Γκάλης: Θέλησα να κατακτήσω την Ελλάδα με το μπάσκετ
Ο Νίκος Γκάλης παραχώρησε συνέντευξη στο ισπανικό περιοδικό Gigantes del Basket και μίλησε για τα παιδικά του όνειρα, την πορεία του στο μπάσκετ και τη… μυθική του καριέρα στα ευρωπαϊκά γήπεδα.
Μια μεγάλη συνέντευξη στο ισπανικό περιοδικό Gigantes del Basket και τον Έλληνα δημοσιογράφο, Γιάννη Σταυρουλάκη, παραχώρησε ο Νίκος Γκάλης όπου μίλησε για όλους και για όλα. Για τα παιδικά του όνειρα, την πορεία του στο μπάσκετ, αλλά και το πως κατάφερε να διαγράψει μια καριέρα σαν… παραμύθι.
Αναλυτικά η συνέντευξη του Νίκου Γκάλη:
– Ο Νίκος Γκάλης έγινε μύθος, κατάφερε να ενώσει μια χώρα, έκανε τον Έλληνα να ερωτευτεί το μπάσκετ και να πιστέψει στο αδύνατο. Ποιος ήταν όμως ο δικός σας ήρωας;
«Εγώ γεννήθηκα, μεγάλωσα, έμαθα το μπάσκετ στην Αμερική. Ήμουν ντροπαλό παιδί αλλά δεν μπορώ να πω ότι δεν είχα και ίνδαλμα. Όταν μεγάλωνα στη Νέα Υόρκη και αργότερα στο Νιου Τζέρσεϊ, που μετακομίσαμε με τους γονείς μου, φυσικά ήμουν φαν των Νιου Γιορκ Νικς, της ομάδας που είχε πάρει το πρωτάθλημα του 1969. Είχαν σπουδαίους παίκτες όμως αυτός που ξεχώριζε για μένα ήταν ο πλέι μέικερ, ο Ουολτ Φρέιζερ, ψηλός γκαρντ για την εποχή του, που είχε φαντεζί παιχνίδι στο ρεπερτόριό του. Είμαι άνθρωπος που δεν έχω ζητήσει αυτόγραφο από κανέναν στη ζωή μου, μόνο τον έχω δει, με είχε πάει ο προπονητής μου στο Λύκειο να τον δω να παίζει. Μπορώ να πω, λοιπόν, ότι είχα αυτόν σαν ίνδαλμα εκείνη την εποχή».
– Ποιος αντίπαλος σας ενέπνευσε περισσότερο κατά τη διάρκεια της καριέρας σας;
«Ο Πέτροβιτς που ήταν πάρα πολύ καλός, σοβαρός παίχτης και επίσης μπροστά και από την εποχή του, εκείνο την καιρό. Ένας άλλος ήταν ο Κούκοτς, που με μάρκαρε κιόλας. Ήταν δύσκολος παίκτης, ήταν 2,09μ., παίκτης με μεγάλα χέρια, έξυπνος και πάρα πολύ καλός. Πολλές φορές έβαζαν απέναντι μου τον Ντακουρί, με μάρκαρε σκληρά και ήταν σωματώδης αθλητής που έπαιζε καλή άμυνα. Θυμάμαι από την Ισπανία ότι ο Σαν Επιφάνιο ήταν και αυτός από τους καλύτερους παίκτες στην Ευρώπη εκείνη την εποχή και πολύ έξυπνος παίκτης. Ο Νόρις επίσης που ήταν ένας ψηλός που είχε η Μπαρτσελόνα και ζήλευα εγώ, γιατί δεν είχαμε στον Άρη ποτέ έναν τέτοιο ψηλό παίκτη. Έναν τέτοιο κυρίαρχο ψηλό».
– Τι ήταν, τελικά, ο Άρης του Νίκου Γκάλη; Εκείνη η παρέα που… τρομοκράτησε το ελληνικό μπάσκετ για μια δεκαετία;
«Ο Άρης εκείνη την εποχή ήταν δυναστεία. Πραγματικά αλλάξαμε όλο τον αθλητικό χάρτη στην Ελλάδα. Από Αθήνα πήγε Θεσσαλονίκη το μπάσκετ κατευθείαν. Ο Άρης ήταν η ομάδα της χώρας μαζί με την Εθνική Ελλάδος. Καθόταν ο κόσμος και έβλεπε τις Πέμπτες που παίζαμε στο Πρωταθλητριών και νέκρωνε όλη η χώρα, όχι μόνο η Θεσσαλονίκη. Προσφέραμε θέαμα, είχαμε την αγάπη του κόσμου και μας θεωρούσαν σαν μια εθνική ομάδα εκείνη την εποχή».
