Βαρουφάκης για Σόιμπλε:Το μόνο ενδιαφέρον όσον αφορά τα απομνημονεύματα του είναι ότι στερούνται ενδιαφέροντος
Τα απομνημονεύματα του Βόλφγκαν Σόιμπλε σχολιάζει με άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, στον οποίο ο Σόιμπλε αφιερώνει αρκετές σελίδες του βιβλίου του που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του.
Στην ανάλυσή του ο Γιάνης Βαρουφάκης περιγράφει την ένταση των σχέσεων του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και της Άνγκελα Μέρκελ, υποστηρίζει ότι ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας την περίοδο των Μνημονίων ήθελε το Grexit ως μήνυμα στη Γαλλία και σημειώνει ότι «προς μεγάλη του απογοήτευση, ενίοτε και θυμό, είδε (σ.σ. ο Σόιμπλε) τη Μέρκελ να επιλέγει τη λύση του πνιγμού της Ελλάδας (σε ένα ανερμάτιστο 3ο Μνημόνιο)».
Το άρθρο του Γιάνη Βαρουφάκη στην ΕΦΣΥΝ
Το μόνο ενδιαφέρον όσον αφορά τα απομνημονεύματα του Β. Σόιμπλε είναι ότι στερούνται ενδιαφέροντος ακριβώς επειδή αυτό θέλησε ο ίδιος. Αυτό, από μόνο του, εμπεριέχει ένα σοβαρό πολιτικό δίδαγμα καθώς επιβεβαιώνει ότι στον χώρο της Δεξιάς (π.χ. στους Γερμανούς Χριστιανοδημοκράτες), αντίθετα με τον «προοδευτικό» χώρο, η αλληλεγγύη κι η ενότητα μεταξύ των πολιτικών μπορούν να αγγίξουν θεαματικά επίπεδα.
Ο Β. Σόιμπλε, είμαι σε θέση να ξέρω, θεωρούσε την Ανγκελα Μέρκελ σφετερίστρια της πολιτικής παράδοσης που ο ίδιος υπηρετούσε πιστά και επικίνδυνη για το «ευρωπαϊκό διακύβευμα» όπως εκείνος το καταλάβαινε. Κι όμως. Ούτε μετά την αφυπηρέτησή του ούτε μετά θάνατον κατέθεσε τις βαθιές διαφωνίες του με κεντρικές πολιτικές της τ. καγκελάριου, τις οποίες με βαριά καρδιά –αλλά χωρίς την παραμικρή απόκλιση– ο ίδιος εφάρμοζε ως πιστός στρατιώτης. Πρόκειται για συμπεριφορά που αγγίζει τα όρια της αυτοθυσίας δεδομένου ότι η σιωπή του, την οποία συνεχίζει τώρα από τον τάφο, μειώνει αφάνταστα τον δικό του ρόλο στη Γερμανία και στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Οπως έχω γράψει και αλλού (βλ. «Αρπαγή της Ευρώπης», Πατάκης 2016), από το 1983, ο Σόιμπλε ήταν εκείνος που ανέλαβε, σχεδόν «εργολαβικά», τον ρόλο του πολιτικού εκφραστή του σχεδίου της Μπούντεσμπανκ κόντρα στο σχέδιο του Ντελόρ να «κατακτήσει» το γερμανικό μάρκο εκ μέρους μιας Ευρώπης στα πρότυπα της Μεγάλης Γαλλίας που αποτελούσε το όραμα των γαλλικών ελίτ από τον Ντε Γκολ ώς τον Μιτεράν. Σόιμπλε και Μπούντεσμπανκ έναν στόχο είχαν: να καταστρέψουν το γαλλικό σχέδιο και, στη θέση του, να βάλουν μια πολύ μικρότερη νομισματική ένωση με επίκεντρο μόνο πλεονασματικά κράτη, συν μια Γαλλία που θα έχει απολέσει τον έλεγχο της δημοσιονομικής της πολιτικής.
