Χατζηδάκης/Στουρνάρας: Σωστή κίνηση η αποπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στις τράπεζες
Σωστή κίνηση χαρακτήρισε ο Υπουργός Οικονομικών την αποεπένδυση του Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στις τράπεζες, ενώ θετικά την αποτίμησε την αποεπένδυση και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, που υποστήριξε μάλιστα ότι το Δημόσιο, αντί για απώλειες, είχε κέρδη 3,5 δισ. «Όσο πιο ισχυρές τράπεζες έχουμε, τόσο ακόμα περισσότερο μπορεί να στηριχθεί η πραγματική μας οικονομία» ανέφερε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης κατά την ενημέρωση των αρμόδιων Επιτροπών της Βουλής σχετικά με το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ)
Ο κ. Χατζηδάκης, κατά την εισαγωγική του τοποθέτηση, υπογράμμισε επισήμανε ότι « θέλουμε τράπεζες εύρωστες διότι αυτό είναι βασική προϋπόθεση για την στήριξη της ελληνικής οικονομίας, των επιχειρήσεων, για να προχωρήσουμε μπροστά με οικονομική ασφάλεια». Παράλληλα έστειλε το μήνυμα προς τις τράπεζες ότι «κερδοφορία δεν σημαίνει ασυδοσία. Ευρωστία, δεν σημαίνει απληστία. Στήριξη στο τραπεζικό σύστημα δεν σημαίνει αυθαιρεσία. Αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία στον ανταγωνισμό. Αυτό είναι το κλειδί, όχι για το όφελος των μετόχων τους αλλά των καταθετών, των δανειοληπτών και συνολικότερα των πολιτών και των επιχειρήσεων»
- Επισήμανε ότι «το να θέλει κανείς να μετατρέψει τις τράπεζες σε ζημιογόνες, όπως έγινε την περασμένη δεκαετία, αυτό θα πρέπει να ξέρουμε πως πληρώνεται τελικά από τους πολίτες». Επίσης, ανέφερε ότι «εάν έχουμε εύρωστες τράπεζες θα κλείσει μια ώρα νωρίτερα η εκκρεμότητα με τον αναβαλλόμενο φόρο και την στήριξη που παρασχέθηκε στις τράπεζες την περασμένη δεκαετία». Ακολουθούμε πολιτική, είπε ο υπουργός «πολιτική μακριά από τον λαϊκισμό. Μαγικές συνταγές αποθεραπείας δεν υπάρχουν. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πολύ μεγάλη πρόοδος»
Εστιάζοντας στην κριτική σχετικά με την απόδοση της αποεπένδυσης του δημοσίου από τις συστηματικές τράπεζες, ο υπουργός απέρριψε την ανάλυση των δύο μελετητών του ΚΕΠΕ, έχει εκτιμήσει απώλειες ύψους 40 δι.σ. ευρώ και έχει χρησιμοποιηθεί και από την Αντιπολίτευση στο δημόσιο διάλογο λέγοντας «πως λυπάμαι αλλά αυτή η ανάλυση “βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος”, καθώς αγνοεί στον υπολογισμό κόστους – οφέλους, το όφελος που έχει υπάρξει για το δημόσιο από το PIS, σαν να μην συνέβη, καθώς το δημόσιο κατέβαλε στις τράπεζες πολύ λιγότερα από όσα θα τους είχε καταβάλλει υπό κανονικές συνθήκες για την αγορά ομολόγων» και συμπλήρωσε « υπάρχει κανείς που να πιστεύει πως αυτό είναι πλάσμα της φαντασίας μας ή ότι το δημόσιο είχε οφέλη από το PIS» Δεν μπορούμε, είπε ο κ. Χατζηδάκης, «σε καμία προσέγγιση να αγνοούμε ότι το δημόσιο θα έπρεπε να επιστρέψει στις τράπεζες σχεδόν 60 δισ. ευρώ από αγορά ομολόγων, αλλά λόγω του PSI επέστρεψε περίπου τα μισά»
Ειδικότερα, είπε «γι’ αυτό και μόνο τον λόγο το δημόσιο, και μόνο από τις τέσσερις συστηματικές τράπεζες έχει όφελος 28,2 δισ. ευρώ το οποίο αγνοείται παντελώς από τους δύο μελετητές του ΚΕΠΕ, όπως αγνοούνται οι εισπράξεις από το ΚΟΚΟΥΣ κ.λ.π. Παράλληλα παραγνωρίζονται και πολλά βασικά στοιχεία με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών όπου χάρη σε αυτή την διαδικασία διασώθηκαν ή όχι οι καταθέσεις των Ελλήνων που ήταν σχεδόν δεκαπλάσιες από το ποσό που κατέβαλε το δημόσιο τότε για να διασώσει τις τράπεζες. Η ανακεφαλαιοποίηση, είπε ο κ. Χατζηδάκης, προστατεύτηκαν ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά από συνολικότερη κατάρρευση και πρόσθεσε ότι « το δημόσιο, μετά την ανακεφαλαιοποίηση, εισέπραξε μερίσματα που ήταν κέρδη της Τράπεζας της Ελλάδας».
