Τσίπρας/ Διαχείριση χρόνου και νέου “κεφαλαίου”
Ο χρόνος επουλώνει πληγές. Ισχύει και στην πολιτική, όπου η συγκυρία και οι ανάγκες που δημιουργεί δρα ως αιμοστατικό. Ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται πως είναι μία τέτοια περίπτωση. Μέχρι πριν ένα χρόνο ελάχιστοι ήθελαν να τον ακούσουν. Η συγκυρία του εσωτερικού ανταγωνισμού σε αυτό που αποκαλείται κεντροαριστερά πριν τις εκλογές του Μαϊου του 2023 αφόπλιζε τα επιχειρήματα υπέρ της συνεργασίας υπό το ευνοϊκό περιβάλλον της απλής αναλογικής. Η αλήθεια είναι πως για το ότι δεν υπήρχαν ευήκοα ώτα ευθύνες έχει και ο ίδιος, ή ακριβέστερα το κόμμα του.
Το ΠΑΣΟΚ εθεωρείτο, τότε, από αρκετά κομματικά στελέχη της Κουμουνδούρου ως συνιστώσα της κρίσης του πολιτικού συστήματος, συνένοχο με τη Ν.Δ για τα “δεινά”. Τέτοια στελέχη δρούσαν ως “βομβιστές” κάθε προοπτικής. Από την άλλη όρθωναν τείχη οι πρωταγωνιστές του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου, αντιμετώπιζαν τον Τσίπρα ως ανυπόληπτο. Το πρόβλημα ήταν, επί της ουσίας, η περιχαράκωση στα στενά όρια των κομματικών ιδιοκτησιών.
Οι συνθήκες έχουν αλλάξει και άλλαξαν βίαια. Οι εκλογές του 2023 προκάλεσαν έναν επώδυνο κατακερματισμό, ο ΣΥΡΙΖΑ συνετρίβη και ο Τσίπρας ανέλαβε πλήρως την ευθύνη -προσπερνώντας, μάλιστα, τις ευθύνες πολλών άλλων τριγύρω του- και παραμέρισε. Ακόμα και τότε οι πολιτικοί εγωϊσμοί μεταφέρθηκαν ως κληρονομικό δικαίωμα στους διαδόχους στην Κουμουνδούρου, ενώ στην Χαριλάου Τρικούπη θεώρησαν ότι βρήκαν την ευκαιρία να ανακτήσουν κάτι από την αίγλη του παρελθόντος, να γίνουν χαλίφηδες στη θέση του έκπτωτου αντίπαλου χαλίφη.
Η μεγάλη ευρωπαϊκή εικόνα και το ηχηρό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών άνοιξε κατ΄ ανάγκη την συζήτηση. Όσοι δεν έκαναν ποτέ τον κόπο να ακούσουν τον Τσίπρα, αίφνης είτε βρέθηκαν στις θέσεις αμφιθεάτρου του Ωδείου Αθηνών -στημ “παρθενική” διάσκεψη του Ινστιτούτου του πρώην πρωθυπουργού-, είτε επιδεικνύουν άλλα αντανακλαστικά. Η συγκυρία άλλαξε και χτυπά δυνατά τις κομματικές πόρτες. Κι εκείνος κατόρθωσε να αρθρώσει όσα δεν μπορούσε να πει με τον σωστό τρόπο.
Μπορεί αυτό που δεν ήταν δυνατό να συμβεί παλαιότερα να γίνει τώρα μία πιθανή προοπτική; Η πρώτη απάντηση είναι πως εάν δεν δρομολογηθεί θα βαθύνει ένα χάσμα που ίσως το καλύψει η “άγνωστη γη” στα δεξιά του κυβερνώντος κόμματος. Το γαλλικό πολιτικό και εκλογικό “εργαστήριο” είναι πιθανό να προκαλέσει νέες χημικές ενώσεις προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Εάν, για παράδειγμα, το “Λαϊκό Μέτωπο” (συνεργασία Σοσιαλιστών, Κομμουνιστών, Ανυπότακτης Γαλλίας) ανακόψει την άνοδο της Μαρίν Λεπέν (δια του 28χρονου Μπαρντελά) στην εξουσία και στην “συγκατοίκηση” με τον καταρρέοντα Εμανουέλ Μακρόν, αρκετοί θα πουν πως αυτή είναι η συνταγή. Εάν, η “Εθνική Συσπείρωση” επικρατήσει, θα πάρουν αέρα τα πανιά της εσωτερικής υπερδεξιάς. Σε κάθε περίπτωση η συνεργασία των γαλλικών προοδευτικών κομμάτων θα έχει αναδειχθεί ως η μοναδική απάντηση.
