Δημογραφικό: Γιατί κάνουμε λιγότερα παιδιά; – Οι επιπτώσεις σε κοινωνία και οικονομία
Τα ποσοστά γεννητικότητας σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου δεν θα επαρκούν για να διατηρηθεί σταθερός ο πληθυσμός τους ως το τέλος του αιώνα, σύμφωνα με μεγάλη έρευνα που δημοσιεύθηκε σήμερα και προειδοποιεί για τις ολοένα και αυξανόμενες ανισότητες μεταξύ των φτωχών και των πλούσιων κρατών.
Ισχυρές χώρες όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ θα πρέπει να εξαρτηθούν από τη μετανάστευση για να αποφύγουν τις «τεράστιες» συνέπειες και την οικονομική αναταραχή που θα επιφέρεί η κατάσταση, κατέληξε η μελέτη στο έγκυρο ιατρικό περιοδικό The Lancet.
Χωρίς αναπλήρωση του πληθυσμού, οι δημόσιες υπηρεσίες και η οικονομική ανάπτυξη κινδυνεύουν, υποστήριξαν οι επιστήμονες. Σχολιαστές προειδοποίησαν σήμερα ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να «αφυπνιστούν σε σχέση με το γεγονός ότι η μείωση των ποσοστών γονιμότητας αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες απειλές» για τη Δύση.
«Η γεννητικότητα μειώνεται σε όλο τον κόσμο», τονίζει η έκθεση που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό η οποία σημειώνει ότι περισσότερες από τις μισές χώρες έχουν ήδη πολύ χαμηλό ποσοστό γεννητικότητας για να διατηρήσουν σταθερό το επίπεδο του πληθυσμού τους. Και «στο μέλλον τα ποσοστά γεννητικότητας θα εξακολουθήσουν να μειώνονται σε όλο τον κόσμο».
Η έκθεση βασίζεται στα στοιχεία του Global Burden of Disease, ένα πρόγραμμα που χρηματοδοτείται από το ίδρυμα Bill & Melinda Gates, και έχει στόχο να συγκεντρώσει τα στοιχεία για την υγεία των περισσότερων χωρών.
Οι ερευνητές εκτίμησαν όχι μόνο τα τρέχοντα ποσοστά γεννητικότητας στις χώρες, αλλά προσπάθησαν επίσης να υπολογίσουν τη μελλοντική τους εξέλιξη με βάση πολλούς παράγοντες, όπως το επίπεδο μόρφωσης και παιδικής θνησιμότητας.
Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι σε 155 χώρες και εδάφη από τις 204 το ποσοστό γεννητικότητας ως το 2050 δεν θα επαρκεί για να διατηρηθεί ο πληθυσμός τους σταθερός. Ως το 2100 ο αριθμός των χωρών αυτών αναμένεται να φτάσει τις 198, δηλαδή το 97% του συνόλου.
Οι ερευνητές προβλέπουν ότι ο πληθυσμός στις φτωχές χώρες θα συνεχίσει να αυξάνεται για καιρό, ενώ θα μειώνεται στις ανεπτυγμένες χώρες. Συγκεκριμένα ως το τέλος του αιώνα οι περισσότερες γέννες θα καταγράφονται στις χώρες με χαμηλό ή χαμηλό προς μεσαίο εισόδημα, με τις περισσότερες από τις μισές να αφορούν χώρες της υποσαχάριας Αφρικής.
Η ανισορροπία αυτή κινδυνεύει να έχει «σημαντικές επιπτώσεις» τόσο στις κοινωνίες όσο και στις οικονομίες.
Ως το 2021, 110 χώρες κατέγραφαν ποσοστά γεννητικότητας κάτω από το επίπεδο των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα που είναι απαραίτητο για να παραμείνει σταθερός ο πληθυσμός τους.
Η έκθεση υπογραμμίζει τις ιδιαίτερα ανησυχητικές τάσεις σε χώρες όπως η Νότια Κορέα και η Σερβία, όπου το ποσοστό γεννητικότητας είναι κάτω από 1,1 παιδί ανά γυναίκα.
Την ώρα που τα μειούμενα ποσοστά γεννητικότητας στις πιο πλούσιες χώρες συνδέονται με τις περισσότερες ευκαιρίες που έχουν οι γυναίκες στην εκπαίδευση και την εργασία, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι υπάρχει άμεση ανάγκη να βελτιωθεί η πρόσβαση σε σύγχρονες μεθόδους αντισύλληψης και εκπαίδευσης σε άλλες πιο φτωχές περιοχές.
