Βασιλική Γιωτσίδη στο libre: Πως αισθάνονται οι έφηβοι, τι τροφοδοτεί τη βία- Η αιτία για τις αντικοινωνικές συμπεριφορές
Η επίκουρη καθηγήτρια Κλινικής ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο μιλά στο libre για την παραβατική συμπεριφορά των νέων διεθνώς και στην Ελλάδα. Τα στοιχεία που επικαλείται είναι αν μη τι άλλο ανησυχητικά. Όπως εξηγεί η κ. Γιωτσίδη, που είναι και μέλος του ΔΣ της Εταιρείας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας «μία παραβατική συμπεριφορά αφορά συχνά σε μία επανάληψη του τραύματος, καθώς ένα παιδί που επιτίθεται μπορεί να επαναλαμβάνει αληθινά τραυματικά σενάρια που έχει βιώσει.
Επομένως, η παραβατική πράξη αποτελεί έναν τρόπο να ‘‘εξαναγκάσει’’ το περιβάλλον σε διαφορετικές αποκρίσεις από αυτές που είχαν αρχικά δοθεί».
Ενώ όταν αναφέρεται στην Ελλάδα τα στοιχεία προκαλούν ανησυχία για το πόσο «υγιής» είναι η κοινωνία που μεγαλώνουν τα παιδιά σήμερα.
Σύμφωνα με την κ. Γιωτσίδη στην Ελλάδα «ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό έφηβων στην Ελλάδα (60% έναντι 44% του διακρατικού μέσου όρου) αναφέρουν εμμένοντα ψυχολογικά και σωματικά συμπτώματα. Ένας στους 2 εφήβους αναφέρει νευρικότητα (53%) και ευερεθιστότητα (51%), ένας στους 3 εφήβους βιώνει θλίψη (35%) και έχει δυσκολίες ύπνου (30%)και ένας στους 4 εφήβους έχει πονοκεφάλους (25%)».
Σ’ ό,τι αφορά τη λύση του προβλήματος «αποτελεί συλλογική ευθύνη να διασφαλίσουμε ότι οι νέοι έχουν τη φροντίδα, την υποστήριξη και τους ψυχικούς, κοινωνικούς και πνευματικούς πόρους που χρειάζονται, ώστε να μπορούν να συνδέουν δημιουργικά τον εσωτερικό με τον εξωτερικό κόσμο, να αναπτύσσουν ανθεκτικότητα απέναντι στην πραγματικότητα και να αντιμετωπίζουν με γόνιμο και παραγωγικό τρόπο τις προκλήσεις που τους κληροδοτούμε».
Συνέντευξη
–Κυρία Γιωτσίδη, η βία είναι κάτι που μοιάζει με καθημερινό φαινόμενο για τους νέους. Έχουν εθιστεί σε μια καθημερινότητα που δεν έχει προηγούμενο. Σχολικός εκφοβισμός, ψυχολογική και λεκτική βία συμπληρώνονται από σωματικές επιθέσεις νεαρών προς συμμαθητές τους αλλά και σε άλλες κοινωνικές ομάδες όπως οι ομοφυλόφιλοι και οι αλλοδαποί. Υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία για την παραβατικότητα των νέων; Αυτό που ονομάζουμε «αύξηση των περιστατικών» στοιχειοθετείται από κάποια έρευνα ή οφείλεται στην προβολή ή την υπέρ-προβολή από τα Μέσα Ενημέρωσης;
Με βάση τα διαθέσιμα ερευνητικά στοιχεία, αυτό που είναι ανησυχητικό σήμερα είναι η επιβάρυνση της ψυχικής υγείας των νέων, η οποία σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία θεωρείται βασικός παράγοντας κινδύνου για πιθανή εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς. Τα πρόσφατα δεδομένα από το ερευνητικό πρόγραμμα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (HBSC/WHO) σε αντιπροσωπευτικό δείγμα μαθητών ηλικίας 11, 13 και 15 ετών δείχνουν ότι το 2022 σχεδόν ένας στους 3 εφήβους (30.7%) είχε εμπλακεί σε βίαιο καυγά κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών. Μάλιστα, ποσοστό 8.4% ανέφερε ότι οι βίαιοι καυγάδες συνέβησαν συχνά (τουλάχιστον 3 φορές) κατά την ίδια περίοδο. Από την άλλη πλευρά, τα διαχρονικά δεδομένα που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη έρευνα δείχνουν ότι σε βάθος 20ετίας (από το 2002) και ιδιαίτερα από το 2014 κι έπειτα, παρατηρείται μείωση στο ποσοστό των εφήβων με πρόσφατη εμπλοκή σε βίαιους καυγάδες και στο ποσοστό όσων ανέφεραν συχνή εμπλοκή σε βίαιους καυγάδες.
