Υπουργείο Υγείας: Απέσυρε την απόφαση για τις ιατρικές ειδικότητες

 Υπουργείο Υγείας: Απέσυρε την απόφαση για τις ιατρικές ειδικότητες

Απέσυρε, τελικά, το υπουργείο Υγείας την απόφαση του υπουργού, Άδωνι Γεωργιάδη και του υφυπουργού, Μάριου Θεμιστοκλέους, για τον τρόπο έναρξης ιατρικής ειδικότητας σε συγκεκριμένους αποφοίτους των Ιατρικών Σχολών της χώρας μας. Η απόφαση που όριζε πως οι γιατροί δεν θα εισάγονται στην με κριτήριο τον χρόνο αναμονής, αλλά με γραπτές εξετάσεις και με κριτήριο τον βαθμό, όπως ήταν αναμενόμενο προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις των γιατρών και αποτέλεσε έναν από τους λόγους των κινητοποιήσεων της Πέμπτης 27 Ιουνίου. 

Όπως δήλωσε χτες (Πέμπτη) σε συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ, ο υπουργός Υγείας είχε ενημερώσει την κα. Παγώνη εδώ και δυο – τρεις εβδομάδες ότι η σχετική απόφαση για την έναρξη της διαδικασίας εξετάσεων για την ειδικότητα θα αποσυρθεί. «Συγκεκριμένα, η σχετική απόφαση για την απόσυρσή της υπογράφτηκε χθες (Τετάρτη)», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Γεωργιάδης, υπογραμμίζοντας: «Δεν είμαι αξιωματικά αρνητικός σε μία τέτοια μεταρρύθμιση, αλλά τέτοιου τύπου μεταρρυθμίσεις πρέπει να γίνονται μόνο σε συνεννόηση με την ιατρική κοινότητα. Ενώ τους έχω πει ότι έχει αποσυρθεί, εκείνοι προχωρούν σε στάση εργασίας. Το Εθνικό Σύστημα Υγείας έχει πάρα πολλά προβλήματα, τα προβλήματα αυτά δεν θα λυθούν με στάσεις εργασίας».  

Αξίζει να υπενθυμίσουμε εδώ πως σύμφωνα με την απόφαση που ανακάλεσε η ηγεσία του υπουργείου Υγείας (την οποία είχε προτείνει στο υπουργείο το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας – ΚΕΣΥ), από τον προσεχή Ιούλιο, προβλεπόταν η εισαγωγή στην ειδικότητα -για τις ειδικότητες με μεγάλη αναμονή- να γίνεται από ειδική επιτροπή, με γραπτές εξετάσεις και κριτήριο τον βαθμό.

ΟΕΝΓΕ: Η έστω και μερική κυβερνητική υπαναχώρηση, συνιστά μια πρώτη νίκη

Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση της Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδος (ΟΕΝΓΕ), της Πέμπτης 27/6:

«Η αντιπρόεδρος του ΚΕ.Σ.Υ αποκάλυψε πως η πρόθεση της διοικούσας επιτροπής του ΚΕ.Σ.Υ είναι όντως να εισηγηθεί «ηθμό» πριν την έναρξη ειδικότητας και εξειδίκευσης με τη γνωστή λογική της δήθεν «αριστείας»: οι (υποτίθεται) «άριστοι» να έχουν πρόσβαση κατά προτεραιότητα εκτός σειράς αναμονής σε ειδικότητες και τμήματα που υπάρχει αναμονή, ενώ οι υπόλοιποι (η μεγάλη πλειοψηφία) να κατευθύνεται αναγκαστικά σε ειδικότητες και τμήματα που δεν έχουν αναμονή. Επαναλήφθηκε το γνωστό επιχείρημα «αυτά ισχύουν σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες και συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Μάλιστα ειπώθηκε πως στην προηγούμενη επίμαχη υπουργική απόφαση κακώς είχε «διαρρεύσει» η συγκεκριμένη εισήγηση της επιτροπής περί συγκεκριμένου τρόπου παραβίασης της σειράς αναμονής μέσω βαθμού πτυχίου, εξετάσεων κλπ.

Στη σημερινή «διορθωτική» νέα υπουργική απόφαση απλά απαλείφεται η συγκεκριμένη αυτή παράγραφος (η εισήγηση της επιτροπής). Η σύνθεση της επιτροπής παραμένει σχεδόν ίδια και τα καθήκοντα παραμένουν ως είχαν. Στη συνάντηση τονίσαμε και επαναλαμβάνουμε δημοσίως πως δεν θα κάνουμε ούτε βήμα πίσω στον αγώνα για την υπεράσπιση των μορφωτικών δικαιωμάτων των νέων γιατρών και στον αγώνα για αποκλειστικά δημόσια, πραγματικά δωρεάν περίθαλψη.

Επιβεβαιώνεται πανηγυρικά πως η πρόθεση της κυβέρνησης, όπως άλλωστε όλων των κυβερνήσεων διαχρονικά, είναι ακριβώς αυτή: η καθιέρωση αντιδραστικών φραγμών – «ηθμών» στην πρόσβαση των νέων πτυχιούχων στην έναρξη ειδικότητας και στην πρόσβαση των νέων ειδικευμένων στην έναρξη εξειδίκευσης. Γιατί αυτά τα αντιδραστικά μέτρα αποτελούν συστατικό στοιχείο της γενικότερης αντιδραστικής πολιτικής που στοχεύει στην πλήρη εμπορευματοποίηση της περίθαλψης.

Η σημερινή εξέλιξη με την έστω προσωρινή, έστω μερική κυβερνητική υπαναχώρηση αποτελεί μια πρώτη νίκη των νοσοκομειακών γιατρών», αναφέρει μεταξύ άλλων η ανακοίνωση.

Να πούμε, τέλος, πως η επίμαχη απόφαση προέβλεπε η 14μελής Επιτροπή – αποτελούμενη κυρίως από καθηγητές Ιατρικών Σχολών, διευθυντές κλινικών ΕΣΥ και τον πρόεδρο του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας – να επιλέγει υποψηφίους για το 20% των θέσεων κάθε εκπαιδευτικού κέντρου για τις ειδικότητες ή τις εξειδικεύσεις που έχουν αναμονή για διορισμό μεγαλύτερη του ενός έτους. Επιπλέον, προβλέπονταν εξετάσεις κάθε τέσσερις μήνες (Ιανουάριο, Απρίλιο, Ιούλιο, Οκτώβριο).

Σχετικά Άρθρα