Ο υπουργός, ανέφερε ότι με βάση όσα έχουν ακολουθήσει « το δημόσιο έχει όφελος περίπου 4 δισ. ευρώ». Για τις αποεπενδύσεις των τεσσάρων συστηματικών τραπεζών είπε ο υπουργός «τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα θετικά» και δίνοντας αναλυτικά στοιχεία από την διάθεση μετοχών της κάθε τράπεζας είπε ότι « αποδεικνύεται εκ των αποτελεσμάτων ότι η στρατηγική μας ήταν σωστή», «καθώς τώρα η συγκυρία ήταν ευνοϊκή, η αποεπένδυση ήρθε μετά την ανάκτησή της επενδυτικής βαθμίδας, σε περίοδο με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και θετικής πορείας των βασικότερων μεγεθών της οικονομίας, άρα υπάρχει ένα ευνοϊκό περιβάλλον που θελήσαμε να εκμεταλλευτούμε». Επίσης, με τον τρόπο αυτό «επιστρέφουμε στην κανονικότητα με το τραπεζικό σύστημα, ώστε να γίνουν πιο ανταγωνιστικές και θελκτικές στις νέες προκλήσεις. Οι δε επιπτώσεις δρουν συνολικά και στέλνουν θετικά μηνύματα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό σε σχέση με την ανάπτυξη , την κεφαλαιαγορά και τις προοπτικές», ενώ δεν μπορεί να αγνοούνται και οι γεωπολιτικές συνθήκες. Εάν όλα αυτά τα αγνοούσαμε, είπε ο κ. Χατζηδάκης τότε «θα ήταν μάλλον μια αδικαιολόγητη επιπολαιότητα. Ένα ρίσκο που δεν χρειαζόταν κανένας να αναλάβει. Με λίγα λόγια, εκμεταλλευτήκαμε τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται στο ευρύτερο περιβάλλον. Χρησιμοποιήσαμε το τραπεζικό σύστημα για να ωθήσουμε προς τα πάνω την οικονομία και δεν μείναμε με σταυρωμένα χέρια μέχρι το τέλος του 2025, για να το κάνουμε την τελευταία στιγμή. Αυτό όμως δεν θα ήταν μια στέρεη οικονομική πολιτική αλλά μια πολιτική που θα έδειχνε ερασιτεχνισμό και ελαφρότητα» είπε ο υπουργός.
Ο κ. Χατζηδάκης ανέλυσε παράλληλα τους έξι τομείς της κυβερνητικής πολιτικής για τις τράπεζες όπως είναι τα δάνεια από μη τραπεζικά ιδρύματα, το σύστημα IRIS, το αφορολόγητο των εντόκων γραμματίων του δημοσίου, την ανάδειξη του πέμπτου πυλώνα του τραπεζικού συστήματος που θα ενισχύσει τον ανταγωνισμό. Παράλληλα, ο υπουργός αναφέρθηκε και στο Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ σε σχέση με την αύξηση της ρευστότητας που παρέχουν αυτά τα δύο εργαλεία.