Παρόμοια δεδομένα προκύπτουν εν μέρει και αναφορικά με το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού. Το 2022 σχεδόν ένας στους 4 εφήβους (22.1%) ανέφερε ότι βίωσε εκφοβισμό στο σχολείο κατά τους τελευταίους 2 μήνες και ένας στους 8 εφήβους (12.1%) συμμετείχε ως δράστης σε εκφοβισμό συμμαθητών/τριών. Διαχρονικά, παρατηρείται και πάλι μείωση στο ποσοστό των εφήβων που αναφέρουν πρόσφατη εκδήλωση συμπεριφορών εκφοβισμού τα τελευταία 16 χρόνια (2006-2022). Ωστόσο, το 2022 παρατηρείται αύξηση στο ποσοστό των εφήβων που ανέφεραν ότι είχαν πρόσφατα υποστεί εκφοβισμό στο σχολείο συγκριτικά με τα έτη 2014 και 2018, μία αύξηση που αφορά κυρίως τα 11χρονα παιδιά, τα κορίτσια και τους εφήβους που προέρχονται από οικογένειες με υψηλότερο οικονομικό επίπεδο. Επιπλέον, το 2022 διπλασιάστηκε το ποσοστό των εφήβων που ήταν θύματα ηλεκτρονικού εκφοβισμού συγκριτικά με το 2018 (9.5% vs. 5.2%), καθώς και το ποσοστό των εφήβων που έκανε ηλεκτρονικό εκφοβισμό (7.1% vs. 3.3%).
Παρά τις διαχρονικά μειωτικές τάσεις καθώς και το γεγονός ότι η χώρα μας βρίσκεται κοντά ή/και κάτω από το μέσο όρο των χωρών που συμμετέχουν στο συγκεκριμένο διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα στους δείκτες βίαιης συμπεριφοράς και εκφοβισμού, δεν θα πρέπει να εφησυχάζουμε. Καταρχήν, δεν έχουμε πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα για την τελευταία διετία, μετά το 2022 έως και σήμερα, ώστε να στοιχειοθετείται τι συμβαίνει σήμερα σε σχέση με την κατάσταση που προβάλλεται από τα ΜΜΕ. Κατά δεύτερον, υπάρχει ευρύτερα ένα σημαντικό ερευνητικό κενό για τη μελέτη της παραβατικότητας των νέων στη χώρα μας. Για παράδειγμα, δεν έχουμε ερευνητικά δεδομένα για ηλικίες εφήβων και νέων άνω των 15 ετών ή για συγκεκριμένες ομάδες νέων που παρουσιάζουν ευαλωτότητα είτε για τον ρόλο του θύματος είτε για τον ρόλο του δράστη (π.χ. νεαροί ενήλικες με εμπειρία γονεϊκής εξάρτησης από αλκοόλ, ναρκωτικές ουσίες ή τζόγο), ώστε να είμαστε σε θέση να προσαρμόζουμε τις παρεμβάσεις στις ανάγκες και τις δυνατότητες των νέων. Τρίτον, τα υπάρχοντα ποσοστά βίαιης συμπεριφοράς και εκφοβισμού για το 2022 δεν είναι ασήμαντα, αλλά αντίθετα εγείρουν ανησυχία per se. Ανεξάρτητα από τους αριθμούς, κάθε «περιστατικό» αφορά σε έναν νέο άνθρωπο που πάσχει.
