Μητσοτάκης: Επιχείρηση συσπείρωσης του κοινού που φλερτάρει με την αποχή- Μπαράζ περιοδειών και συνεντεύξεων
Στην τελική ευθεία προς την κάλπη της 9ης Ιουνίου ο πρωθυπουργός θα πραγματοποιήσει μπαράζ περιοδειών και συνεντεύξεων για να τονίσει την κρισιμότητα της επικείμενης αναμέτρησης. Aύριο θα κάνει περιοδεία σε Αχαΐα και Ηλεία, ενώ πιθανότατα την Παρασκευή θα συνεδριάσει το υπουργικό συμβούλιο. Θα ακολουθήσει διήμερη περιοδεία στην Κρήτη το Σαββατοκύριακο, όπου μάλιστα θα γίνει και η διακαναλική συνέντευξη. Μπαράζ ομιλιών θα υπάρξει και την επόμενη εβδομάδα, με επισκέψεις σε δήμους της Αττικής αλλά και δυο προεκλογικές συγκεντρώσεις την Τετάρτη στην Θεσσαλονίκη και την Παρασκευή στην Αθήνα (στο Σύνταγμα εκτός απροόπτου).
Στην κυβέρνηση βάζουν τον πήχη στο 33%, ποσοστό που είχε πάρει η Νέα Δημοκρατία και στην αντίστοιχη αναμέτρηση το 2019. Παράλληλα παρακολουθούν τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων που δείχνουν πως δεν κλείνει η ψαλίδα από το δεύτερο κόμμα, κάτι που έχει επίσης σημασία στη… μάχη των εντυπώσεων.
- Επιθυμούν να συσπειρώσουν ένα κοινό που επιθυμεί μεν τη σταθερότητα, ωστόσο… φλερτάρει με την ιδέα της αποχής χωρίς να παραγνωρίζεται η εκλογική κόπωση σε ένα τμήμα των ψηφοφόρων μετά από τις διαδοχικές αναμετρήσεις του τελευταίου χρόνου (δύο εθνικές εκλογές και στη συνέχεια οι αυτοδιοικητικές κάλπες).
«Δεν πρέπει ο λαϊκισμός να ξαναριζώσει στην χώρα» σημείωσε χθες ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, τονίζοντας την ανάγκη να σταλεί μήνυμα σταθερότητας στις επικείμενες ευρωεκλογές. Μάλιστα υπογράμμισε πως «εγώ σηκώνω το γάντι της αντιπολίτευσης. Γιατί η αντιπολίτευση μετατρέπει τις ευρωεκλογές σε δημοψήφισμα κατά της κυβέρνησης και δεν μιλάει για την Ευρώπη» και προσέθεσε «πάμε να μετρηθούμε και πολιτικά και να δούμε τελικά ποιοι είναι οι πραγματικοί συσχετισμοί των δυνάμεων έναν χρόνο μετά τις εκλογές, συγκρίνοντας, όμως, ευρωεκλογές με ευρωεκλογές».
Σε συνέντευξη του χθες στο Star ο Κυριάκος Μητσοτάκης απάντησε στα πυρά της αντιπολίτευσης, σημειώνοντας «επειδή ακούω πολλές φορές να κατηγορούμαστε για την αλαζονεία του 41%, πιστεύω ότι αυτή είναι μία, θα έλεγα, προσέγγιση προσβλητική για τους Έλληνες πολίτες. Δεν το υφαρπάξαμε το 41%. Μας ψήφισαν οι Έλληνες πολίτες, μας έδωσαν ένα μεγαλύτερο ποσοστό». Προσέθεσε δε πως «και, από το πρώτο βράδυ της νίκης μας στις εθνικές κάλπες, είπα ότι δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το 41% ούτε ως λευκή επιταγή, ούτε ως άλλοθι αλαζονείας».
Όπως επεσήμανε «εμείς έχουμε μιλήσει ανοιχτά για τα προβλήματα της χώρας. Έχουμε προτάξει μια μεταρρυθμιστική ατζέντα. Δεν κοροϊδέψαμε ποτέ τους πολίτες. Είπαμε ότι ό,τι κάνουμε θα το κάνουμε εντός των πλαισίων των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της οικονομίας μας». Ωστόσο προσέθεσε πως «από την άλλη πλευρά, έχουμε μια επιστροφή στις χειρότερες μέρες του παρελθόντος, του 2015 ή μέχρι και του 2010. Διότι όταν ακούω την αντιπολίτευση να λέει, «κοστίζει πολλά το πρόγραμμά μας, αλλά θα βρούμε τα λεφτά», κάτι μου θυμίζει αυτό.Κάποιος άλλος το είχε πει: «λεφτά υπάρχουν». Και δεν υπήρξαν ποτέ λεφτά. Άρα, αυτή η ιδέα ότι μπορώ με έναν μαγικό τρόπο «να φορολογήσω τους πλούσιους και να βρω καμιά σαρανταριά δισεκατομμύρια τα οποία κάπου είναι κρυμμένα», ήταν μια ακόμα μεγάλη αυταπάτη που μας οδήγησε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας».
Το Μαξίμου αναφέρει πως οι προτάσεις που έχει καταθέσει ο ΣΥΡΙΖΑ κοστίζουν 45 δισεκατομμύρια. Δεν υπάρχουν… λεφτόδεντρα είναι το μήνυμα που εκπέμπεται και σημειώνεται πως πρέπει να γίνουν σταθερά βήματα που δεν θα θέτουν σε κίνδυνο την δημοσιονομική ισορροπία. «Δεν μπορούμε να ξαναζήσουμε εποχές ούτε του 2012, ούτε του 2015, όταν κάποιοι, εκμεταλλευόμενοι την οργή της κοινωνίας, ήρθαν στα πράγματα, έταξαν μαγικές λύσεις με χρήματα τα οποία δεν υπήρχαν, για να φτάσουμε τελικά στα όρια της χρεοκοπίας» σημείωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Στόχος της κυβέρνησης είναι το επόμενο διάστημα να μπούν σε εφαρμογή συγκεκριμένα μέτρα, τα οποία θα είναι κοστολογημένα. Μεταξύ άλλων έμφαση δίνεται σε νέες δράσεις στο στεγαστικό πεδίο (αναζητούνται πόροι για να επεκταθεί το πρόγραμμα «Σπίτι μου» που απευθύνεται σε νέα ζευγάρια) και στο εθνικό σχέδιο για το δημογραφικό. Από εκεί και πέρα μέχρι το τέλος της τετραετίας θα έρθει νέα μείωση των εργοδοτικών εισφορών αλλά και αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ και του μέσου μισθού στα 1500 ευρώ