Αγορές, ανισότητες και κοινωνική πολιτική

 Αγορές, ανισότητες και κοινωνική πολιτική

Τα  τελευταία  χρόνια  στην  ελληνική  οικονομία η  επικρατούσα  νεοφιλελεύθερη  θεώρηση  στην  ασκούμενη  οικονομική και κοινωνική πολιτική  της  ανταγωνιστικότητας-κόστους,  οδήγησε,  μεταξύ  άλλων, όπως  προκύπτει εκ του  αποτελέσματος,  στη  συρρίκνωση  της  παραγωγικής-τεχνολογικής  βάσης  του  οικονομικού  σχηματισμού, την  ευελιξία  της  αγοράς  εργασίας και  της  απασχόλησης,  την  απελευθέρωση  των  αγορών, την  επιδείνωση  του  βιοτικού  επιπέδου  της  πλειοψηφίας  του πληθυσμού, την  συρρίκνωση  άσκησης  κοινωνικών πολιτικών, τις  ανισότητες, κ.λ.π.    

Των Σάββα  Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση*

Στο περιβάλλον  αυτό  στο  οποίο  δεσπόζουν  οι  εσωτερικές  αντιφάσεις  στην  οικονομική  και  κοινωνική  πολιτική  και   η  απουσία  δημόσιων  παρεμβάσεων  και  πολιτικών  θα συντελεσθεί η  επιστροφή  στους  δημοσιονομικούς  κανόνες,  με  την  καθοδήγηση  της  Ευρωπαϊκής  Επιτροπής  της  ελληνικής  οικονομίας, μετά το τέλος  της  περιόδου  αναστολής  της  ενισχυμένης  εποπτείας (ρήτρα διαφυγής), σηματοδοτώντας  την  απαίτηση της Επιτροπής για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων  2%  του  ΑΕΠ  για  το 2024.

  • Πιο  συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις προτάσεις (Απρίλιος  2023) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής  οι  τιμές  αναφοράς  3%  και  60%  του  ΑΕΠ  για το έλλειμμα  και το χρέος  θα  παραμείνουν  αμετάβλητες. Μάλιστα από πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος (Ιούλιος 2024), επισημαίνεται ότι για να επανέλθει το χρέος στο 60% του ΑΕΠ, όπως  ήταν το 1974, θα χρειαστούν 40 χρόνια.

Η προοπτική  αυτή  συνάδει  και  με την  πρόσφατη αναλογιστική έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα  στην  οποία  εκτιμάται μεταξύ άλλων,  ότι  ο  μέσος   ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ την περίοδο 2023-2070  θα είναι ίσος με μόλις 1,1%. Στις  συνθήκες  αυτές  η  περαιτέρω   κυριαρχία των  αγορών  και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών θα  εντείνουν  τις ανισότητες  και  θα επιταχύνουν  τη  μετατροπή  της κοινωνικής πολιτικής   σε μια επιδοματική πολιτική  που θα καλύπτει το ελάχιστο επίπεδο  του ορίου της φτώχειας.

Έτσι  η  συρρίκνωση  της  κοινωνικής  πολιτικής  παράλληλα  με τη  διεύρυνση   της   επιδοματικής  πολιτικής   μεταφέρουν  τον  κίνδυνο των αγορών και της γήρανσης του πληθυσμού  από την ευθύνη του κράτους στους ίδιους τους συνταξιούχους.  Στην κατεύθυνση   αυτή  πολιτικές που θα διευρύνουν  περαιτέρω  τις ανισότητες   αποκαλούνται  λανθασμένα  μεταρρυθμίσεις  και προσδοκούν  ματαίως  τη  συμβολή τους, κατά τα επόμενα  χρόνια, στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας μας.

  • Χαρακτηριστική  περίπτωση  στην Ελλάδα  αποτελεί  η δημιουργία (Ν.4826/2021) του  Ταμείου  Επικουρικής  Κεφαλαιοποιητικής  Ασφάλισης (ΤΕΚΑ),  η οποία παρουσιάστηκε ως μεταρρύθμιση που θα συμβάλλει στην ανάπτυξη  της  ελληνικής  οικονομίας.

Όμως στην πραγματικότητα θα  αυξήσει  το χρέος αφού η  ασκούμενη  πολιτική  επέλεξε  ο κρατικός  προϋπολογισμός  να αναλάβει το κόστος μετάβασης ύψους 78 δις  ευρώ  και να μην αναλάβει το κόστος της γήρανσης του πληθυσμού που για την επικουρική ασφάλιση εκτιμάται  συνολικά σε 15 δις ευρώ  την περίοδο 2020 – 2070. Στο διάγραμμα  αποτυπώνεται  η επιβάρυνση   της  αποπληρωμής του δημόσιου χρέους που προκαλείται από το κόστος μετάβασης της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης.