Η ανησυχία αυξάνει εξετάζοντας τη συνολικότερη εικόνα της ψυχικής υγείας των εφήβων στην Ελλάδα με βάση τα ευρήματα που προκύπτουν από την ίδια διεθνή έρευνα (HBSC/WHO). Συγκεκριμένα, ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό έφηβων στην Ελλάδα (60% έναντι 44% του διακρατικού μέσου όρου) αναφέρουν εμμένοντα ψυχολογικά και σωματικά συμπτώματα. Ένας στους 2 εφήβους αναφέρει νευρικότητα (53%) και ευερεθιστότητα (51%), ένας στους 3 εφήβους βιώνει θλίψη (35%) και έχει δυσκολίες ύπνου (30%)και ένας στους 4 εφήβους έχει πονοκεφάλους (25%). Οι δείκτες ψυχικής υγείας των εφήβων έχουν επιδεινωθεί την τελευταία 10ετία συγκριτικά με παλαιότερα, ενώ έχει επιβαρυνθεί σε μεγαλύτερο βαθμό η ψυχική υγεία των κοριτσιών, τα οποία διεθνώς αναφέρουν υψηλό αίσθημα μοναξιάς. Επίσης, οι έφηβοι στη χώρα μας νιώθουν σταθερά μειούμενη ικανοποίηση από τη ζωή τους τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα οι ηλικίες εκείνες των παιδιών που μεταβαίνουν από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο. Αυτό είναι ένα γεγονός που είναι σημαντικό να μελετηθεί περαιτέρω τόσο για τους λόγους που μπορεί να συμβαίνει όσο και για τους τρόπους με τους οποίους η αυξανόμενη ψυχολογική δυσαρέσκεια είναι πιθανό να εκφράζεται.
-«Ήταν παιδάκια 17, 18, 20 ετών», είπε η κόρη του αστυνομικού που δέχτηκε την επίθεση κουκουλοφόρων στην Θεσσαλονίκη έξω από έναν κινηματογράφο πριν από περίπου ένα μήνα. Το ίδιο συνέβη στη συνέχεια στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη και πάλι. Μια επανάληψη. Τι είναι αυτό που οδηγεί στην απροκάλυπτη και αναίτια βία τόσο νέα παιδιά;
Η παραβατικότητα των ανηλίκων είναι ένα φαινόμενο σύνθετο και πολυδιάστατο. Δεν αποτελεί ένα ανεξήγητο φαινόμενο, ούτε όμως και κάτι που μπορεί να αποδοθεί σε μία μόνο «πηγή κακού», σε μία και μοναδική αιτία, την οποία συχνά τείνουμε να αναζητούμε όταν αναρωτιόμαστε για το «τι φταίει». Οι συνάδελφοι στη διεθνή επιστημονική κοινότητα υποστηρίζουν ότι αποτελεί ένα μοτίβο συμπεριφοράς που έχει «χτιστεί» σταδιακά, και θα προσέθετα μάλλον «αθόρυβα», μέσα στα προηγούμενα χρόνια. Παρόλο που η πανδημία COVID-19 και τα συνοδά περιοριστικά μέτρα ενέτειναν τις δυσχέρειες που βιώνουν οι ανήλικοι, δεν αποτελούν τη μόνη, ή την κύρια, εξήγηση. Η πανδημία ήταν ο «εκλυτικός παράγοντας», θα λέγαμε με όρους πιο κλινικούς, δηλαδή αυτό που πυροδότησε μια σειρά αρνητικών αντιδράσεων για κάτι που προϋπήρχε.
