Γιατί ο Κασσελάκης προτιμά τα “πρωϊνάδικα”/ Στρατηγική επιλογή ή απλώς αισθάνεται πιο άνετα;
Άνετος και ευχάριστος, φωτογενής και επικοινωνιακός, ο Στέφανος Κασσελάκης δείχνει να αισθάνεται βολικά στους καναπέδες των ψυχαγωγικών εκπομπών της τηλεόρασης, πολύ περισσότερο, πάντως, από τα τετ α τετ, σε συνήθως καθόλου βολικά σκαμπώ, με τους κεντρικούς παρουσιαστές των δελτίων ειδήσεων. Χωρίς να αποφεύγει τους δεύτερους είναι φανερό πως προτιμά τις “ποικίλης ύλης” χαλαρές συζητήσεις στα λεγόμενα “πρωϊνάδικα” της τηλεόρασης.
Μέχρι τώρα έχει δώσει συνεντεύξεις σχεδόν σε όλες τις σχετικές εκπομπές. Από τον Γιώργο Λιάγκα και τη Ναταλία Γερμανού, έως την Κατερίνα Καοινούριου και την Άννα Δρούζα, και είναι βέβαιο πως θα δώσει το παρών σε όλες. Λέγεται ότι με τον πρώτο έχει οικοδομήσει και μία καλή φιλική σχέση, σε τέτοιο βαθμό που οι πολιτικοί συντάκτες που καλύπτουν τον ΣΥΡΙΖΑ να διατυπώνουν αιχμές για το σπάσιμο της παραδοσιακής σχέσης των αρχηγών των κομμάτων με το πολιτικό ρεπορτάζ. Κάποιοι εξ αυτών, μάλιστα, έχουν απευθυνθεί παραπονούμενοι και στο γραφείο Τύπου του κόμματος.
Οι κακές γλώσες λένε πως η προτίμηση αυτή έχει να κάνει με το ότι είναι ευκολότερο να “μανουβράρει” μία πολιτική συζήτηση σε ένα μη πολιτικό περιβάλλον, όπου οι παρουσιαστές ρωτούν απλοϊκά πράγματα και μοχλεύουν τις επιδερμικές ερωτήσεις πολιτικής επικαιρότητας με το lifestyle και τα προσωπικά. Από την άλλη, ωστόσο, φαίνεται πως πρόκειται και για μία επικοινωνιακή τακτική που αποσκοπεί στο να γίνει οικείος με κοινά στα οποία είχε από μικρή έως μηδενική πρόσβαση ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι αλήθεια πως όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεχόταν να καθήσει εύκολα στον καναπέ της Τατιάνας Στεφανίδου και άλλων παρουσιαστών τέτοιων εκπομπών, ο Αλέξης Τσίπρας το απέφευγε, θεωρώντας πως δεν του ταίριαζε. Μόνο λίγο πριν τις εκλογές του Μαϊου του 2023 αναγκάστηκε να το κάνει κι εκείνος.
Ο Νίκος Μαραντζίδης, σε μία πρόσφατη συνέντευξή του, τον αποκαλεί “δεξιό τύπου Μανχάταν”, εξηγώντας πως αποβλέπει σε ένα απολιτίκ κοινό. Όμως, άλλοι επιμένουν πως ο Στέφανος Κασσελάκης έχει ως στόχο να διευρύνει το κοινό στο οποίο απευθύνεται το κόμμα του και να επιστρατεύσει την αδιαμφισβήτητη επικοινωνιακότητά του ώστε να μπει στα σπίτια των τηλεθεατών με κάθε δυνατό τρόπο. Με το να γράφει άρθρο για την “Καθημερινή”, να δίνει συνεντεύξεις στο Νίκο Χατζηνικολάου, το Νίκο Ευαγγελάτο (από τους προνομιακούς συνομιλητές του επίσης), τη Μάρα Ζαχαρέα και τον Αντώνη Σρόϊτερ, μέχρι να “κλέβει” τη συμπάθεια της Κατερίνας Καινούριου και να έχει μετράψει το στούντιο του Γιώργου Λιάγκα σε δεύτερο σπίτι του.
Το συγκεκριμένο κοινό έχει αναμφίβολα αντιστοίχηση σε μία κοινωνία, σημαντικό τμήμα της οποίας δεν βλέπει δελτία ειδήσεων και ενημερώνεται βιαστικά και μόνο από τους τίτλους κάποιων ιστοτόπων. Είναι, άλλωστε, ευκολότερο να εισχωρήσεις με ένα πλατύ χαμόγελο σε κοινά των “πρωϊνάδικων” από το να τα εκπαιδεύεις στην ουσία της πολιτικής.
