Μπορεί το “μέτωπο” της πρότασης δυσπιστίας να γίνει πολιτικό μέτωπο μετά τις ευρωεκλογές;
Άπαντες συμφωνούν πως είναι εξαιρετικά απίθανο η κυβέρνηση να βγει με απώλεια της δεδηλωμένης (151) από την μάχη στη Βουλή, με αφορμή την πρόταση δυσπιστίας που κατατέθηκε -με πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ- από 85 βουλευτές των κομμάτων της λεγόμενης κεντροαριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ,ΠΑΣΟΚ, Νέα Αριστερά και Πλεύση Ελευθερίας). Λογικά, 159 βουλευτές θα καταψηφίσουν την πρόταση, ήτοι οι 158 της Ν.Δ και ο προσφάτως ανεξαρτητοποιηθείς βουλευτής των “Σπαρτιατών” Χατζηβαρδάς που στήριξε ούτως ή άλλως και το νομοσχέδιο για τα μη κρατικά ΑΕΙ.
Ως εκ τούτου πολιτικό αποτέλεσμα που θα κλονίσει την κυβερνητική πλειοψηφία δεν θα παραχθεί και η τελική σύγκρουση θα μετατεθεί για τις ευρωεκλογές που αποκτούν πιά χαρακτηριστικά εθνικών εκλογών. Πέραν όλων των άλλων, που αφορούν εκείνη την μοιραία νύχτα της τραγωδίας στα Τέμπη και στο πώς και από ποιους έγινε η αλλοίωση των ηχητικών των συνομιλιών στο σταθμαρχείο της Λάρισας, το πολιτικό ερώτημα που προκύπτει από την συνεργασία των τεσσάρων κομμάτων της κεντροαριστεράς ως προς την πρόταση δυσπιστίας είναι εάν αυτό το συγκυριακό κοινοβουλευτικό μέτωπο ενδέχεται να εξελιχθεί σε πολιτικό αντι-ΝΔ μέτωπο μετά τις ευρωεκλογές. Ένα παρόμοιο μέτωπο, το αντι-ΣΥΡΙΖΑ, είχε συγκροτηθεί από πολιτικά και ιδεολογικά ανομοιογενή κόμματα εναντίον της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα, μετά την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.Δ, το 2016, και συνέβαλε καθοριστικά (με την συνδρομή των μίντια) στην ήττα του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ στις εκλογές του 2019.
Η σύμπηξη του κοινοβουλευτικού μετώπου στην πρόταση δυσπιστίας για την διαχείριση της τραγωδίας των Τεμπών και με καταλύτη το δημοσίευμα του “ΒτΚ” θεωρείται από κάποιους “πρόβα” για την διερεύνηση ευρύτερης πολιτικής συμμαχίας μετά τις ευρωεκλογές στην πορεία προς τις εθνικές κάλπες. Είναι κάτι τέτοιο εφικτό;
Θεωρητικά, ναι. Υπό την έννοια ότι η πρωτοβουλία του Νίκου Ανδρουλάκη και η προσωπική πιά σύγκρουσή του με την κυβέρνηση (ο Μάκης Βορίδης τον αποκάλεσε “εντολοδόχο οικονομικών συμφερόντων” εννοώντας ότι κινήθηκε προς εξυπηρέτηση κάποιου σχεδίου αποσταθεροποίησης που εκπορεύεται από τον Βαγγέλη Μαρινάκη) φέρνει το ΠΑΣΟΚ ανεπιστρεπτί στην θέση του σκληρά αντιπολιτευτικού κόμματος. Είναι μάλλον απίθανο να κινηθεί στο μέλλον η Χαριλάου Τρικούπη συμπληρωματικά ή υποστηρικτικά στις όποιες κυβερνητικές πρωτοβουλίες και εφόσον συμβεί κάτι τέτοιο έρχεται πιό κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ του Στέφανου Κασσελάκη.
