Δελφοί-Τζεντιλόνι: Η Ελλάδα είναι μια ιστορία εξαιρετικής ανάκαμψης
Ως μία «ιστορία μιας εξαιρετικής ανάκαμψης» χαρακτήρισε την οικονομική και αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδας, ο επίτροπος της Οικονομίας της ΕΕ, Πάολο Τζεντιλόνι, μιλώντας στο 9o Οικονομικό Φόρουμ Δελφών.
Ο κ. Τζεντιλόνι, αφού καλησπέρισε, στα ελληνικά, είπε ότι θυμάται με αγάπη τον φιλόσοφο Ηράκλειτο και την έννοια της ρήσης του «πάντα ρει», την ιδέα ότι «κανείς δεν πατάει ποτέ στο ίδιο ποτάμι δύο φορές, γιατί δεν είναι το ίδιο ποτάμι και δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος». Σε αυτό το πνεύμα, προσέθεσε ο Ευρωπαίος επίτροπος, «πιστεύω ότι μπορούμε να πούμε ότι σήμερα, η Ελλάδα δεν είναι η ίδια χώρα που ήταν πριν από δέκα ή και πέντε χρόνια. Ακριβώς όπως έχει αλλάξει βαθιά η ΕΕ την ίδια περίοδο».
Αναφερόμενος στη χώρα μας, είπε ότι, για την Ελλάδα, αυτή είναι η ιστορία μιας εξαιρετικής ανάκαμψης που έγινε δυνατή έπειτα από δύσκολες στιγμές, από την αποφασιστικότητα του ελληνικού λαού και των διαδοχικών κυβερνήσεών του και δήλωσε «πολύ περήφανος», για τη «μικρή του, πολύ μικρή του, συμμετοχή» στο να μπει ένα τέλος στην ενισχυμένη επιτήρηση της Ελλάδας το 2022, «κλείνοντας για τα καλά την “εποχή των μνημονίων”», καθώς, όπως είπε, «πέρυσι, η Ελλάδα ανέκτησε το καθεστώς της επενδυτικής βαθμίδας». Τόνισε, επίσης, ότι, από την πανδημία, η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας ήταν πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ ταυτόχρονα, το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας για την Ελλάδα σηματοδότησε και τη συμβολική κατάληξη μιας πολύ απαιτητικής περιόδου στην ιστορία του ευρώ.
«Νομίζω ότι μάθαμε το μάθημα μας από τις προηγούμενες κρίσεις», είπε χαρακτηριστικά, υπενθυμίζοντας ότι η ΕΕ πήρε κοινά για όλους μέτρα για την προστασία των εργαζομένων και την έναρξη της ανάκαμψης, πρώτα με το πρόγραμμα «SURE» και μετά με το «NextGenerationEU».
Όπως είπε, η Ελλάδα είναι «ένας από τους κύριους δικαιούχους αυτής της στήριξης», και ως παράδειγμα ανέφερε ότι, στο αποκορύφωμά του, το 2020, το πρόγραμμα SURE υποστήριξε περισσότερο από το 40% των εργαζομένων και των επιχειρήσεων στην Ελλάδα και (δι)έσωσε περίπου διακόσιες χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Επιπλέον, το ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ανέρχεται σε 36 δισ. ευρώ, περίπου το 17% του ΑΕΠ, «περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ, και είναι περίπου διπλάσιο από το μεταπολεμικό Σχέδιο Μάρσαλ».
Είναι μια «εξαιρετική επίδειξη ευρωπαϊκής αλληλεγγύης», μιας Ευρώπης, που παρά και τις οικονομικές συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία», αντιμετώπισε τις κρίσεις «καλύτερα από ό,τι είχαν προβλέψει πολλοί».
