Εκλογικές “χρονοσειρές” ενόψει 9ης Ιουνίου- Πως θα “διαβαστούν” τα αποτελέσματα…
Οι χρονοσειρές (ως ακολουθίες δεδομένων σε διακριτό χρόνο) έχουν την σημασία τους και στην πολιτική. Όπως και οι αναλογίες. Η πολιτική συγκυρία προσφέρεται ίσως για μία τέτοια θεώρηση.
Παράδειγμα: Στις ευρωεκλογές του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσε ποσοστό περίπου 23% και λογικά αξιολογήθηκε ως πολιτική κατάρρευση για μία κυβέρνηση που διήνυε τότε το πέμπτο έτος διακυβέρνησης και προερχόταν από την τελευταία εθνική αναμέτρηση -την δεύτερη που κέρδισε- του Σεπτεμβρίου του 2015, όταν είχε συγκεντρώσει 35%. Στην ευρωκάλπη του Μαϊου του 2014 είχε λάβει 26,5%, σαφής ένδειξη ότι έφτανε η ώρα του να κυβερνήσει.
Μετά από περίπου 4 χρόνια διακυβέρνησης (παρά μερικούς μήνες), δηλαδή, το τότε κυβερνών κόμμα έχασε από εθνικές εκλογές σε ευρωεκλογές 12 ποσοστιαίες μονάδες. Η “σωσίβια λέμβος” για τον Αλέξη Τσίπρα αποδείχτηκε ότι ήταν το γεγονός ότι αποφάσισε να προκαλέσει πρόωρη εθνική αναμέτρηση και να κάνει ένα πολιτικό ντεμαράζ για περίπου ένα μήνα υπό την δαμόκλειο σπάθη μιας συντριβής. Στις 7 Ιουλίου 2019 κατόρθωσε να συγκεντρώσει ( ο ίδιος…) 32%, να εισπράξει, δηλαδή, τις 9 από τις 12 μονάδες που είχε χάσει. Αυτή ήταν και η μεγάλη παραπλάνηση (του), τότε, αλλά αυτό είναι αντικείμενο άλλης συζήτησης.
Είθισται, τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών να μην συγκρίνονται με αυτά των εθνικών εκλογών, αυτό, ωστόσο, συνέβαινε παλαιότερα όταν οι κάλπες για το Ευρωεκοινοβούλιο διέπονταν από πολιτική χαλαρότητα, ενίοτε και έναν σχετικό “χαβαλέ” με κόμματα κυνηγών, Βεργήδες και άλλα ευτράπελα. Τώρα, ενόψει της ευρωπαϊκής αναμέτρησης της 9 Ιουνίου και λαμβάνοντας υπόψη μας και όσα συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό και σε άλλες χώρες, ο ίδιος ο πρωθυπουργός θέτει το δίλημμα της πολιτικής σταθερότητας (αναφορά του στην συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου την Παρασκευή), ο δε οξύνους υπουργός Υγείας Άδωνης Γεωργιάδης είπε (Σκάϊ): “Εδώ και μία εβδομάδα όλα έχουν αλλάξει. Αυτές οι εκλογές απέκτησαν απολύτως πολιτικό χαρακτήρα. Η πρόταση δυσπιστίας συσπειρώνει την εκλογική βάση και το κόμμα της ΝΔ. Αποδεικνύεται ότι υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να ρίξουν τον Μητσοτάκη και άρα, οι ευρωεκλογές θα αποτελέσουν ένα σημαντικό εφαλτήριο πολιτικών εξελίξεων στη χώρα. Σε αυτές τις ευρωεκλογές δεν μπορούμε να πάμε χαλαρά. Το χαλαρά μας τελείωσε. Ενώθηκε η αντιπολίτευση. Τώρα πια δεν έχεις το ίδιο πολιτικό περιβάλλον”. Πιό καθαρά δεν γίνεται…
Παράδοξο, ίσως, δεδομένου πως στις 10 Ιουνίου την ίδια ακριβώς κυβέρνηση θα έχουμε, τον ίδιο πρωθυπουργό και δη με ορίζοντα τριετίας, τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα απέχουν σημαντικά από τη Ν.Δ και μόνο ο “Κανένας” θα απειλεί δημοσκοπικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Οι ευρωεκλογές ούτε ρίχνουν, ούτε εκλέγουν κυβέρνηση. Η δε πρόταση δυσπιστίας της αντιπολίτευσης ήταν μία εξαιρετική και αρκετά αποκαλυπτική άσκηση υψηλών πολιτικών τόνων (με εντολοδόχους συμφερόντων, εκβιασμούς, υπονομευτές του πολιτεύματος κ.ά), κατέληξε, ωστόσο, όπως η ίδια η κυβέρνηση λέει, να συσπειρώσει την κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ.