Η αποδοχή της δημιουργίας μιας μεγάλης και ετερογενούς ευρωζώνης, με αντάλλαγμα την έγκριση της επανένωσης της Γερμανίας από τη Γαλλία, ήταν μια μάχη που ο Σόιμπλε και η Μπούντεσμπανκ ήξεραν ότι θα χάσουν. Αλλά ο Σόιμπλε δεν εγκατέλειψε τον πόλεμο. Οταν ήρθε, αναπόφευκτα, η μεγάλη κρίση του ευρώ, ο Σόιμπλε ήξερε ότι «το παιχνίδι άρχισε». Οπως μου είπε, θεωρούσε πως δύο τρόπους είχε η ευρωζώνη να αποφύγει τον εκφυλισμό: είτε να ομοσπονδοποιηθεί (κάτι που απέρριπταν τόσο το Παρίσι όσο και η Μέρκελ) είτε να συρρικνωθεί (επιστρέφοντας στο σχέδιο του Σόιμπλε για μια μικρή ευρωζώνη των πλεονασματικών χωρών).
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Σόιμπλε δεν είχε ψευδαισθήσεις. Από τη μία μου δήλωνε ευθαρσώς ότι τα μνημόνια δεν θα επιτρέψουν ποτέ στην Ελλάδα να γίνει βιώσιμη ενώ, παράλληλα, παραδεχόταν ότι το Grexit που πρέσβευε δεν είχε να κάνει με την Ελλάδα: είχε να κάνει με τη Γαλλία – να σηματοδοτήσει στους Γάλλους ιθύνοντες ότι, αν ήθελαν το ευρώ (το οποίο στις συζητήσεις μου το ανέφερε δύο φορές ως μάρκο!), έπρεπε να είναι έτοιμοι να καλωσορίσουν την τρόικα στο Παρίσι και να εγκαταλείψουν επιτέλους το όνειρο του Ντελόρ για μια Μεγάλη Γαλλία με προβιά Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Προς μεγάλη του απογοήτευση, ενίοτε και θυμό, είδε τη Μέρκελ να επιλέγει τη λύση του πνιγμού της Ελλάδας (σε ένα ανερμάτιστο 3ο Μνημόνιο) χωρίς καν μια λυτρωτική (για τον ίδιο) λύση εξορθολογισμού (δηλαδή συρρίκνωσης) της ευρωζώνης. Και δεν ήταν μόνο αυτό: την είδε να πηγαίνει πίσω από την πλάτη του εκθέτοντάς τον στο ίδιο του το υπουργείο. Τότε, ένας συντετριμμένος Σόιμπλε, αναγκασμένος να συναινέσει στην επιλογή της Μέρκελ, παρά το γεγονός ότι ήξερε καλά πως το «κακό σενάριο» απαιτούσε τεράστια λιτότητα κι ένα τσουνάμι τυπωμένου από την ΕΚΤ χρήματος που θα εγκλώβιζε την Ευρώπη ολόκληρη (όχι μόνο για τις ελλειμματικές χώρες) σε μια πορεία παρακμής, κατέθεσε τα όπλα. Σχεδόν αμέσως, σηματοδότησε στη Μέρκελ την ετοιμότητά του να εγκαταλείψει το υπουργείο Οικονομικών και να ημι-αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική. Η Μέρκελ του αρνήθηκε, κι όχι για πρώτη φορά, την τιμή της προεδρίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας και του πρόσφερε αντί για αυτήν την, ουσιαστικά, υποτιμητική διάκριση της προεδρίας της Ομοσπονδιακής Βουλής.
Το ερώτημα δεν είναι αν ο Σόιμπλε ή η Μέρκελ είχαν δίκιο – κι οι δυο τους θα μείνουν στην Ιστορία ως οι υπεύθυνοι για τον οικονομικό εκφυλισμό της Ευρώπης και τη μετατροπή της σε ακροδεξιά πολεμική παραφυάδα του ΝΑΤΟ. Το ερώτημα είναι άλλο: Πώς καταφέρνουν οι πολιτικοί που υπηρετούν το κατεστημένο να συμπεριφέρονται δημόσια με αλληλεγγύη και συντροφικότητα που, κανείς θα πίστευε, εκφράζουν το ήθος της Αριστεράς;