Θα στοιχίσει κάτι τέτοιο στο ΠΑΣΟΚ; Η ερώτηση που διατυπώνεται από αρκετούς έχει σημασία, καθώς χάνει σε κάποιο βαθμό τα χαρακτηριστικά του κεντρώου κόμματος και κινείται προς τα αριστερά, αφήνοντας, ίσως, χώρο σε περαιτέρω διείσδυση του πρωθυπουργού στον χώρο αυτό, και διευκολύνει το νέο κόμμα του Ανδρέα Λοβέρδου να κερδίσει πολιτικά εδάφη στην περιοχή μεταξύ του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ.
Πολλά θα κριθούν από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, τόσο ως προς το ποιό κόμμα θα κατακτήσει την δεύτερη θέση, όσο και ως προς το άθροισμα των εκλογικών ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ, ίσως και της Νέας Αριστεράς. Θα ήταν άστοχο, όμως, να επιχειρήσει να εντάξει κανείς την Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου σε ένα τέτοιο μέτωπο. Η τελευταία συγκλίνει με τα άλλα κόμματα στην πρόταση δυσπιστίας μάλλον ευκαιριακά και οι διαφορές πολιτικού χαρακτήρα με τους αρχηγούς των άλλων κομμάτων είναι έως και χαοτικές.
Εμπόδιο -αλλά όχι αξεπέραστο- σε μία τέτοια μετεκλογική συνεννόηση είναι και η υπονομευμένη από σκληρές δηλώσεις σχέση μεταξύ της Κουμουνδούρου και των 11 βουλευτών της Νέας Αριστεράς. Είναι όντως δύσκολο να καθήσουν στο ίδιο τραπέζι συνομιλιών ο Στέφανος Κασσελάκης, ο Νίκος Παππάς, ο Αλέξης Χαρίτσης και η Έφη Αχτσιόγλου. Εφόσον, όμως, η Νέα Αριστερά συγκεντρώσει ποσοστό που θα συγκροτεί εκπροσώπηση μικρού αλλά υπαρκτού και όχι ευκαιριακού τμήματος των ψηφοφόρων της αριστεράς (ειδικά εάν εκλέξει ευρωβουλευτή), τότε τα πράγματα αλλάζουν.
Όμως, τραυματισμένες από το πρόσφατο παρελθόν είναι και οι σχέσεις του Νίκου Ανδρουλάκη με τον Στέφανο Κασσελάκη, κυρίως, όμως, επειδή έγιναν δηλώσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που αξιολογήθηκαν ως προσβλητικές από την Χαριλάου Τρικούπη. Το “μοντέλο Δούκα”, η αγαστή συνύπαρξη, δηλαδή, του δημάρχου Αθηναίων με τον επικεφαλής της μειοψηφίας Κώστα Ζαχαριάδη (στον οποίο οφείλει την εκλογή του σε μεγάλο βαθμό), θα αποτελέσει πιθανότατα τον πολιτικό δοκιμαστικό σωλήνα των όποιων διεργασιών.
Εν κατακλείδι, τίποτε δεν θα είναι εύκολο και σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών θα είναι ο πολιτικός καταλύτης. Εάν η ηγεμονία του Κυριάκου Μητσοτάκη πληγεί σοβαρά και διαμορφωθούν, σε πρώτη φάση, συνθήκες πολιτικού αθροίσματος του αντι-ΝΔ (κυρίως ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ) μετώπου, τέτοιο που να αμφισβητεί την νίκη του κυβερνώντος κόμματος στις επόμενες εθνικές εκλογές, οι διεργασίες μπορεί να επισπευσθούν. Εάν η απόσταση της Ν.Δ από το δεύτερο κόμμα παραμείνει τεράστια -όπως διαπιστώνεται ακόμα δημοσκοπικά- οι συνομιλίες θα είναι δυσκολότερες. Μεγάλο ρόλο θα παίξει, πάντως, και το αίτημα της εκλογικής βάσης των κομμάτων αυτών αλλά και η “γείωση” που ενδέχεται να αποκτήσει αυτό στην κοινωνία και τους κοινωνικούς φορείς.