Ανεργία, πληθωρισμός και επιτόκια

Ανεργία, πληθωρισμός και επιτόκια

Οι κεντρικές τράπεζες  σε  διεθνές  και  ευρωπαϊκό  επίπεδο  αποκτούν  ολοένα  και  περισσότερο  μεγαλύτερη  αυτοπεποίθηση  στην  επιλογή  της  σταδιακής  απομάκρυνσης  από την  μέχρι  σήμερα  αυστηρή ( αύξηση  των  επιτοκίων)  στόχευση  της  νομισματικής  πολιτικής  στον  πληθωρισμό. Κι’ αυτό  επειδή  εκτιμούν  ότι  μία  αλλαγή  της  νομισματικής  πολιτικής (σταδιακή   μείωση  των  επιτοκίων)  των  κεντρικών  τραπεζών  δεν  θα  εμποδίσει  την  πτωτική  πορεία  του  πληθωρισμού  προς τον  στόχο  του  2%.

Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου  Γ. Μπέτση*

Έτσι,  μετά  από τρία  χρόνια  του  λανθασμένου  από  τις  κεντρικές  τράπεζες  χαρακτηρισμού  του  πληθωρισμού  ως  παροδικού  φαινομένου  αλλά  και της  ανεπιτυχούς  επιλογής  τους  ότι  με την  αύξηση  των  επιτοκίων  θα  ελεγχθεί  σε  σύντομο  χρονικό  διάστημα  η  εκρηκτική  αύξηση  του  πληθωρισμού  με  μείωση  της  ζήτησης,  κερδίζει  έδαφος  ο  προβληματισμός, για παράδειγμα , στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα  (ΕΚΤ)  να  αρχίσει  από τον Ιούνιο του 2024  μία  σταθερή  και  σταδιακή  μείωση (4% σήμερα)  των  επιτοκίων  κατά 0,25  μονάδες, ώστε  μέχρι το τέλος  του  2025  να  διαμορφωθεί  στο επίπεδο του 2,25%.

  • Από την άποψη  αυτή, όπως προκύπτει  εκ  του  αποτελέσματος,  αποδεικνύεται  ότι μετά από τρία χρόνια  επιβράδυνσης  της  διεθνούς  και  της  ευρωπαϊκής  οικονομίας, μείωσης  της  αγοραστικής  δύναμης  των  εισοδημάτων  της  πλειοψηφίας  του  πληθυσμού, αύξησης  της  ανεργίας, κ.λ.π., δεν  επιτεύχθηκαν  τόσο  οι  προσδοκίες  των  κεντρικών  τραπεζών, όσο  και  η  αναμενόμενη  δημιουργία των  συνθηκών  ευνοϊκότερης  ισορροπίας  της  συνολικής  προσφοράς.

Κι΄αυτό  επειδή  ο  πληθωρισμός  της  τριετίας  2021-2024  δεν  είναι  πληθωρισμός  νομισματικής  προέλευσης  αλλά  πληθωρισμός  της  προσφοράς ( ενεργειακά προϊόντα, εφοδιαστική  αλυσίδα, τρόφιμα, κ.λ.π.)  καθώς  και  πληθωρισμός  των  κερδών. Αξίζει  να  σημειωθεί  ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ)  σε  σχετική  του  μελέτη  αναφέρει  ότι ο πληθωρισμός  στην Ευρώπη  οφείλεται, μεταξύ άλλων,  στο  γεγονός  ότι  οι  επιχειρήσεις   διατήρησαν  και  αυξάνουν τα  κέρδη  τους  σε  σχέση  με την αύξηση  του  κόστους  παραγωγής.

Αυτό  σημαίνει  ότι  οι  επιχειρήσεις  επέλεξαν  και  επιλέγουν  την  επίτευξη   υψηλών  περιθωρίων  κέρδους  με την  αύξηση  των  τιμών ( ενέργεια, τρόφιμα, μεταφορές, κ.λ.π.), τις  χαμηλές   αυξήσεις  των  μισθών  και  τις  κρατικές  ενισχύσεις. Στις  συνθήκες  αυτές  είναι  ενδιαφέρον  να  σημειωθεί  ότι  οι  κεντρικές  τράπεζες  σε ΗΠΑ (FED)  και  σε  Ευρώπη (ΕΚΤ)  εξετάζουν  στατιστικά  δεδομένα  και  στοιχεία  της  αγοράς  εργασίας ( ανεργία, απασχόληση, μισθοί)  προκειμένου  να  αποφασίσουν την έναρξη  της  σταδιακής  μείωσης  των  επιτοκίων.