– Υπήρχε καλύτερο δίδυμο στην Ευρώπη στα 80s και στις αρχές των 90s από το Γκάλης- Γιαννάκης;
«Θυμάμαι εξαιρετικά δίδυμα στην Ευρώπη, η Γιουγκοπλάστικα μάλιστα είχε πάνω από δύο, είχε Ράτζα, είχε Κούκοτς, είχε Σάβιτς, όπως και η Παρτίζαν με Ντίβατς, Πάσπαλι και Τζόρτζεβιτς. Η Σοβιετική Ένωση είχε Μαρτσουλιόνις και Σαμπόνις, η Μπαρτσελόνα είχε Σαν Επιφάνιο και Όντι Νόρις, η Ρεάλ το ’89 είχε Ντράζεν Πέτροβιτς και Φερνάντο Μαρτίν, πιο πριν Κορμπαλάν, Μαρτίν και Μπιριούκοφ. Υπήρχαν πολύ ισχυρά δίδυμα παικτών στην Ευρώπη τότε».
– Και τι ήταν αυτό που έκανε τον Γκάλη να παίζει στα όριά του; Να βγαίνει στο γήπεδο, να φορτώνει 30άρες και να παίζει με τη βελόνα στο κόκκινο;
«Ήμουν πολύ ανταγωνιστικός, μου άρεσε ο ανταγωνισμός, μου άρεσε να παίρνω την ομάδα στις πλάτες μου και να την οδηγώ. Και σαν άτομο, κανένας αθλητής δεν θέλει να χάνει ούτε αγώνα, ούτε σουτ, ούτε ντρίπλα. Αυτό δεν γίνεται βέβαια στην πραγματικότητα, αλλά είμαι έτσι σε όλη τη ζωή μου. Ήθελα να κερδίζω. Τάβλι να παίζω, θέλω να κερδίσω. Τένις να παίζω, θέλω να κερδίσω. Ήταν στη φύση μου ως αθλητής».
– Οι κόντρες με την Μπαρτσελόνα πέρασαν στη σφαίρα του μύθου. Μαζί φυσικά με εκείνες με την Τρέισερ και τη Μακάμπι. Τι έκανε αυτή την κόντρα τόσο ξεχωριστή και ιντριγκαδόρικη;
«Γιατί παίζονταν πάντα πολλά στις κόντρες αυτές. Παιζόταν η πρόκριση στο Final 4. Ήταν η καλύτερη ομάδα της εποχής τότε. H Τρέισερ, η Μακάμπι, μαζί με την Μπαρτσελόνα είχαν τους καλύτερους παίκτες, έπαιρναν τους καλύτερους ξένους. Κάθε παιχνίδι ήταν μια περιπέτεια και δεν ξέραμε ποιος θα κερδίσει. Οι έδρες ήταν πολύ δυνατές, είχαν πολύ κόσμο πίσω τους αυτές οι ομάδες. Και όταν τους νικούσες, όταν νικούσε ας πούμε ο Άρης αυτές τις ομάδες, συζητιόταν και σε όλα τα Μέσα, ήταν πρώτο θέμα σε όλη την μπασκετική Ευρώπη. Γινόταν διαφήμιση για την ομάδα μας».
– Πώς ζήσατε ό,τι έγινε σε εκείνο το παιχνίδι τον Δεκέμβριο του 1987, όταν ο Άρης έγινε η πρώτη ελληνική ομάδα που έφυγε με τη νίκη από το Palau; Ήταν ίσως μια από τις καλύτερες στιγμές στην καριέρα σας;
«Ναι ήταν σίγουρα, γιατί η Μπαρτσελόνα ήταν πολύ διαφημισμένη ομάδα, ήταν ομάδα που κυριαρχούσε εκείνες τις εποχές. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για το ελληνικό μπάσκετ εκείνη την εποχή. Το χάρηκε όχι μόνο ο Άρης και η Θεσσαλονίκη, τη χάρηκε πιστεύω όλη η Ελλάδα αυτή τη νίκη. Ήταν ένα σταθμός για μας. Δείξαμε ότι ανήκουμε στις μεγάλες ομάδες και μπορούμε να αγωνιστούμε με την ελίτ. Πολλοί φίλαθλοι και πολλοί φίλοι του μπάσκετ λένε ότι αυτή ήταν η καλύτερή μου εμφάνιση με τη φανέλα του Άρη».