Γιατί η πολιτική ηγεμονία (Μητσοτάκη) δεν αντιμετωπίζεται μόνο με…ψήφο δυσαρέσκειας
Παρότι αφορούν το σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας και την ρηχότητα της πραγματικής ανταγωνιστικότητάς της, αλλά και κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ ξεχωριστά, θα έλεγε κανείς πως οι εκθέσεις που παρέδωσαν πρόσφατα στο διευθυντήριο των Βρυξελλών οι Μάριο Ντράγκι και Ενρίκο Λέτα περιγράφουν ως μικρογραφία το ελληνικό πρόβλημα. Συνοπτικά, οι ιδιωτικές επενδύσεις και ο πακτωλός κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ δεν είναι το άπαν εάν δεν συμβαδίσουν με ουσιαστικό επενδυτικό ρόλο του Δημοσίου και εάν δεν αναπτυχθεί μία ευέλικτη, ικανή, αποτελεσματική και γρήγορη δημόσια διοίκηση που μαζί με τους θεσμούς να μπορούν να δράσουν προς την ίδια κατεύθυνση και βα ελέγξουν την τάση ασυδοσίας των αγορών.
Τα παραπάνω εξηγούν επαρκώς, σε εκείνους που πράγματι επιθυμούν να το εξηγήσουν, το φαινόμενο της ελληνικής οικονομίας που πρωταγωνιστεί διεθνώς στους αριθμούς –σε βαθμό που κάποιοι να την περιγράφουν ακόμα και ως “θαύμα”-, ενώ την ίδια ώρα οι ανισότητες παραμένουν αναλλοίωτες -ακόμα και να βαθαίνουν- και το Δημόσιο μένει αμήχανο και αναποτελεσματικό απέναντι στην κοσμογονία των ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων. Το πρώτο έχει να κάνει σε αρκετά μεγάλο βαθμό και από τη βάση εκκίνησης της ελληνικής οικονομίας: προέρχεται από τον βυθό της δεκαετούς οικονομικής κρίσης και η άνοδός της συγκριτικά εμφανίζεται αλματώδης. Το δεύτερο αποδεικνύει, δυστυχώς, πως οι νεοπλασίες της λειτουργίας του κράτους, του χρηματοπιστωτικού συστήματος, της επιχειρηματικότητας και της λειτουργίας των θεσμών που αποτελούσαν την βασική μομφή των δανειστών στα τρία μνημόνια και στο “tool kit” του ΟΟΣΑ, ελάχιστα θεραπεύτηκαν. Αργό και εσωστρεφές Δημόσιο, τράπεζες που κερδοσκοπούν χωρίς να διευκολύνουν την ροή του χρήματος στην υγιή επιχειρηματικότητα, Δικαιοσύνη που παραμένει στην “παλαιολιθική εποχή”.
Πολιτικά, η κυβέρνηση εξαργυρώνει την φήμη των αριθμών που ευημερούν και των θετικών προβλέψεων των διεθνών οίκων. Και μία κοινωνία που διψά για “καλά νέα”, μετά τον δεκαετή χλευασμό της χώρας ως ευρωπαϊκός παρίας, τα υποδέχεται ευχάριστα και τα πιστώνει εκλογικά. Δεν πρέπει κανείς να υποτιμά αυτή τη διάσταση και ως προς αυτό δικαίως το κυβερνών κόμμα επαίρεται. Το ερώτημα, ωστόσο, σχετικά με το πως η ευημερία των αριθμών μπορεί να επιφέρει ευημερία των πολιτών και πραγματική οικονομία ανθεκτική στον χρόνο, παραμένει. Πολιτικά, και πάλι, ουδείς πλην του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν έχει παρουσιάσει συνεκτικό σχέδιο, η δε αναξιοπιστία του συνόλου του πολιτικού συστήματος στα μνημονιακά χρόνια κυκλώνει ακόμα και τις καλύτερες προθέσεις της αντιπολίτευσης.
Εν κατακλείδι, για να χρεώσει ο ψηφοφόρος ασυνέπεια στο κυβερνητικό σχέδιο πρέπει να παρουσιαστεί κάτι συνεπές από κάποιον/οιους που να προσφέρουν εγγυήσεις συνέπειας. Κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί ακόμα. Ως προς τούτο η σκληρή εθνική ατζέντα βάσει της οποίας διεξάγεται η προεκλογική αντιπαράθεση για τις ευρωεκλογές, αφενός πόρρω απέχει από όσα πολύ σημαντικά απασχολήσουν την ΕΕ τα επόμενα χρόνια, αφετέρου δημιουργεί πεδίο σχετικά μικρών μαχών (παρότι θέματα όπως οι θεσμοί, τα Τέμπη κ.ά είναι εξόχως σημαντικά) από τις οποίες η κυβέρνηση μόνο μικρές απώλειες μπορεί τελικά να έχει. Η πολιτική ηγεμονία αποκαθηλώνεται μόνο από μία άλλη πολιτική ηγεμονία που θα χτιστεί σταδιακά μεν αλλά όχι τόσο αργά ώστε να προσφέρει χρόνο σε εκείνον που εκ των πραγμάτων -κυρίως επειδή κυβερνά- έχει ακόμα την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Και γι αυτό απαιτείται οραματικό σχέδιο που θα λάβει θετική ψήφο -και όχι μόνο ψήφο δυσαρέσκειας- και θα κινητοποιεί τους πάντες: από το νέο που αγκομαχά με τις χαμηλές αμοιβές και την ακρίβεια της καθημερινότητας, όπως και με τα ενοίκια στα ύψη, μέχρι τον συνταξιούχο που παραιτημένος συναλλάσσεται με την αναμονή μικροαυξήσεων. Κι από την επιχειρηματικότητα που παράγει και επιδιώκει τον υγιή ανταγωνισμό μέχρι τις ενδιάμεσες παραγωγικές ηλικίες που δυσκολεύονται να δουν σημαντική βελτίωση της ζωής τους.
Αυτή, δε, η κινητοποίηση απαιτεί και κάτι περισσότερο: προοπτική θετικού πολιτικού κλίματος μέσω συγκλίσεων σε αντίθεση με τους θορυβώδεις πολιτικούς εγωϊσμούς και την τοξικότητα.