Η ΕΕ κατάφερε να αποσυνδεθεί σε μεγάλο βαθμό από το ρωσικό φυσικό αέριο και απέφυγε την ύφεση σε επίπεδο ΕΕ. Σήμερα, ο πληθωρισμός υποχωρεί σταδιακά προς το στόχο της ΕΚΤ και η απασχόληση βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα εδώ και πάνω από μια δεκαετία, ωστόσο, λόγω αυτών των «κραδασμών», η ανάπτυξη το 2023 ήταν μόλις 0,4% και αρνητική σε 11 κράτη μέλη, μεταξύ αυτών να βρίσκονται και μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ. Ωστόσο, η τελευταία οικονομική πρόβλεψη αναμένει ότι η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί ελαφρά το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους και θα επιταχυνθεί κάπως το 2025, παρόλο που, όπως είπε, μιλάμε για σχετικά μέτρια μεγέθη: 0,8% το 2024 και 1,5% το 2025 για τη ζώνη του ευρώ.
Στο σημείο αναφέρθηκε συγκεκριμένα στην Ελλάδα και είπε πως «είναι ένα από τα πιο φωτεινά σημεία σε αυτήν την ευρωπαϊκή εικόνα», καθώς σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις προβλέπεται ανάπτυξη 2,3% τόσο για φέτος όσο και για το 2025.
Για τον κ. Τζεντιλόνι, καθώς κοιτάμε μπροστά, οι προκλήσεις για την ευρωπαϊκή οικονομία γίνονται σαφείς: Μια οικονομική επιβράδυνση, με ερωτηματικά να κρέμονται πάνω από την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης εν μέσω ευρύτερης γεωπολιτικής αναταραχής.
Για το λόγο αυτό η πλήρης χρήση των εργαλείων που διαθέτει η ΕΕ, ξεκινώντας από το πρόγραμμα NextGenerationEU, πρέπει να είναι η πρώτη προτεραιότητα. Αναφερόμενος, δε, στην Ελλάδα, η πλήρης εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα μπορούσε να δώσει επιπλέον ώθηση έως και 4,4% στο ΑΕΠ έως το 2026.
Προσέθεσε, επίσης, ότι η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των κρατών μελών που πρωτοστατούν στην εφαρμογή των εθνικών τους Σχεδίων Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και έχει ήδη λάβει πάνω από το 40% των κεφαλαίων που δικαιούται, ενώ η διατήρηση του μέχρι σήμερα καλού ρυθμού και τα επόμενα χρόνια θα είναι κρίσιμη.
«Από ένα Σύμφωνο Σταθερότητας, σε ένα πιο ισορροπημένο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης»
Διευκρίνισε, ωστόσο, ότι, προχωρώντας προς τα εμπρός, η πρόκληση είναι επίσης η εφαρμογή συνετών δημοσιονομικών πολιτικών και η επιστροφή σε συνετό έλλειμμα, διατηρώντας παράλληλα σταθερή και ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, η οποία με τη σειρά της επιταχύνει τη μείωση του χρέους.
Αναφερόμενος στη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων, είπε ότι μεταβαίνουμε από ένα Σύμφωνο Σταθερότητας σε ένα πιο ισορροπημένο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης: ένα σύμφωνο που αναγνωρίζει την ανάγκη για δημοσιονομική βιωσιμότητα με την επιτακτική ανάγκη διατήρησης υψηλότερων επιπέδων επενδύσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη.
Μιλώντας, γενικότερα για τον ευρωπαϊκό οικονομικό γίγνεσθαι, τόνισε ότι είναι σαφές ότι οι οικονομικές και γεωπολιτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε, όπως είναι η υλοποίηση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, η υποστήριξη της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας, η ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων, απαιτούν την κινητοποίηση επενδύσεων σε «άνευ προηγουμένου κλίμακα».
