Βορίδης για Κεντροαριστερά: Ο πυρήνας των θέσεων τους είναι λάθος -Τις απέρριψε η κοινωνία
Το ελληνικό πολιτικό σκηνικό, μέσα και από το πρίσμα των βρετανικών και γαλλικών εκλογών, αλλά και οι διεργασίες στην ελληνική Κεντροαριστερά, είναι μερικά από τα θέματα που θίγει ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Παραπολιτικά». Ξεκινώντας, ειδικότερα, από το ερώτημα πώς μετέφρασαν στη Νέα Δημοκρατία το αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών, ο υπουργός Επικρατείας επισημαίνει ότι «στη Νέα Δημοκρατία απλώς έχουμε την τάση να διαβάζουμε λίγο προσεκτικότερα τα αποτελέσματα. Διότι θα δει κανείς ότι αυτό το οποίο κέρδισαν οι Εργατικοί στην Αγγλία είναι μία μονάδα και αυτό που οδήγησε στην τεράστια πτώση των Συντηρητικών είναι η μετακίνηση 17% προς το κόμμα του Νάιτζελ Φάρατζ. Άρα προς τα δεξιά».
Παραλλήλως, το αποτέλεσμα των εκλογών έχει να κάνει «και στη Γαλλία και στην Αγγλία με το πολύ ενισχυμένο πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα. Το γεγονός ότι με 34% δίνει μια πολύ άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κρατήστε το λίγο για περαιτέρω σχολιασμό. Στη Γαλλία μάλιστα θα έλεγα ότι εκεί δεν έχουμε κεντροαριστερά, αλλά αριστερά και άκρα αριστερά. Το Λαϊκό Μέτωπο κερδίζει την πλειοψηφία μεν των εδρών, αλλά πρώτο και με πολύ μεγάλη διαφορά σε επίπεδο ψήφων είναι το κόμμα της Λεπέν».
Ενώ στο ερώτημα αν προτείνει αλλαγή του εκλογικού συστήματος, διευκρινίζει: «Όχι, δεν λέω ότι πρέπει να αλλάξει. Λέω ότι αυτή τη στιγμή οι άνθρωποι που πανηγυρίζουν για αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα είναι οι σταθεροί και μόνιμοι υποστηρικτές της απλής αναλογικής. Καταλαβαίνουμε τη βαθιά αντινομία και τη βαθιά αντίφαση στη θέση τους, που φανερώνει ότι οι θέσεις τους για μια ακόμη φορά δεν είναι προϊόν αρχής, αλλά είναι προϊόν της αντίληψής τους για το τι τους συμφέρει καλύτερα εκλογικά. Δηλαδή όταν η απλή αναλογική τους συμφέρει πολιτικά, είναι με την απλή αναλογική. Και εκεί που θεωρούν ότι το ενισχυμένο πλειοψηφικό τους πηγαίνει καλά, αποθεώνουν το αποτέλεσμα του ενισχυμένου πλειοψηφικού».
Συγκρίνοντας την Ελλάδα με το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία, κάνει λόγο για «μεγάλες διαφορές», καθώς στην Ελλάδα, «η Νέα Δημοκρατία κέρδισε και με μεγάλη διαφορά, 14 μονάδες από το δεύτερο κόμμα». Στον αντίποδα, «στη Γαλλία ο Μακρόν έχασε. Στην Αγγλία οι Συντηρητικοί έχασαν. Επομένως δεν υπάρχει αναλογία. Όποιος θέλει ψύχραιμα να αναλύσει το αποτέλεσμα, το ερώτημα είναι γιατί η Νέα Δημοκρατία ξανακέρδισε παρά τη μείωση που είχε».
Σύμφωνα με την ανάλυση του υπουργού Επικρατείας, η απάντηση έγκειται στο ότι «η ΝΔ στην πραγματικότητα εφαρμόζει πολιτικές οι οποίες είναι αποτελεσματικές και απαντούν στα αιτήματα των δεξιών ψηφοφόρων». Φέρνει, μάλιστα, και παραδείγματα: «Η πολιτική μας απέναντι στη μετανάστευση είναι αυστηρή, περιοριστική αλλά δίκαιη. Η πολιτική μας στα θέματα της φορολογίας και της οικονομίας είναι μια πολιτική προσέλκυσης επενδύσεων και στήριξης των επιχειρήσεων. Η πολιτική μας απέναντι στα θέματα της αντιμετώπισης του εγκλήματος εξακολουθεί να είναι αυστηρή. Στα ζητήματα που ενδιαφέρουν τη λεγόμενη δεξιά ατζέντα, όπως παράνομη μετανάστευση, αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου και της τάξης, μεγέθυνση της οικονομίας μέσα από την ανάπτυξη, την προσέλκυση επενδύσεων και το φιλικό προς τις επιχειρήσεις περιβάλλον, η κυβέρνηση έχει πολύ σαφή στρατηγική και στόχευση».
