“Τι έμαθα, φέτος, από τις πανελλήνιες”- Η εμπειρία και το μήνυμα μιας μητέρας υποψηφίου- Τι λέει για την Ενιαία Βάση Εισαγωγής
“Τα τελευταία χρόνια άκουγα συχνά να γίνεται αναφορά στην Ενιαία Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) και, ενώ είχα καταλάβει τι περίπου είναι δεν είχε χρειαστεί να ασχοληθώ περισσότερο, μέχρι φέτος που βρέθηκα και εγώ στην θέση του γονέα υποψηφίου”, επισημαίνει με παρέμβασή της μέσω του libre η μητέρα ενός παιδιού, από τα δεκάδες χιλιάδες που συμμετείχαν (και) φέτος στη “βασανιστική” διαδικασία για μία “θέση στον ήλιο”. Η παεριγραφή της, βιωματική αλλά και συγκροτημένη, έχει μεγάλη αξία και προφανώς εκπροσωπεί τις χιλιάδες άλλες μητέρες, τους γονείς, των υποψηφίων. Το libre την δημοσιεύει, κρατώντας, για ευνόητους λόγους, την ανωνυμία της.
Έψαξα λοιπόν λίγο και είδα ότι το 2021 όταν η τότε Υπουργός Παιδείας έφερνε στη Βουλή το νομοσχέδιο για τη μεταρρύθμιση στα ΑΕΙ και τη θέσπιση της ΕΒΕ επικαλούνταν την ανάγκη της αναβάθμισης των ακαδημαϊκών προϋποθέσεων εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο, επιτυχούς φοίτησης και έγκαιρης ολοκλήρωσης των σπουδών, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι: «Σήμερα εισάγονται φοιτητές ακόμη και με βαθμό 0,6 στα 20, ενώ σχεδόν το 30% των φοιτητών δεν αποφοιτά ποτέ». Παράλληλα, σε δηλώσεις έκτοτε, άκουγα συνεχώς σχόλια περί τμημάτων ΑΕΙ που δεν έχουν ζήτηση και μένουν χωρίς εισακτέους ή περί των πολύ χαμηλών επιδόσεων των μαθητών που δεν είναι δυνατόν να τους επιτρέπουν την είσοδο στα ΑΕΙ της χώρας.
Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά την εφαρμογή της ΕΒΕ και κάνοντας μία πρόχειρη αποτίμηση των αποτελεσμάτων, μπορεί ο καθένας να διαπιστώσει ότι κάθε άλλο παρά έχει πετύχει το στόχο της. Τα παραδείγματα πολλά.
Παραδείγματα
Ένα από αυτά για φέτος το τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου της Πάτρας που φιγουράρει στα στατιστικά των Πανελληνίων 2024 ως η τρίτη πιο υψηλόβαθμη σχολή με βάσει εισαγωγής 18.554 μόρια. Ταυτόχρονα, το ίδιο τμήμα ενώ μπορεί αν υποδεχθεί 102 πρωτοετείς φοιτητές, θα υποδεχθεί τελικά μόνο 23, καθώς οι υπόλοιποι «κόπηκαν» λόγω ΕΒΕ. Είναι τα παιδιά αυτά μαθητές χαμηλού επιπέδου που δεν θα έπρεπε να εισαχθούν στο τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πάτρας; Η απάντηση είναι προφανής. Από πλευράς Υπουργείου Παιδείας νίπτουν τας χείρας τους λέγοντας ότι τοω συντελεστή ΕΒΕ τον αποφασίζει η κάθε σχολή (με ένα περιθώρειο επιλογής +/- 20%) άρα είναι ευθύνη των σχολών αν θα έχουν υψηλό συντελεστή και, συνεπώς, κενές θέσεις. Στην πράξη θα υπέθετε κανείς ότι κάποιες σχολές κάνουν “μαρκετινγκ” στις βάσεις κρατώντας τες τεχνιτά υψηλές.
Ας πάμε όμως και ένα βήμα παρακάτω. Θα μείνει άδειο το συγκεκριμένο τμήμα; Η απάντηση είναι όχι. Θα καλύψει τις θέσεις του με μεταγραφές που θα γίνουν από τα υπόλοιπα τμήματα Αρχιτεκτονικής της χώρας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα αδειάσει σχεδόν από φοιτητές το πιο χαμηλόβαθμο τμήμα Αρχιτεκτόνων δηλαδή αυτό του Δημοκρίτειο Πανεπιστημίου Θράκης (στην Ξάνθη) και φυσικά κάποια παιδιά θα μείνουν τελείως εκτός των τμημάτων Αρχιτεκτόνων. Το θέλουμε αυτό σαν χώρα; Η απάντηση είναι προφανώς ΝΑΙ, καθώς στην ουσία το θεσμοθετήσαμε και, ακόμα κι αν δεν είχαμε σκεφτεί (!) τις δυσλειτουργίες του, εμμένουμε σε αυτό για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά.