Ήδη από το 2018, πριν την πανδημία, είχε παρατηρηθεί διεθνώς μια μειωτική τάση μεταξύ των εφήβων, ιδιαίτερα των κοριτσιών, στο αίσθημα ικανοποίησης που ένιωθαν για τη ζωή τους, καθώς και στην αίσθηση που είχαν για την κατάσταση της υγείας τους.Με άλλα λόγια, οι έφηβοι μάς εξέφραζαν ότι ολοένα και περισσότερο δεν αισθάνονται καλά, δεν είναι ευτυχισμένοι. Εξάλλου, από το 2014 είχε παρατηρηθεί αύξηση στα προβλήματα ψυχικής και σωματικής υγείας στα παιδιά και τους νέους. Δεδομένου ότι δεν έχουμε καταφέρει να αφουγκραστούμε και να ανταποκριθούμε κατάλληλα σε αυτά τα «παράπονα», ή αλλιώς στα πρώτα «κλινικά σημεία», μπορεί να εξηγεί σε κάποιον βαθμό ότι πλέον οι τρόποι με τους οποίους εκφράζονται ορισμένοι έφηβοι είναι πιο «ηχηροί», για παράδειγμα μέσω επιθετικής και «απροκάλυπτης» πλέον συμπεριφοράς. Είναι, δηλαδή, σαν μία αρχική «γκρίνια» να κλιμακώθηκε σταδιακά, οπότε ή όποια ψυχική δυσφορία να εκδηλώνεται πλέον με «εκρήξεις οργής», ιδιαίτερα σε επιμέρους ομάδες νέων.
-Οι θύτες μήπως είναι ή υπήρξαν θύματα;
Η βία δεν αφορά μόνο σε μία φαύλα συμπεριφορά, αλλά συνδέεται και με τον λεγόμενο «φαύλο κύκλο της βίας». Η βία, παρόλο που καταλύει τη σχέση στο παρόν,αναφέρεται πάντοτε σε μία σχέση. Έτσι, μία παραβατική συμπεριφορά αφορά συχνά σε μία επανάληψη του τραύματος, καθώς ένα παιδί που επιτίθεται μπορεί να επαναλαμβάνει αληθινά τραυματικά σενάρια που έχει βιώσει. Επομένως, η παραβατική πράξη αποτελεί έναν τρόπο να «εξαναγκάσει» το περιβάλλον σε διαφορετικές αποκρίσεις από αυτές που είχαν αρχικά δοθεί. Αυτό, δηλαδή, που είχε υποστεί με έναν τρόπο παθητικό, πλέον το εκδραματίζει ασυνείδητα, είτε στη θέση του θύτη είτε στη θέση του θύματος,υιοθετώντας έναν ρόλο πιο «πρωταγωνιστικό», με τρόπο δηλαδή πιο ενεργητικό. Μέσα από αυτό το παράδοξο μοτίβο, ένα παιδί αναζητά να εκφορτίσει, να διαμηνύσει, αυτό που βιώνει τοποθετώντας τον άλλον στη θέση που εκείνο βρισκόταν, ή που μπορεί ακόμα να βρίσκεται(π.χ. ένα κακοποιητικό περιβάλλον). Επιλέγω επί τούτου το ρήμα «διαμηνύω», γιατί μια τέτοια αντικοινωνική συμπεριφορά στέλνει μεν ένα «μήνυμα» στο περιβάλλον, χωρίς ωστόσο να το επικοινωνεί. Εδώ ακριβώς έγκειται η μεγάλη πρόκληση για το πώς «λαμβάνουμε» το μήνυμα από κάθε παιδί που παραβατεί και πώς κατασκευάζουμεως ενήλικες, εάν κατασκευάζουμε, «γέφυρες επικοινωνίας». Εάν, δηλαδή, εκτός από το να συλλάβουμε πιθανά το παιδί που παραβατεί, «συλλαμβάνουμε» το νόημα της πράξης του, ένα νόημα που το ίδιο το παιδί αδυνατεί να κατανοήσει, όπως επίσης κατά πόσο αποκρινόμαστε στη συνέχεια με τρόπο που να μη διαιωνίζει τον «φαύλο κύκλο της βίας».
