Ανάλυση/Μητσοτάκης: Προσωπικό κεφάλαιο, προσωπικό (εκλογικό) στοίχημα υψηλού κινδύνου

 Ανάλυση/Μητσοτάκης: Προσωπικό κεφάλαιο, προσωπικό (εκλογικό) στοίχημα υψηλού κινδύνου

Ίσως το πιό χαρακτηριστικό γνώρισμα του μέσου ψηφοφόρου της Ν.Δ είναι πως σπανιότατα η δυσαρέσκειά του για τις κυβερνητικές επιδόσεις του κόμματός του τον οδηγεί σε εκλογική “μετανάστευση”, ακόμα δε περισσότερο σε αλλαγή μόνιμης κατοικίας. Φορτισμένος, για παράδειγμα, από το “αντιμνημονιακό έπος” του Αντώνη Σαμαρά προτίμησε πιο αυθεντικές εκφράσεις του (ΑΝΕΛ, ΣΥΡΙΖΑ κ.ά) στις πρώτες εκλογές του 2012, το μεγαλύτερο μέρος αυτών των ψηφοφόρων, όμως, επαναπατρίστηκαν στις δεύτερες. Το 2015, δε, εξοργισμένοι από το χαράτσι του ΕΤΗΔΕ στα ακίνητα, μετακινήθηκαν αρκετοί εξ αυτών στον ΣΥΡΙΖΑ, όμως ξανά με την ανάληψη της ηγεσίας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη επέστρεψαν στην παραδοσιακή εστία τους.

Αυτή την ανθεκτικότητα της συνοχής της εκλογικής βάσης της Ν.Δ δεν την έχουν άλλα κόμματα (πλην του ΚΚΕ για διαφορετικούς λόγους), και πάντως δεν την έχουν, ούτε το ΠΑΣΟΚ που κατέρρευσε και παραμένει σε χαμηλά ποσοστά για περίπου μία δεκαετία, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ που εκτοξεύθηκε με τον Αλέξη Τσίπρα και τελικά γνώρισε την συντριβή ένα χρόνο πριν.

Αυτή την ιστορική και συναισθηματική σχέση του δεξιού ψηφοφόρου με την παράταξή του την γνωρίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και επιχείρησε να την ενεργοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερο μετατρέποντας την μάχη των ευρωεκλογών σε προσωπικό του στοίχημα. “Πίσω από τον τίτλο και τα ονόματα του ψηφοδελτίου μας κρύβονται οι δεσμεύσεις μας. Αλλά και κάτι άλλο: το δικό μου όνομα. Γιατί κάθε ψήφος στις Ευρωεκλογές θα μου δίνει νέα δύναμη για να διεκδικήσω όσα χρειάζεται η Ελλάδα”, είπε χαρακτηριστικά ο κ.Μητσοτάκης στην ομιλία του χθες κλείνοντας τις εργασίες του συνεδρίου για τα 50 χρόνια της παράταξης.

Οι ψηφοφόροι της Ν.Δ έχουν αναμφίβολα κλονιστεί για μια σειρά λόγους:

  • Η ακρίβεια πλήττει σοβαρά τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, ιδιαίτερα εκείνα (π.χ δυτικά προάστια) που, αν και με παραδοσιακούς πολιτικούς όρους δεν θα έπρεπε να ταυτίζονται ταξικά με την συντηρητική παράταξη, επέλεξαν προσωπικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη,
  • Παραδοσιακοί ψηφοφόροι έχουν ενοχληθεί από την μετακίνηση στο κέντρο και την υπερβολική χρησιμοποίηση στελεχών του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρούν ότι αλλοιώνεται το γονίδιο της παράταξης,
  • Ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών νοιώθουν ότι προσβάλλει την “δεξιά ηθική” και διαρρηγνύει την σχέση της παράταξης με την Εκκλησία,
  • Η τραγωδία των Τεμπών και η γενικευμένη αίσθηση (85% στις δημοσκοπήσεις) ότι επιχειρείται συγκάλυψη των ευθυνών δρα οριζόντια στην κοινωνία και γεννά θυμό,
  • Εξοργίζει, ακόμα, η αίσθηση ότι η κυβέρνηση απέτυχε στην εδραίωση της κοινωνικής ασφάλειας, στην αντιμετώπιση, δηλαδή, της εγκληματικότητας.

Τι προσπαθεί να προλάβει

Η ευρεία δυσφορία για τα παραπάνω δεν έχει, ωστόσο, διέξοδο προς μία εναλλακτική πειστική λύση διακυβέρνησης. Αυτό παραμένει μεν το ισχυρότερο ατού του πρωθυπουργού, από την άλλη, όμως, οι ευρωεκλογές είναι το βολικότερο πεδίο για να την εκφράσουν οι ψηφοφόροι της Ν.Δ. Υπό την έννοια ότι δεν επιθυμούν, ως φαίνεται, να μετακινηθούν εκλογικά σε μία άλλη επιλογή, εάν επρόκειτο για εθνική εκλογική αναμέτρηση που βγάζει κυβέρνηση, αντιλαμβάνονται, ωστόσο, ότι οι κάλπες των ευρωεκλογών είναι η τελευταία ευκαιρία που έχουν πριν τις εθνικές εκλογές για να στείλουν το μήνυμά τους.