Ο Τσίπρας έστειλε το μήνυμα, ο Γιώργος Παπανδρέου το αναπαρήγαγε, στελέχη και βουλευτές απ΄ όλα τα κόμματα αυτού του “τόξου” έδειξαν με την παρουσία τους στη διάσκεψη ότι μπορούν και θέλουν να ακούσουν. Τα πρόσωπα στις ηγεσίες των δύο κομμάτων μπορούν να γίνουν επιταχυντές ή εμπόδια. Αυτό θα το γνωρίζουμε μέχρι το τέλος της χρονιάς, όταν θα έχουν διαμορφωθεί καλύτερα οι συνθήκες.
Η επίκληση της βούλησης του εκλογικού σώματος που θεωρητικά αναλογεί στα δύο κόμματα είναι σωστή. Εάν κάτι δεν το θέλουν οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, και το δυνητικό σώμα ψηφοφόρων του όποιου νέου σχήματος, τίποτε δεν μπορεί να προχωρήσει. Αρκεί να δωθεί η δυνατότητα να υπάρξει σχετική ετυμηγορία. Δίχως τίποτε να θεωρείται βέβαιο, στο ΠΑΣΟΚ που ζει εντονότερα την μετεκλογική θύελλα τα πράγματα είναι μάλλον ευκολότερα. Με την εξαίρεση του Νίκου Ανδρουλάκη υπάρχουν πιθανοί υποψήφιοι που υπερασπίζονται την συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων. Τουλάχιστον ένας εξ αυτών φαίνεται ότι μπορεί εύκολα να υπερβεί τα κομματικά σύνορα και να συσπειρώσει και σημαντικό τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Όταν ολοκληρωθεί η εσωτερική διαδικασία στο ΠΑΣΟΚ, θα τεθεί εκ των πραγμάτων το ερώτημα πόσο έτοιμος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να εισέλθει στην ουσία της συζήτησης. Ίσως οι διαδικασίες να τρέψουν παράλληλα. Θα έχει, αναμφίβολα, βοηθήσει ένα μορατόριουμ μεταξύ των κομμάτων, με συνέργειες στη Βουλή και σε επαγγελματικούς φορείς. Θα συνδράμει, επίσης, και η εικόνα που θα δείχνουν οι δημοσκοπήσεις (αυτή της Opinion Poll για το libre δημιούργησε μία πολύ ενδιαφέρουσ αφετηρία) τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο. Εφόσον, δηλαδή, τα ποσοστά της Ν.Δ παραμείνουν καθηλωμένα κοντά στο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και το άθροισμα μιας πιθανής συνεργασίας κινηθούν δυναμικά, τότε η συζήτηση θα ανάψει.
Όμως, το δίλημμα θα περάσει στον Στέφανο Κασσελάκη. Θα επιμείνει στην αυτονομία και την διεκδίκηση να αντιμετωπίσει μόνος του τον Κυριάκο Μητσοτάκη; Θα κινηθεί σχεδόν αποκλειστικά προς τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, η οποία για πολλούς στον ΣΥΡΙΖΑ και αναμφίβολα για τον ίδιο τον Τσίπρα θεωρείται “κόκκινο πανί”; Θα αναζητήσει μεταγραφές από παντού; Ή θα εισέλθει στον διάλογο για μία προγραμματική σύγκλιση;
Κι αν προτιμήσει τον δρόμο της αυτονομίας και επιτρέψει σε κάποιους να ναρκοθετούν την προοπτική συνεργασίας, τι θα πράξουν κορυφαία στελέχη που ασφυκτιούν; Ακόμα και φίλα προσκείμενα στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Νίκος Παππάς που προτείνουν σχέδιο σύγκλισης και εκλογικής συμπόρευσης. Και εν τέλει τι θα κάνει ο ίδιος ο Τσίπρας;
Εάν προτιμήσει να αναλίσκεται -δια του Ινστιτούτου- σε αέναες συζητήσεις που δεν θα καταλήγουν πουθενά (όχι με δική του ευθύνη) θα ξοδέψει το πολιτικό του κεφάλαιο και την δυνατότητα που κατέκτησε να τον ακούνε πιά εκείνοι που δεν τον άκουγαν. Φαίνεται αποφασισμένος να κάνει όλα τα βήματα και πολλοί στον ΣΥΡΙΖΑ περιμένουν το νεύμα του. Ένα είναι βέβαιο: έχει πάψει πλέον να είναι ανεπιθύμητος συνομιλητής στον χώρο του ΠΑΣΟΚ και ευρύτερα. Βρίσκει συμμάχους και αξιοποιεί την συγκυρία.