  • Έτσι  σε  περιβάλλον  χαμηλών  μισθολογικών  αυξήσεων  σε  ΗΠΑ  και Ευρώπη  και διατήρησης, με  διαφοροποιήσεις  στα κράτη-μέλη, υψηλών  επιπέδων ανεργίας στην  Ε.Ε.-27 (6%)  και στην ευρωζώνη (6,5%)  οι  κεντρικές  τράπεζες  σε  διεθνές  και  ευρωπαϊκό επίπεδο  θεωρούν   ως  σημαντικό  ζήτημα  τον  ακριβή  προσδιορισμό  των    στατιστικών  στοιχείων  και  δεδομένων  της  απασχόλησης  και της  ανεργίας  προκειμένου  να  αποφασίσουν  την  μείωση  των  επιτοκίων. 

Κι’ αυτό  επειδή   η  έναρξη  της  μείωσης  των  επιτοκίων  θα  επηρεάσει,  κατά την  θεώρηση  τους,  τις  εξελίξεις  στην  αγορά  εργασίας,  με  την  έννοια  της  αύξησης  της  απασχόλησης, μείωσης  της  ανεργίας, ενίσχυσης  της διαπραγματευτικής  θέσης  των  εργαζομένων  και  διεκδίκησης  αύξησης  των  μισθών  τους  και  ως  εκ  τούτου  αύξησης  της  ζήτησης  και  του  πληθωρισμού.

Βέβαια  στον  συλλογισμό  αυτόν  παραβλέπεται  ότι η  αύξηση  της  απασχόλησης  προϋποθέτει  αύξηση  των  επενδύσεων  λόγω της  μείωσης  του κόστους  του χρήματος, αύξηση  της  παραγωγικότητας  και  της  προσφοράς, εγκαθιδρύοντας  ευνοϊκότερες  συνθήκες  ισορροπίας  σε  όφελος   της  μείωσης  του  πληθωρισμού  και  της βελτίωσης  της  αγοραστικής  δύναμης  των  μισθών. 

  • Παράλληλα  κινητοποιούνται  πολλαπλασιαστικά   οι  παραγωγικές, οι  αναπτυξιακές  και  οι  κοινωνικές  δυνάμεις  των  οικονομικών  σχηματισμών,  με την  έννοια  της  μεγαλύτερης  συμμετοχής, μεταξύ  άλλων,  της  νέας  τεχνολογίας  και  του  εργατικού  δυναμικού  στην  προσφορά, στην βελτίωση των  υποδομών, σε  βαθμό  που  να  ανασυντάσσονται  και  να  αναπροσανατολίζονται  ποσοτικά,  ποιοτικά  και  ολιστικά  οι  κινητήριες  δυνάμεις  της  ανάπτυξης.

Κατά  συνέπεια,  από την άποψη, στις  παρούσες  συνθήκες,  μίας  μακρο-οικονομικής  προσέγγισης  της  αλλαγής  της  οικονομικής  πολιτικής  η  σημασία  των  ακριβών  στατιστικών  στοιχείων και  δεδομένων  της  αγοράς  εργασίας  και  των  συνεχών  αναθεωρήσεων  τους  σε  διεθνές  και  ευρωπαϊκό  επίπεδο,  συνίσταται  περισσότερο  στην  επιστημονική  διερεύνηση     έγκυρων  μεθόδων  αξιοπιστίας   των  σχετικών  στοιχείων  και  λιγότερο  στην  δυσκαμψία  και  την  καθυστέρηση  λήψης  των  αποφάσεων  από  τις  κεντρικές  τράπεζες   για την  μείωση  των  επιτοκίων.

  • Στο  πλαίσιο  αυτό  η  ΕΚΤ  εκτιμά  ότι  στην  Ε.Ε.-27, κατά τους  επόμενους  δώδεκα  μήνες, οι  τιμές  θα  αυξηθούν  κατά 3,1% ( χαμηλότερο  επίπεδο  αύξησης  από την  έναρξη  του  πολέμου  στην  Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022)  από  3,3%  τον  Ιανουάριο  του  2024  και  κατά τα  επόμενα  τρία  χρόνια  εκτιμάται  ότι η αύξηση των τιμών  θα  είναι  2,5%. 

Με  άλλα   λόγια   η  μείωση   του  πληθωρισμού   και   των  επιτοκίων  στην   Ε.Ε.-27  συναντώντας   το  2025  και  μετά   την   επιστροφή      στους  περιοριστικούς  δημοσιονομικούς  κανόνες  του  Συμφώνου  Ανάπτυξης  και  Σταθερότητας,  θα  συμβάλλει, στον  βαθμό που  την  αφορά, στην   αποτροπή  της  ύφεσης  με την  δημιουργία  συνθηκών μετάβασης   από    τους  ρυθμούς  της  υποτονικής  ανάκαμψης  σε     αυξητικούς    δείκτες  ανάπτυξης,  παραγωγικότητας, απασχόλησης  και  κοινωνικής  συνοχής  στην  Ευρώπη.

*Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου  Γ. Μπέτση

Σχετικά Άρθρα