Πάμε τώρα στην επόμενη και εν εξελίξει χρονοσειρά: πρώτον, από το 2016 και εντεύθεν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισε σε όποια κάλπη αναμετρήθηκε με τους πολιτικούς αντιπάλους του. Δεύτερον, βρίσκεται στον πέμπτο χρόνο της πρωθυπουργίας του (αναλογία). Όμως, τρίτον, κέρδισε την τελευταία εθνική αναμέτρηση με το θριαμβευτικό 41% (αύξησε το ποσοστό του σε σύγκριση με το 2019) μόλις πριν ένα χρόνο, ως εκ τούτου είναι λογικό να μην αναμένει κανείς να υποστεί εκλογική καθίζηση ανάλογη με εκείνη που υπέστη ο προκάτοχός του στις ευρωεκλογές του 2019 μετά από περίπου τέσσερα “βαριά” χρόνια θητείας- με μία θετική εξέλιξη: την έξοδο από τα μνημόνια, αλλά και αρκετές εκλογικά αρνητικές (όχι απαραίτητα και πολιτικά ή εθνικά), όπως η Συμφωνία των Πρεσπών, το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και άλλες. Εκ της κυβέρνησης, βεβαίως, θα επικαλούνται τις αλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων ετών- πανδημία, ενεργειακή, πληθωριστική, εθνικά θέματα. Αλλά, ας μην το ξεχνούμε: και χωρίς αξιωματική αντιπολίτευση που να διεκδικεί διακυβέρνηση σε ορατό χρόνο.
Συμπέρασμα: Εάν συγκρίνει κανείς την επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές του 2019 με την επίδοση (λίγο πριν γίνει κυβέρνηση) σε εκείνες του 2014, η απώλεια ήταν μόλις τρισήμιση μονάδες. Εάν την συγκρίνει με το εκλογικό ποσοστό των προηγούμενων εθνικών εκλογών, η απώλεια, όπως προείπαμε, εκτοξεύεται στις δώδεκα.
Στις 9 Ιουνίου, λοιπόν, θα προκύψουν δύο επίπεδα σύγκρισης. Το πρώτο θα αφορά το ποσοστό που θα λάβει η Ν.Δ και το 33% των ευρωεκλογών του 2019. Το δεύτερο θα εστιαστεί στην απόσταση του ποσοστού του Ιουνίου του 2024 από το 41% πριν ένα χρόνο. Ο πρωθυπουργός και τα κυβερνητικά στελέχη, όμως, ανεβάζουν τον πήχη και κάνουν λόγο για μία ευρωαναμέτρηση με εθνική ατζέντα και για πολιτικές εκλογές πώλησης όπου διακυβεύεται η πολιτική σταθερότητα. Μένει να αποδειχτεί εάν αυτή είναι η πιό σωστή τακτική.
Τελικά, καθείς θα επιλέξει το πιό βολικό, πάντως άλλη κυβέρνηση δεν θα έχουμε. Αλλά την ίδια κυβέρνηση με μικρότερες ή μεγαλύτερες απώλειες που θα πρέπει να αντιμετωπίσει πρωτίστως τον κακό εαυτό της και να διαβάσει τα μηνύματα που θα στείλουν οι ψηφοφόροι. Ακόμα κι αν είναι “άναρχα”…