Πολλές από τις πιο φτωχές χώρες «θα δυσκολευτούν να υποστηρίξουν τον πιο νέο και γρήγορα αυξανόμενο πληθυσμό του πλανήτη σε κάποια από τα πιο ασταθή οικονομικά και πολιτικά» μέρη, τα συστήματα υγείας των οποίων βρίσκονται υπό πίεση, ενώ επηρεάζονται και από επεισόδια ακραίας ζέστης, επεσήμανε ο Στάιν Εμίλ Φόλστετ του Institute for Health Metrics and Evaluation (IHME) του πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον στο Σιάτλ.
Ωστόσο οι ερευνητές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας εξέφρασαν τις επιφυλάξεις τους για τις προβλέψεις αυτές.
Επέκριναν πολλές επιλογές μεθοδολογίας των ερευνητών, υπογραμμίζοντας κυρίως ότι πολλές φτωχές χώρες δεν διαθέτουν αυτή τη στιγμή επαρκή στοιχεία, ενώ υπογράμμισαν ότι η μείωση της γεννητικότητας μπορεί να έχει και πλεονεκτήματα (στο περιβάλλον, τη διατροφή…) πέρα από τα μειονεκτήματα (στα συστήματα συνταξιοδότησης ή την εργασία).
Οι λόγοι που οι άνθρωποι κάνουν λιγότερα παιδιά
Όμως οι λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι, κατά μέσο όρο, κάνουν λιγότερα παιδιά σε ορισμένες χώρες θεωρούνται εδώ και καιρό πολύπλοκοι.
- Σύμφωνα με την Daily Mail, ορισμένες γυναίκες απλώς απολαμβάνουν την ανεξαρτησία που τους προσφέρει η σύγχρονη κοινωνία σε σύγκριση με έναν αιώνα πριν και επιλέγουν να μην κάνουν παιδιά. Άλλες επιλέγουν να κάνουν παιδιά αργότερα στη ζωή τους και αντ’ αυτού επικεντρώνονται στην καριέρα τους κατά τη διάρκεια των νεότερων χρόνων τους. Καθώς η γονιμότητα συνδέεται με την ηλικία, αυτό μπορεί να οδηγήσει ορισμένες γυναίκες να μην αποκτήσουν ποτέ παιδιά ή να αποκτήσουν λιγότερα απ’ ό,τι είχαν αρχικά προγραμματίσει.
- Για τους άνδρες, παράγοντες του τρόπου ζωής, όπως η αυξανόμενη επικράτηση της παχυσαρκίας σε πολλές χώρες, πιστεύεται επίσης ότι επηρεάζουν αρνητικά τη γονιμότητα.
- Οι αυξανόμενες πιέσεις του κόστους ζωής, ιδίως η τιμή της παιδικής μέριμνας, είναι ένας άλλος παράγοντας που βάζει φρένο στα ζευγάρια που αποκτούν παιδιά ή που αποφασίζουν να μην αποκτήσουν πολλά.
- Τα τελευταία χρόνια, οι φόβοι για μια επικείμενη περιβαλλοντική καταστροφή λόγω της κλιματικής αλλαγής έχουν επίσης αποτρέψει τους νεότερους ανθρώπους από την απόκτηση παιδιών.
Η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και επικεφαλής επιστήμονας Δρ Natalia Bhattacharjee δήλωσε ότι οι τάσεις αυτές θα αναδιαμορφώσουν πλήρως την παγκόσμια οικονομία και τη διεθνή ισορροπία δυνάμεων, αναγκάζοντας τις κοινωνίες να αναδιοργανωθούν. Και πρόσθεσε: «Οι επιπτώσεις είναι τεράστιες. Η παγκόσμια αναγνώριση των προκλήσεων γύρω από τη μετανάστευση και τα παγκόσμια δίκτυα βοήθειας θα είναι ακόμη πιο κρίσιμα όταν υπάρχει έντονος ανταγωνισμός για τους μετανάστες για τη διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης και καθώς συνεχίζεται το baby boom της υποσαχάριας Αφρικής».
Το διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα, που δημοσιεύθηκε στο The Lancet, εξέτασε τις παρελθούσες, τρέχουσες και μελλοντικές τάσεις της γονιμότητας και των γεννήσεων ζώντων παιδιών.
Οι συγγραφείς προειδοποίησαν ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να αρχίσουν να σχεδιάζουν λύσεις αναφορικά με τις απειλές για τις οικονομίες, την επισιτιστική ασφάλεια, την υγεία, το περιβάλλον και τη γεωπολιτική ασφάλεια που προκαλούν οι δημογραφικές αλλαγές.