Συμπερασματικά, «γι’ αυτό κατά τη γνώμη μου η Ελλάδα αποτελεί ένα επιτυχημένο μοντέλο. Δηλαδή, η Νέα Δημοκρατία αποτελεί ένα παράδειγμα του πώς το κάνεις αυτό. Διότι δεν προσχωρείς στις θέσεις ας πω του αντιπάλου σου, αλλά αντίθετα προσπαθείς να αντιμετωπίσεις τα προβλήματα μέσα από τη δική σου οπτική γωνία και να φέρεις αποτελέσματα στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Και τελικά η αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων είναι κάτι που θα ενώσει τον κεντρώο και τον δεξιό ψηφοφόρο».
Ερωτηθείς για τις εξελίξεις στην Κεντροαριστερά και τις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ, απαντά ότι τις παρακολουθεί, με την ταυτόχρονη διευκρίνιση, ότι «προφανώς δεν παρεμβαίνουμε και δεν συζητάμε για τα εσωκομματικά άλλων κομμάτων. Πολλή συζήτηση γίνεται στο συγκεκριμένο χώρο για τα πρόσωπα κι αν θα είναι ο Ανδρουλάκης ή ο Δούκας ή ο Γερουλάνος ή ο Κασσελάκης ή αν θα επιστρέψει ο Τσίπρας ή πρέπει όλοι αυτοί να ενωθούν υπό τον Α ή τον Β. Η άποψή μου είναι ότι αυτή είναι μια συζήτηση που υποτίθεται ότι έχει να κάνει με την εκλογική απήχηση, την εκλογική δυναμική που θα μπορούσε να αναπτύξει αυτός ο χώρος και μάλιστα ως αντίπαλο δέος της Νέας Δημοκρατίας. Το πρόβλημα αυτού του χώρου είναι δευτερευόντως ζήτημα προσώπων: Είναι ότι έχει ηττηθεί το κυβερνητικό, το πολιτικό και σε έναν ορισμένο βαθμό και το ιδεολογικό του πρόγραμμα, οι ιδεολογικές του θέσεις», είναι η – σταθερή – άποψη του Μ. Βορίδη.
Και αυτό, γιατί, όπως επιχειρηματολογεί στη συνέχεια, «όσο καλός και να είναι ο πρόεδρός σου και επικεφαλής σου, αν τελικά αυτά τα οποία είναι το πολιτικό σου περιεχόμενο είναι θέσεις τις οποίες δεν θέλει ο λαός, δεν πιστεύει, δεν θεωρεί ότι φέρνουν αποτέλεσμα, δεν πρόκειται σε τελευταία ανάλυση να κερδίσει κανένας. Δηλαδή όσο βγαίνουν και λένε ανοιχτά σύνορα και να έρχονται μέσα όλοι οι μετανάστες, αυτό προφανώς είναι κάτι το οποίο βρίσκεται σε αντίθεση με τις βασικές πεποιθήσεις και τα βιώματα του ελληνικού λαού. Όσο λένε ότι πρέπει να αυξήσουν τη φορολογία, γιατί μέσα από την αύξηση της φορολογίας θα αποκτήσουν έσοδα για να κάνουν κοινωνική πολιτική και να δώσουν τα λεφτά στους φτωχούς, ο κόσμος ξέρει ότι η αύξηση της φορολογίας φέρνει φτώχεια, δεν φέρνει έσοδα. Όσο λένε για παράδειγμα ότι ο τρόπος για να αντιμετωπίσεις το βαρύ έγκλημα είναι να μειώνεις τις ποινές και να βγάζεις τους εγκληματίες γρηγορότερα από τη φυλακή για να επανενταχθούν στην κοινωνία, ο κόσμος ξέρει ότι αυτό είναι λάθος αντεγκληματική πολιτική».
Συμπερασματικώς, «έχουν έναν πυρήνα λάθος θέσεων που τις έχει απορρίψει η κοινωνία. Το πρόβλημά τους είναι ότι πρέπει να αποστούν από αυτές τις θέσεις. Όμως πολλές από αυτές τις θέσεις αποτελούν ταυτοτικό πυρήνα τους. Άρα, αν αποστούν, τότε είναι σαν να χάνουν την ταυτότητά τους ως Αριστερά. Άρα λοιπόν, το πρόβλημα της Αριστεράς στην Ελλάδα είναι ακριβώς αυτό, ότι επειδή δοκιμάστηκαν αυτές οι πολιτικές μια πενταετία και έχει πικρή πείρα ο ελληνικός λαός, σήμερα προσπαθούν να θεραπεύσουν αυτή τη συνέπεια, να το πω, της απόρριψης των θέσεών τους με αλλαγή των προσώπων. Δεν γίνεται αυτό», υπογραμμίζει κλείνοντας.