Αυτό ακριβώς προσπαθεί να προλάβει ο Κυριάκος Μητσοτάκης:

  • Απάντησε, δηλαδή, από το βήμα του συνεδρίου ότι “έλαβε το μήνυμα” μέσα από τις δημοσκοπήσεις,
  • Έθεσε το εκλογικό δίλημμα ότι αποδυνάμωση της Ν.Δ στις ευρωεκλογές (με ποσοστό στο όριο του 30%) σημαίνει και αποδυνάμωση της κυβέρνησης για την επόμενη τριετία μέχρι τις εθνικές εκλογές, και, ως εκ τούτου, συνθήκες επικίνδυνης πολιτικής αστάθειας και διακυβέρνηση υπό την ομηρία νέων πολιτικών συσχετισμών,
  • Και, έβαλε στο τραπέζι το προσωπικό πολιτικό του κεφάλαιο, συγκρίνοντάς το με τον πολιτικά αόρατο “Κανέναν” (των μετρήσεων) και με τους αρχηγούς της αντιπολίτευσης (Στ. Κασσελάκη, Ν.Ανδρουλάκη, Κυρ. Βελόπουλο) τους οποίους “ψηλώνει” πολιτικά για να αποκτήσει αντιπάλους και να ανακόψει διαρροές ψήφων προς τα κόμματα αυτά. Αυτό, βεβαίως, που κυρίως φοβάται είναι η μετακίνηση δεξιών ψήφων (κατά βάση λόγω του γάμου των ομοφύλων) προς την “Ελληνική Λύση”, τη “Νίκη” και το κομματίδιο της Αφρ. Λατινοπούλου, λιγότερο, ίσως, κάποιων “απολιτίκ” προς τον μεταλλαγμένο ΣΥΡΙΖΑ, και ακόμα λιγότερο προς το ΠΑΣΟΚ, δεδομένου ότι έχει αλώσει τα προηγούμενα χρόνια σχεδόν το σύνολο του πολιτικού εδάφους του κέντρου.

Διπλή μάχη και γραμμή αμύνης

Επί της ουσίας οι ευρωεκλογές είναι μία μάχη της Ν.Δ με τον δεξιό εαυτό της και, παράλληλα, μία μάχη του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη με τις υψηλές προσδοκίες που έχει δημιουργήσει και αρκετές από τις οποίες έχει διαψεύσει.

Η Ν.Δ έχει, βεβαίως, δημιουργήσει ήδη την πρώτη γραμμή αμύνης για το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, βάζοντας στο τραπέζι την σύγκριση με εκείνο των ευρωεκλογών του 2019 (33,4%) και όχι με το 41% των τελευταίων εθνικών εκλογών. Δεδομένου, όμως, ότι οι επόμενες εξήντα ημέρες μέχρι τις ευρωκάλπες θα είναι μία προεκλογική σύγκρουση ακραίας πόλωσης με καθαρά εθνική και όχι ευρωπαϊκή ατζέντα, το επιχείρημα αυτό εξασθενεί και οι πολιτικοί της αντίπαλοι θα επισημάνουν την πιθανή μεγάλη πτώση του ποσοστού της κυβερνητικής παράταξης. Εάν αυτό συνδυαστεί και με την συρρίκνωση της απόστασης από το δεύτερο κόμμα (στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου του 2023 η Ν.Δ απείχε 24 μονάδες από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ), και την συγκρότηση ενός αθροίσματος κοντά στο 20% στα δεξιά της, τότε η κυβέρνηση θα είναι δύσκολο να “μακιγιάρει” το δυσμενές αποτέλεσμα και να παρακάμψει το πολιτικό μήνυμα της κάλπης και τους νέους συσχετισμούς στο εκλογικό σώμα.

Είναι σαφές, λοιπόν, πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης ρίχνει στην μάχη τον… εαυτό του. Το προσωπικό πολιτικό του κεφάλαιο, οι εκλογικές νίκες που έχει καταγράψει, το διεθνές προφίλ που έχει συστηματικά καλλιεργήσει και η απουσία ισχυρού πολιτικού αντιπάλου με πειστικό αποτύπωμα εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης σε ορατό μέλλον, αποτελούν, αναμφίβολα, τα πλεονεκτήματά του. Ένα ποσοστό, ωστόσο, κάτω από το 30%, ή οριακά πάνω απ΄ αυτόν τον πήχη, θα εισάγει στην κυβέρνηση στα αχαρτογράφητα νερά της τριετίας μέχρι τις εθνικές εκλογές. Και κάθε πολιτικό “ατύχημα” (το καλοκαίρι φαίνεται πως θα είναι περίοδος υψηλού κινδύνου ως προς την διαχείριση ακραίων φαινομένων) θα το πληρώνει διπλά και τριπλά καθώς θα επισωρρεύεται στον αρνητικό ηλεκτρισμό που ήδη υπάρχει στην κοινωνία.

Σχετικά Άρθρα