Επίσης, η   ασκούμενη  πολιτική  επέλεξε  με την δημιουργία του ΤΕΚΑ να αναλάβει  πιθανές οικονομικές απώλειες που θα δημιουργηθούν από την αποτυχία των αγορών σε πιθανές μελλοντικές κρίσεις των αγορών, αναφέροντας στον Ν.4826/2021 ίδρυσης του ΤΕΚΑ ότι το κράτος θα εξασφαλίσει τουλάχιστον τις εισφορές των ασφαλισμένων αναπροσαρμοσμένες με τον πληθωρισμό.

  • Δηλαδή, το κράτος  επέλεξε  να αναλάβει το κόστος αποτυχίας των αγορών, το οποίο δεν έχει αποτιμηθεί στις  σχετικές  μελέτες,  και όχι το κόστος της γήρανσης του πληθυσμού.

Με άλλα λόγια  η ασκούμενη πολιτική  επέλεξε  την ιδιωτικοποίηση των κερδών και την κοινωνικοποίηση των πιθανών αποτυχιών των αγορών, αφού από την διαχείριση των εισφορών των ασφαλισμένων  θα ωφεληθούν  οι μεγάλες εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων. Στην ίδια κατεύθυνση   βρίσκονται  και «οι μεταρρυθμίσεις»  στην υγεία και την παιδεία με την ίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων και την ιδιωτικοποίηση της υγείας προκειμένου  να μεταφερθούν  μέρος των υπηρεσιών τους  σε ιδιωτικές  εταιρείες.

Ταυτόχρονα   δημιουργείται μια  σοβαρή  αντίφαση  η  οποία  συνίσταται  στο  γεγονός  από την μια  πλευρά   να παρουσιάζεται η κοινωνική πολιτική ως το εργαλείο για την άμβλυνση των ανισοτήτων και από την άλλη πλευρά  να εφαρμόζονται πολιτικές οι οποίες χαρακτηρίζονται ως μεταρρυθμίσεις και  βρίσκονται  στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή στην διεύρυνση  των ανισοτήτων, δεδομένου  ότι για παράδειγμα  οι  προαναφερόμενες  ιδιωτικοποιήσεις  και η κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης  διευρύνουν  περαιτέρω  τις  ανισότητες  μεταξύ  των πολιτών  και μεταξύ  των συνταξιούχων.

  • Τούτων  δοθέντων, το ερώτημα που αναδεικνύεται είναι γιατί ενώ το παγκόσμιο χρέος αυξάνεται συνεχώς, σύμφωνα με έκθεση του ΔΝΤ, στις ΗΠΑ, την Κίνα, την Γαλλία, την Ιταλία οι ανισότητες παγκοσμίως αυξάνονται.

Η  απάντηση  αυτού  του  ερωτήματος  έρχεται  από  το  γεγονός  ότι  ο καπιταλισμός και η ελεύθερη αγορά βασίζονται στην συνεχή αύξηση των κερδών και για να υπάρχει συνεχής αύξηση των κερδών  απαιτείται οι αγορές να τροφοδοτούνται συνεχώς με νέα κεφάλαια. Έτσι, το χρέος των χωρών αυξάνεται συνεχώς χωρίς να αυξάνεται και η ευημερία των πολιτών. Με  άλλα  λόγια  διατηρείται  η εύρυθμη λειτουργία των αγορών και η ανισοκατανομή του παραγόμενου πλούτου.

  • Στην κατεύθυνση αυτή παρατηρείται το τελευταίο καιρό, μια συνεχής προτροπή, από διάφορους παράγοντες  και  θεσμούς  προς τους ασφαλισμένους, αύξησης της  αποταμίευσης  μέσω ιδιωτικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, προτροπή που έχει διατυπωθεί  και  από  τον επικεφαλή της Blackrock.

Οι αποταμιεύσεις των εισφορών των εργαζομένων είναι η μεγαλύτερη πηγή χρηματοδότησης των αγορών, το ζήτημα είναι  ότι στην περίπτωση απωλειών οι αγορές και οι διαχειριστές αποποιούνται κάθε ευθύνης και οι κρατικοί προϋπολογισμοί και οι φορολογούμενοι καλούνται να εισφέρουν επιπλέον χρηματοδότηση για την επαναρύθμιση τους, όπως συνέβη το 2008 με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.

*Ομ. Καθηγητή Παντείου  Πανεπιστημίου, Δρ. Παντείου  Πανεπιστημίου

Σχετικά Άρθρα