Τόνισε ότι στα θέματα, για παράδειγμα Άμυνας και Ψηφιακής και Πράσινης Μετάβασης, δεν μπορεί κάθε κράτος να δρα μεμονωμένα, αλλά πρέπει «να δράσουμε ευρωπαϊκά», όπως είπε, τονίζοντας ταυτόχρονα και την αναγκαιότητα συνέχισης του πετυχημένου πρόγραμματος NextGenerationEU.
Σημείωσε ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα για τη μείωση του κόστους της ενέργειας, καθώς η ευρωπαϊκή βιομηχανία συνεχίζει να πληρώνει κατά μέσο όρο τρεις φορές περισσότερα για ηλεκτρική ενέργεια από ό,τι στις ΗΠΑ. Υποστήριξε επίσης ότι πρέπει να συνεχιστεί η πράσινη μετάβαση.
Υπογράμμισε, τέλος, ότι η ΕΕ πρέπει επίσης να εξετάσει το ρόλο της στον κόσμο σε ένα πλαίσιο αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων και προκλήσεων για το πολυμερές εμπορικό σύστημα. Αναφέρθηκε σε μία από τις «επιτυχίες» των τελευταίων ετών, τη διεθνή συμφωνία για τη φορολογία των επιχειρήσεων μεταξύ περισσοτέρων από 135 χώρες και δικαιοδοσιών (σσ: η ΕΕ ήταν ισχυρός υποστηρικτής αυτής της συμφωνίας ελάχιστης φορολογίας, «Πυλώνας 2») και δήλωσε «πολύ χαρούμενος» που η Ελλάδα ψήφισε νόμο για να γίνει πραγματικότητα ο συγκεκριμένος «Πυλώνας 2» στη χώρα μας.
Όσον αφορά το εμπόριο και τις εφοδιαστικές αλυσίδες, είπε πως θα πρέπει να εργαστούμε για να κάνουμε την παγκοσμιοποίηση ασφαλέστερη, και να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή «στη γειτονιά μας» και στην ενίσχυση των οικονομικών δεσμών στην περιοχή, ιδιαίτερα στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο. «Η γεωγραφία είναι το πεπρωμένο» είπε και προσέθεσε ότι χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία βρίσκονται σε καλή θέση για να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Με την ασφάλειά και τη μελλοντική ευημερία να αμφισβητούνται θεμελιωδώς, πιστεύει ότι είναι ένα «ολόκληρο επιχειρηματικό μοντέλο» και μία νοοτροπία που πρέπει να αλλάξει (το να βασίζεται στη Ρωσία για φθηνό φυσικό αέριο, στην Ασία -και ιδιαίτερα στην Κίνα- για αυξημένο εμπόριο και στις ΗΠΑ για την ασφάλεια). Και πιστεύει, επίσης, ότι κατά τη διάρκεια αυτής της θητείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η αλλαγή άρχισε να συμβαίνει.
«Το είδαμε στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίσαμε τις κρίσεις που αντιμετωπίσαμε και επίσης στις ιστορικές αποφάσεις για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ουκρανία και τη Μολδαβία και άλλες χώρες. Και το είδαμε με τον τρόπο που η Ελλάδα έχει ανακτήσει τη θέση που της αρμόζει στον πυρήνα της Ένωσής μας και είναι πλέον πρωταγωνιστής της “μεγάλης μετάβασης”», όπως είπε.
«Πρέπει να διατηρήσουμε το ίδιο επίπεδο φιλοδοξίας, την ίδια ετοιμότητα να ανοίξουμε νέους δρόμους, καθώς κοιτάμε τους μήνες και τα χρόνια που έρχονται. Και οι επόμενες ευρωπαϊκές εκλογές είναι μια ευκαιρία για μια ειλικρινή συζήτηση για το μέλλον της οικονομίας μας και την ασφάλεια της ηπείρου μας. Ας μη χαθεί αυτή η ευκαιρία των ευρωεκλογών», κατέληξε ο αρμόδιος επίτροπος για την Οικονομία της ΕΕ, Πάολο Τζεντιλόνι.