Θα αναφέρω, για παράδειγμα, μία διακρατική έρευνα (BECAN study) που είχε ως στόχο να διερευνήσει την έκθεση των παιδιών στη βία σε αντιπροσωπευτικό δείγμα παιδιών ηλικίας 11, 13 και 16 ετών. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, το ποσοστό έκθεσης των παιδιών στην ψυχολογική βία στην Ελλάδα βρέθηκε να είναι 83.2%για όλη τη ζωή και 70% για τους τελευταίους 12 μήνες. Η δε διά βίου έκθεση στη σωματική βία αναφέρθηκε σε ποσοστό 76.3% των παιδιών. Υψηλά ήταν και τα ποσοστά των παιδιών που ανέφεραν ότι βίωναν παραμέληση (30.9% και 21.5% για τα κορίτσια και τα αγόρια, αντίστοιχα). Μια τέτοια έκθεση των παιδιών στη βία μπορεί να μετατεθεί από τα ίδια τα παιδιά προς τρίτους, πιο «αδύναμους» από εκείνα. Εντούτοις, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στην ίδια μελέτη σχεδόν το σύνολο των παιδιών (98.2%) στην Ελλάδα ανέφερε εμπειρίες θετικών πρακτικών ανατροφής από τους γονείς τους. Το συγκεκριμένο εύρημα δείχνει καταρχήν ότι η έκθεση των παιδιών στη βία δεν περιορίζεται στη σχέση με τους γονείς, αλλά μπορεί να προέρχεται και από άλλες πηγές (π.χ. άλλους συγγενείς, συνομιλήκους). Επίσης, οι γονείς μπορεί άλλοτε να αντιδρούν με τρόπο σκληρό και βίαιο κι άλλοτε με θετική πειθαρχία. Επομένως, είναι κρίσιμης σημασίας για την πρόληψη της παραβατικότητας των νέων, η υποστήριξη των γονέων και των εκπαιδευτικών και η καλλιέργεια υγιών και διευκολυντικών προτύπων ανατροφής, ώστε μέσω της αρχικής σχέσης με τους γονείς και της μετέπειτα σχέσης με τους παιδαγωγούς να διαμορφωθεί στα παιδιά ένας ηθικός και κοινωνικός κώδικας, απαραίτητος για την ομαλή κοινωνική προσαρμογή τους.
-Αυτό που συμβαίνει με τα παιδιά σήμερα γίνεται με τον πλέον απροκάλυπτο τρόπο. Όλοι και όλα τα ωθούν στην αναζήτηση της περιπέτειας, στον τρόπο εξεύρεσης χρήματος, ενώ έχουν απεριόριστη πρόσβαση στο σεξ μέσω της οθόνης. Τελικά ποιος οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί;
Τα παιδιά και οι έφηβοι καλούνται να αναμετρηθούν, πρακτικά και φαντασιωσικά, με πλείστες προκλήσεις σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από έντονη ρευστότητα και υψηλές απαιτήσεις, χωρίς παράλληλα να υπάρχουν αξιόπιστα ερείσματα, σταθερές αξίες και σαφή όρια. Αγωνίες ζωτικής σημασίας, όπως είναι τα θέματα που αφορούν την κλιματική αλλαγή και την παγκόσμια ειρήνη συνυπάρχουν με καθημερινά ψυχοπιεστικά ερεθίσματα, όπως το άγχος των επιδόσεων και της επαγγελματικής αποκατάστασης. Εξάλλου, οι νέες μορφές επικοινωνίας με τον εξωτερικό κόσμο μέσω της διείσδυσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης προτάσσουν έναν μάλλον απρόσωπο και μη λεκτικό τρόπο εικονικής επαφής -και όχι πραγματικής σύνδεσης- με τον Άλλον. Μοιάζει σαν να αντικαθιστούμε την «πραγματικότητα» με μία «εικονικότητα». Αυτό που «φαίνεται» είναι πιο ισχυρό από αυτό που «είναι». Μια τέτοια κοινωνική συνθήκη δυσχεραίνει τη δυνατότητα ψυχικής συγκρότησης του νέου ανθρώπου που ήδη καλείται να διαχειριστεί εσωτερικές συγκρούσεις στην προσπάθεια εύρεσης ενός κοινωνικού ρόλου και διαμόρφωσης μιας ενήλικης ταυτότητας. Ιδιαίτερα στα παιδιά εκείνα που έχουν έναν μεγαλύτερο βαθμό ευαλωτότητας, λόγω διάφορων ατομικών ή/και ψυχοκοινωνικών παραγόντων, η δυνατότητα ελέγχου των φυσιολογικών επιθετικών ορμών καθίσταται ακόμη πιο δύσκολη στη σύγχρονη εποχή.