Οι μεταγραφές
Στα παραπάνω πρέπει να συνυπολογίσει κανείς τον τρόπο που γίνονται οι μεταγραφές, δηλαδή με οικονομικά και όχι βαθμολογικά κριτήρια. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι 78 κενές θέσεις τις Πάτρας θα καλυφθούν από μεταγραφές φοιτητών που εισήχθησαν στα αντίστοιχα, πιο χαμηλόβαθμα, τμήματα Βόλου και Ξάνθης όχι με κριτήριο την επίδοση των υποψηφίων αλλά την -δηλωθείσα- οικονομική κατάσταση των οικογενειών τους. Στην Ελλάδα όμως η δηλωθείσα έναντι της πραγματικής οικονομικής κατάστασης των φορολογούμεων είναι μία πονεμένη ιστορία….
Το τμήμα Αρχιτεκτόνων μηχανικών της Πάτρας είναι μόνο ένα παράδειγμα. Αντίστοιχη είναι η εικόνα και σε άλλα τμήματα της Πολυτεχνικής σχολής της Πάτρας αλλα και σε πολλά άλλα τμήματα στα ΑΕΙ της χώρας. Το αποτέλεσμα προφανές. Αργά ή γρήγορα κάποιες σχολές θα πρέπει να κλείσουν ενώ ταυτόχρονα χιλιάδες υποψήφιοι θα μένουν εκτός σχολών.
Τι εισπράττουν οι νέοι μαθητές από αυτό; Μόνο απογοήτευση και απέχθεια για ένα σύστημα που τους δείχνει τα δόντια του αμέσως μόλις ξεκινούν την ενήλικη ζωή τους.
Απογοήτευση
Η απογοήτευση δε αυτή μετατρέπεται σε θυμό όταν ακούν οι κακές τους επιδόσεις, για τις οποίες είναι αυτοί αποκλειστικά υπέυθυνοι, είναι αυτές που τους καθιστούν μη ικανούς να εισέλθουν στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πως είναι όμως δυνατό να πιστέψει κανείς ότι είναι αποτυχία των παιδιών οι κακές τους επιδόσεις, όταν το 50 ή 60% γράφει κάτω από τη βάση. Προφανώς είναι αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος ή ατυχής (ή εσκεμμένη;) επιλογή θεμάτων που οδηγούν σε αυτό το αποτέλεσμα. Και στις δύο περιπτώσεις η αποτυχία είναι του πολιτικού και εκπαιδευτικού συτήματος και οχι των μαθητών. Και όλα αυτά χωρίς να συνυπολογίσει κανείς τις τριτοκοσμικές συνθήκες στις οποίες κλήθηκαν φέτος να διαγωνιστούν οι μαθητές (σε συνθήκες καύσωνα, χωρίς ούτε καν ανεμιστήρες, με οδηγίες από το Υπουργείο Παιδείας να τραβήξουν τις κουρτίνες), που μόνο σεβασμό δεν δείχνει στον αγώνα τους.
Φυσικά υπάρχει ο αντίλογος: κάποιοι γράφουν, ότι ναι, φέτος πάνω από 18 έγραψε (στα μαθηματικά και τη φυσική) λιγότερο από το 10% των υποψηφίων. Ναι υπάρχουν οι άριστοι. Πάντα υπήρχαν. Είναι αυτοί που θα εισαχθούν στις πρωτοκλασσάτες σχολές και μετά από 5-10 χρόνια θα φύγουν από την χώρα για να διεκδικήσουν πιο καλοπληρωμένη καρίερα στο εξωτερικό, καθιστώντας τις χώρες υποδοχής τους είναι αυτές που θα καρπωθούν την εξαιρετική κατάρτιση που απέκτησαν στα ελληνικά ΑΕΙ. Δίκαιο ή άδικο δεν έχει σημασία, η επιλογή τους είναι ορθολογική.
Το ζητούμενο είναι ποιά είναι η επιλογή της ελληνικής πολιτείας, η οποία θα πορευτεί τα επόμενα χρόνια με τους υπόλοιπους, τους μέτριους, τη χρυσή μετριότητα. Η επιλογή είναι προφανής. Έγινε, μεταξύ άλλων, πριν από τέσσερα χρόνια με τη θέσπιση της ΕΒΕ και επιβεβαιώνεται κάθε χρόνο με τη διατήρησή της. Ο λόγος; Μένει να εξηγηθεί από τους αποφασίζοντες. Οι υπόλοιποι μέχρι τότε μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε ή να βγάζουμε συμπεράσματα βασιζόμενοι σε πρόσφατα νομοθετήματα περί ιδιωτικών ΑΕΙ και κολεγίων.
Αυτά από την μητέρα ενός υποψηφίου που παρακαλούθησε τον αγώνα των παιδιών για πρώτη φορά από κοντά . Ευτυχώς το δικό μου παιδί πέτυχε το στόχο του, πέρασε στη σχολή που ήθελε, στην πόλη που ήθελε. Γνωρίζω όμως ότι η πατρίδα μας χρειάζεται όλα τα παιδιά και όχι μόνο το δικό μου ή τα “δικά” μας.