Περυσινή έρευνα της Καπα Research έδειξε ότι οι Έλληνες εμπιστεύονται περισσότερο τις ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, έπειτα το ραδιόφωνο, έπειτα τις εφημερίδες, έπειτα την τηλεόραση και τελευταία τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτή, ωστόσο, είναι μια σχεδόν αντεστραμμένη εικόνα από εκείνη της ΕΕ των 27, όπου τα παραδοσιακά μέσα -ειδικότερα το ραδιόφωνο- εμφανίζονται πιο αξιόπιστα από τα νέα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο μέσος όρος του βαθμού εμπιστοσύνης στο διαδίκτυο, στην ΕΕ των 27, είναι -54% (πηγή EBU).
Ποιος δεν εμπιστεύεται τα ΜΜΕ; Οι άνδρες, οι νέοι, οι μεσήλικες, όσοι έχουν λάβει τριτοβάθμια εκπαίδευση εμφανίζουν τη μικρότερη εμπιστοσύνη απέναντι στα ΜΜΕ. Πολιτικά, όσοι κινούνται εκτός του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος είναι οι πιο επιφυλακτικοί απέναντι σε κάθε τύπο μέσου. Τέλος, δύσπιστοι απέναντι στα παραδοσιακά μέσα -τηλεόραση, ραδιόφωνο και εφημερίδες- εμφανίζονται κατά κύριο λόγο οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ και έπειτα οι ψηφοφόροι των λοιπών κομμάτων (πλην ΝΔ), επιβεβαιώνοντας τον κανόνα που θέλει μειούμενα επίπεδα εμπιστοσύνης στα ΜΜΕ σε πλαίσιο αυξανόμενης πολιτικής πόλωσης και κομματικού χάσματος.
Με το Tik-Tok, το Instagram και τις “χαλαρές” τηλεοπτικές εκπομπές ο Στέφανος Κασσελάκης προσεγγίζει κοινά που δεν αντιστοιχούν στον παραδοσιακό τρόπο ενημέρωσης των παλαιότερων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο που αυτό το εκλογικό κοινό του ΣΥΡΙΖΑ αλλάζει σταδιακά στην μετά Τσίπρα εποχή και ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν μοιάζει πολύ με το κόμμα που κυβέρνησε και κατέστη κεντρικός πυλώνας του πολιτικού συστήματος επί μία δεκαετία. Μένει να δούμε, αρχής γεννομένης, από τις ευρωεκλογές πως θα αλλάξει η ανθρωπογεωγραφία των ψηφοφόρων του.
Αρκετοί εντάσσουν σε αυτή την διεύρυνση προς το κέντρο και την εγκατάλειψη αριστερών προγεφυρωμάτων και τη συνεργασία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ με τον κεντροδεξιό Άρη Σπηλιωτόπουλο, εκ των βασικών συνεργατών του Κώστα Καραμανλή μετά το 1997 και εκείνου που υλοποίησε την στρατηγική του μεσαίου χώρου που εμπνεύστηκε ο Γιάννης Λούλης. Ο Άρης Σπηλιωτόπουλος, άλλωστε, υπήρξε επί πολλά χρόνια από τους “αγαπημένους” κάθε εκδοχής του τηλεοπτικού πολιτικού lifestyle.
«Δεν σχολιάζω τα του οίκου μου είτε πρόκειται για συμβούλους, για εργαζομένους» ελίχθηκε σε τηλεοπτική συνέντευξή του ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ όταν ρωτήθηκε σχετικά με την εγκατάσταση του Άρη Σπηλιωτόπουλου στην Κουμουνδούρου ως αναλυτή των δημοσκοπήσεων και επικεφαλής για τις συμπεριφορές των εκλογικών κοινών με τα γνωστά focus groups.
Είπε και κάτι άλλο βέβαια, ενδεχομένως σημαντικότερο: «Χτίζουμε ένα κοινωνικό μέτωπο», για την υλοποίηση του οποίου «ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη».
Ποιο είναι αυτό το κοινωνικό μέτωπο; Μα, ξεκάθαρα πια, η μετατόπιση του κόμματος που ηγείται τους τελευταίους μήνες προς το αμιγώς κέντρο. Είτε αυτό το κόμμα θα λέγεται ΣΥΡΙΖΑ μετά τις Ευρωεκλογές είτε όχι. Ένα κοινωνικό μέτωπο που αναζητά συμμαχίες ολοένα και πιο δεξιά, ένα κοινωνικό μέτωπο που απευθύνεται σ’ ένα άλλο, «πατριωτικότερο», ακροατήριο. Και, φυσικά, ο πρώην υπουργός και στενός συνεργάτης του Καραμανλή γνωρίζει καλύτερα από πολλούς στον ΣΥΡΙΖΑ πως μπορεί να γίνει αυτή η μετατόπιση.