Πράγματι, υπάρχει πλέον απεριόριστη πρόσβαση για περιπέτεια, χρήμα και σεξ. Αναφέρθηκα πριν στη σημασία της ομαλής κοινωνικής προσαρμογής. Ωστόσο, ολοένα και περισσότερο, η ζώσα συνθήκη της πραγματικότητας και της βιωμένης ψυχικής συναλλαγής με τους άλλους αντικαθίσταται από την εικονική ψηφιακή πραγματικότητα της άμεσης ικανοποίησης κάθε παρόρμησης και ανάγκης. Άλλωστε, η ικανοποίηση κάθε ενστικτώδους επιθυμίας αναστέλλει τη δυνατότητα ανοχής στη ματαίωση, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει ρύθμιση των συναισθημάτων, αυτοέλεγχος και υπακοή σε ηθικούς και κοινωνικούς κώδικες. Συνεπώς, τίθεται το ερώτημα: Μήπως περιορίζοντας το να «κοιτάμε τον άλλον στα μάτια», τόσο κυριολεκτικά όσο και συμβολικά, ή συνηθίζοντας να τον κοιτάμε «εξ αποστάσεως», όπως συμβαίνει λόγου χάρη με τη διαμεσολάβηση μιας οθόνης, είναι πιθανό να αποτελεί συνθήκη που υποθάλπει την «τυφλή» ικανοποίηση των ενστίκτων;
-Σήμερα όλα έχουν γίνει ένα «παιχνίδι». Και περισσότερο απ’ όλα η σιωπή απέναντι στον εξευτελισμό που γίνεται για πλάκα και ανεβαίνει στα κοινωνικά δίκτυα. Τα παιδιά πόσο υποφέρουν από αυτό;
Το παιχνίδι είναι σαν τη ζωή –έχει κι αυτό όρια και κανόνες. Ωστόσο, στην εικονική συνθήκη όλα καθίστανται απεριόριστα τόσο σε επίπεδο πρόσβασης όσο και σε επίπεδο περιεχομένου. Όλα επιτρέπονται. Όλα γίνονται. Όλα είναι για όλους. Δεδομένης της αχαλίνωτης επιτρεπτικότητας του «ψηφιακού περίγυρου», τα παιδιά εκτίθενται σε ερεθίσματα που προβάλλουν την κυνική συμπεριφορά, την εξαπάτηση του άλλου και τον χλευασμό ως αναμενόμενες συμπεριφορές. Η εχθροπάθεια όχι μόνο επιτρέπεται αλλά επικροτείται. Αυτό που παρατηρούμε είναι να προάγεται η υιοθέτηση αντικοινωνικών συμπεριφορών, οι οποίες μοιάζει να αυξάνουν τις πιθανότητες «αναγνωρισιμότητας». «Πόσοι με βλέπουν;», «Πόσοι με ακολουθούν;» Είναι σύγχρονες υπαρξιακές ανησυχίες των νέων, ερωτήματα ταυτόσημα με το «Πόσο αξίζω;» «Πόσο με εκτιμούν;». Παράλληλα, υπάρχει η άρρητη και ρητή συνάμα επιταγή να γίνουν όλα γρήγορα, εύκολα, αγόγγυστα.
Η επιθετικότητα και η ανάγκη για παντοδυναμία αποτελούν ίδιον της εφηβείας. Ο εξετευλισμός του άλλου, ωστόσο, αποτελεί ένδειξη ψυχοκοινωνικής παθολογίας. Πρόκειται για εχθρική συμπεριφορά, η οποία πολλές φορές συνοδεύεται από ιδιαίτερη σκληρότητα και μίσος. Η προβολή του εξευτελισμού εν είδει «αστείου» στα κοινωνικά δίκτυα αποτελεί επιβράβευση της έκδηλης επιθετικότητας και εντείνει την έλλειψη αναστολών. Τα παιδιά μαθαίνουν, μέσα από μια διαδικασία «ταύτισης με τον επιτιθέμενο», ότι η βιαιότητα και η εχθρότητα δεν έχουν αρνητικές συνέπειες, αντίθετα μάλιστα προκαλούν θετικές αντιδράσεις (π.χ. γέλιο, αναγνώριση στην ομάδα των συνομιλήκων). Οι επιπτώσεις για τους νέους που εμπλέκονται –είτε από τη μεριά του θύτη είτε από εκείνη του θύματος, αλλά και από τη μεριά των παρευρισκόμενων θεατών – είναι επώδυνες και παραμένουν στην ενήλικη ζωή.
-Υπάρχουν τρόποι να ξεριζώσουμε τη βία; Να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα που έχουν τα παιδιά; Πού πρέπει να πέσει ο προβολέας;
Το σημαντικό είναι το φως του προβολέα να συμβάλει, καταρχήν, ώστε να εντοπιστεί τι κρύβει κάθε φορά μία παραβατική, βίαιη πράξη ενός παιδιού ή ενός νέου ανθρώπου, λόγου χάρη ως σύμπτωμα εσωτερικών συγκρούσεων ή ως άμυνα απέναντι σε ευρύτερες ψυχοκοινωνικές δυσχέρειες. Τα τελευταία χρόνια δίνεται έμφαση στην προαγωγή της ευημερίας των νέων. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της παραβατικότητας των ανηλίκων χρειάζεται πρωτίστως να ενισχυθούν οι αμοιβαία ικανοποιητικές και στέρεες σχέσεις με τους άλλους, ιδιαίτερα με τους γονείς και τους παιδαγωγούς (π.χ. δασκάλους, καθηγητές, προπονητές), ώστε να τίθενται οι απαραίτητες και αναγκαίες συνθήκες για την ατομική και κοινωνική ευημερία.
Φανταστείτε μία καθημερινή εικόνα: ένα, δύο, τρία, ή περισσότερα παιδιά κάθονται όλα μαζί σε ένα τραπέζι, δίπλα με τους γονείς τους, και γευματίζουν. Ας προσπαθήσουμε να το κάνουμε εικόνα αυτό… Πόσο θα χωρούσε σε αυτή τη νοερή εικόνα η σημερινή συνήθης κατάσταση, όπου η οθόνη αντικαθιστά το οικείο πρόσωπο του άλλου και το γραπτό μήνυμα ή η εικόνα αντικαθιστά την ανθρώπινη φωνή και το δημιουργικό παιχνίδι. Είναι συχνό πλέον το φαινόμενο οι διάφορες ευκαιρίες συνάθροισης να μην συνιστούν δυνατότητες για συνομιλία και βιωμένη συν-ύπαρξη, όπου τα μέλη, μέσα από μια ψυχική και κοινωνική συνδιαλλαγή, μοιράζονται σκέψεις, συναισθήματα, αξίες, όρια αναπτύσσουν λόγο, μαθαίνουν πώς να ρυθμίζουν τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις τους, αναπτύσσουν δεσμούς εμπιστοσύνης και αλληλοσεβασμού, δημιουργούν.
Τα αντικοινωνικά παιδιά είναι, συνήθως, εξωστρεφή και έχουν φίλους, αλλά φέρονται σε αυτούς ως τύραννοι, με συμπεριφορές επιβολής και μειωμένη συναίσθηση ευθύνης. Μέσα από την άμεση και αδιαμεσολάβητη επικοινωνία που καθιστά τον άλλον ενεργό συνομιλητή αντί παθητικό δέκτη ερεθισμάτων, οι νέοι είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν πιο αντικειμενικά την πραγματικότητα, χωρίς να παρασύρονται από τις ενστικτώδεις επιθυμίες τους ή τις ενστικτώδεις επιθυμίες των άλλων. Εξάλλου, η παραβατικότητα των νέων αποτελεί συχνά μία άμυνα απέναντι σε μια βαθύτερη αίσθηση παθητικότητας και αδράνειας που δεν βρίσκει εποικοδομητική διέξοδο έκφρασης. Ηδε εμπλοκή των εφήβων με το νόμο έρχεται ως μία απεύθυνση στους κοινωνικούς θεσμούς και τα όρια της ευρύτερης κοινότητας, εκφράζοντας μία ανάγκη «κρατήματος» στη ζωή ενός νέου ανθρώπου που αισθάνεται ότι δεν έχει κανένα άλλο νόημα ύπαρξης, πέραν ίσως ενός «ηροστράτειου νοήματος».
Στο πλαίσιο αυτό, βασική προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της παραβατικότητας και της βίας στους ανηλίκους είναι η εφαρμογή μιας πολυεπίπεδης προσέγγισης στην κοινότητα, η οποία θα βασίζεται στην ενεργό συμμετοχή της κοινότητας και στη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων μερών, με έμφαση σε στοχευμένες παρεμβάσεις που θα μειώνουν τους παράγοντες κινδύνου και θα ενισχύουν τους προστατευτικούς παράγοντες της ψυχικής και ψυχοκοινωνικής υγείας των παιδιών και των εφήβων. Αξιοποιώντας την εμπειρία που έχουμε αποκομίσει σε προγράμματα πρόληψης σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, είναι σημαντικό να εδραιώσουμε νέες ολιστικές, εμπειρικά τεκμηριωμένες, δράσεις που αυτή τη φορά θα εστιάζουν στην εφαρμογή στοχευμένων και ενδεδειγμένων προγραμμάτων πρόληψης σε άτομα υψηλού κινδύνου για παραβατική συμπεριφορά ή σε ανηλίκους που ήδη έχουν εκδηλώσει συμπεριφορές παραβατικότητας ή βίας. Για την αποτελεσματικότητα και τη βιωσιμότητα αυτών των προγραμμάτων είναι σημαντικό να εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για συστηματική συνεργασία μεταξύ υπηρεσιών ψυχικής υγείας, εκπαιδευτικών φορέων, κοινωνικών υπηρεσιών και άλλων άτυπων θεσμών της κοινότητας (π.χ. πολιτιστικούς και αθλητικούς συλλόγους), καθώς και η συμμετοχή των ίδιων των νέων και των οικογενειών τους. Η χρηστή δε αξιοποίηση της τεχνολογίας στο πλαίσιο προληπτικών και επανορθωτικών παρεμβάσεων μπορεί να συμβάλει δημιουργικά ως εργαλείο μεταφοράς υγιών προτύπων συμπεριφοράς, ενίσχυσης των δεσμών στην κοινότητα και έγκαιρης παρέμβασης.
Παράλληλα, τα Μέσα Ενημέρωσης έχουν σημαντικό ρόλο να παίξουν στην προσέγγιση του φαινομένου της παραβατικότητας των νέων, καθώς ο τρόπος που προβάλλονται τα περιστατικά βίας από τα ΜΜΕ μπορεί να λειτουργήσει ακόμη και ενισχυτικά επιθετικών τάσεων μεταξύ των νέων. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο μιμητισμού συμπεριφορών οι οποίες «βλέπουν το φως της δημοσιότητας» και «προκαλούν τον κόσμο των ενηλίκων», δύο συνθήκες που είναι ελκυστικές στον ψυχισμό των εφήβων, χρήζουν ιδιαίτερου χειρισμού. Συνολικότερα, προκειμένου να εξαλείψουμε τη βία αποτελεί συλλογική ευθύνη να διασφαλίσουμε ότι οι νέοι έχουν τη φροντίδα, την υποστήριξη και τους ψυχικούς, κοινωνικούς και πνευματικούς πόρους που χρειάζονται, ώστε να μπορούν να συνδέουν δημιουργικά τον εσωτερικό με τον εξωτερικό κόσμο, να αναπτύσσουν ανθεκτικότητα απέναντι στην πραγματικότητα και να αντιμετωπίζουν με γόνιμο και παραγωγικό τρόπο τις προκλήσεις που τους κληροδοτούμε.