Στουρνάρας: Θετικό πρόσημο
Θετικό πρόσημο είχε για τον Έλληνα φορολογούμενο η ανακεφαλαιοποίηση και η αναδιάταξη του τραπεζικού τομέα, όπως επισήμανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Στο πλαίσιο ομιλίας του σε συνεδρίαση των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών για την αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ο κ. Σουρνάρας είπε ότι μια «πρώτη αποτίμηση του κόστους της ανακεφαλαιοποίησης και της αναδιάταξης του τραπεζικού τομέα σε σύγκριση με τα οφέλη που αποκόμισε το Ελληνικό Δημόσιο, λαμβάνοντας υπόψη την εθελοντική αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους (Private Sector Involvement), δείχνει ότι ο Έλληνας φορολογούμενος έχει συνολικά μέχρι τώρα ωφεληθεί με ποσό που εκτιμάται σε περίπου 3,5 δισεκ. ευρώ».
Όπως σημείωσε ο κ. Στουρνάρας, «έχοντας ιδιωτικοποιηθεί πλήρως και με υγιή θεμελιώδη μεγέθη, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μπορεί να ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία. Οι τράπεζες έχουν επανεκκινήσει τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, ενώ οι ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης θα τονωθούν και από τις εκταμιεύσεις των επιχειρηματικών δανείων που συνδέονται με το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Επίσης, οι τράπεζες επενδύουν στον ψηφιακό μετασχηματισμό (digitalisation) των εργασιών τους προκειμένου να βελτιώσουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους πελάτες τους, αλλά και να μειώσουν το λειτουργικό κόστος».
- Ταυτόχρονα, πρόσθεσε ο κ. Στουρνάρας, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις, και μεταξύ αυτών, η πρόκληση του ιδιωτικού χρέους. Όπως είπε, η μεταφορά των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) εκτός τραπεζικού τομέα «δεν σημαίνει αυτόματα και την οριστική εξάλειψη του χρέους από την οικονομία. Το χρέος παραμένει, με τη διαχείρισή του πλέον να πραγματοποιείται από τις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις [ΕΔΑΔΠ]». Επισήμανε μάλιστα ότι, τον Δεκέμβριο του 2023, «η συνολική αξία των ανοιγμάτων που διαχειρίζονται οι ΕΔΑΔΠ για λογαριασμό των Εταιριών Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ανήλθε σε σχεδόν 70 δισεκ. ευρώ».
Συνεπώς, είπε ο κ. Στουρνάρας, η εύρυθμη λειτουργία της εν λόγω αγοράς για την επίτευξη της οριστικής εκκαθάρισης του ιδιωτικού χρέους είναι σημαντική παράμετρος και η αξιοποίηση του συνόλου των διαθέσιμων εργαλείων και επιλογών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. Η εξέταση των δυνατοτήτων επανένταξης σε καθεστώς ενημερότητας πιστούχων οι οποίοι έχουν αξιόλογα βιώσιμα επενδυτικά σχέδια που μπορούν να χρηματοδοτηθούν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και να αναδεικνύεται ως μία επιλογή η οποία θα συμβάλει καθοριστικά στην εκκαθάριση του ιδιωτικού χρέους, αλλά και στην ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας, συμπλήρωσε ο κ. Στουρνάρας.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας είπε ότι ο τραπεζικός τομέας έχει να επιτελέσει ένα σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας μετά την πανδημία, στην αποτελεσματική κατανομή των παραγωγικών πόρων και στη διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού προτύπου που θα βασίζεται στην εξωστρέφεια και την καινοτομία. Ο ρόλος αυτός γίνεται πιο σημαντικός σε μία μικρή και ανοικτή οικονομία, όπως η ελληνική, όπου η ραχοκοκαλιά της είναι οι μικρομεσαίες και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες στηρίζονται σχεδόν εξολοκλήρου στο τραπεζικό σύστημα προκειμένου να αντλήσουν τα απαιτούμενα κεφάλαια για τη λειτουργία τους και τη διενέργεια νέων επενδύσεων. Με άλλα λόγια, η ελληνική οικονομία εξαρτάται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τις τράπεζες της σε σχέση με την ευρωπαϊκή οικονομία, κατέληξε ο κ. Στουρνάρας.