
- Το ίδιο ισχύει και με τις εταιρείες τεχνολογικής υποστήριξης της ψηφιακής μετάβασης οι οποίες, κατά βάση, είναι εξαρτημένες από αμερικανικές επιχειρήσεις (J.Delepine, 7/6/2024).
Στις συνθήκες αυτές εκτιμάται (Patrick Artus,Altrnatives Economiques,3/8/2024) ότι σε ένα σενάριο τάσης της ευρωπαϊκής προοπτικής όπου:
α) η χρηματοδότηση των νέων επενδύσεων θα είναι περιορισμένη και θα εξαρτάται από την επιλογή και τους δημοσιονομικούς πόρους του κράτους μέλους,
β) τα οφέλη της παραγωγικότητας θα είναι περιορισμένα,
γ) ο πληθυσμός και το εισόδημα θα μειώνεται, η συμμετοχή της ευρωπαϊκής οικονομίας στο παγκόσμιο ΑΕΠ από 22% που είναι σήμερα θα μειωθεί σε 15% το 2050 και λιγότερο από 10% το 2100.
Η τάση αυτή κατά τον Patrick Artus σημαίνει “ εξαφάνιση της Ευρώπης ως οικονομικής δύναμης προς όφελος των ΗΠΑ, της Ινδίας και της Αφρικής, με τις δύο τελευταίες περιπτώσεις να μη μπορέσουν να παίξουν σημαντικό ρόλο επειδή ξεκινούν από πολύ χαμηλά”.
*Ομότ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου