Οδοιπορικό στο Λασίθι, έναν μυθικό τόπο
Δύο ημέρες φυσικά δεν αρκούν. Πολύ περισσότερες δεν αρκούν επίσης για να βυθιστεί ο επισκέπτης με την περιέργεια, τη φιλομάθεια, τη διάθεση να γνωρίσει τον ανατολικότερο νομό της Κρήτης, τους ανθρώπους του, το πολύπλευρο φυσικό περιβάλλον, κάποια, έστω, χωριά με τις ιστορίες τους, μέσα σε αυτόν τον μυθικό τόπο.
Τελευταίες ημέρες του χειμώνα και το πρωινό ψύχος λίγο πριν φανεί ο ήλιος στον ορίζοντα, ξυπνά απότομα το σώμα και τις αισθήσεις. Ο ουρανός φιλοξενεί εναλλακτικά σύννεφα και αχτίδες να φωτίζουν, λες, επιλεκτικά κάποια σημεία της πόλης της Σητείας με το φρούριο Καζάρμα να ξεχωρίζει ανάμεσα στην αστική αρχιτεκτονική. Υπάρχουν δύο βασικοί δρόμοι να βγει κάποιος από τη Σητεία οδικώς. Ο παραλιακός, όμως, από το λιμάνι δυτικά και γύρω από το αεροδρόμιο, είναι ομορφότερος και με τους σχεδόν μόνιμους αέρηδες να χτυπούν τα κύματα στα απότομα βράχια, μια πιο «Κρητική» έναρξη του οδοιπορικού στο Λασίθι.
Ο Ιερός Ναός της Αγίας Αικατερίνης/Photo: Νίκος Κόκκας
Photo: Νίκος Κόκκας
Η ενετική έπαυλη De Mezzo/Photo: Νίκος Κόκκας
Η Ετιά ήταν ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της βενετσιάνικης Κρήτης και τα εναπομείναντα κτήρια, όπως η πολύ όμορφη ενετική έπαυλη De Mezzo, ένα από τα σημαντικότερα δείγματα βενετσιάνικης αρχιτεκτονικής στην Κρήτη, ένα ταξίδι στην ιστορία του νησιού. Οι διαρκείς εναλλαγές του καιρού μετατρέπουν τον Ιερό Ναό της Αγίας Αικατερίνης, στην είσοδο του χωριού, σε σκηνικό από διάφορες κινηματογραφικές ταινίες, από μελαγχολικό βαλκανικό σινεμά, μέχρι μεξικάνικο γουέστερν με τον Εμίλιο Ζαπάτα. Η απομάκρυνση από το ρολόι και το ημερολόγιο για όποιον ταξιδεύει στην Κρήτη γίνεται σχεδόν αυτόματα και η μέρα τελειώνει μόνο όταν φύγει το φως από τον ουρανό.
Ο Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου στη Βόιλα/Photo: Νίκος Κόκκας
Ο Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου στη Βόιλα/Photo: Νίκος Κόκκας
Λίγα χιλιόμετρα ανατολικότερα, ένας βατός χωματόδρομος οδηγεί στη Βόιλα, ένα εγκαταλελειμμένο χωριό χτισμένο σε ύψωμα με θέα τον πλατύ κάμπο στους πρόποδες και το χωριό Χανδρά στον ορίζοντα. Ακατοίκητο πάνω από έναν αιώνα, αλλά με όρθια και καλοδιατηρημένα κάποια από τα κτίσματα και τον δίκλιτο Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου και της Παναγίας στο ψηλότερο σημείο, στο οποίο φιλοξενείται ταφικό μνημείο της οικογένειας των Σαλαμών της Σητείας. Η Βόιλα είναι μια όμορφη στάση στο ταξίδι προς τη Ζήρο και αργότερα τη Ζάκρο.
Βόιλα/Photo: Νίκος Κόκκας
Στο δρόμο προς Ξερόκαμπο/Photo: Νίκος Κόκκας
Όταν δεν ρίχνει πλαγιομετωπικά χαλάζι και ψιλόβροχο με την αίσθηση από χιλιάδες μικροσκοπικές βελόνες να τρυπούν το πρόσωπο, όπως συμβαίνει τώρα που βρίσκομαι εδώ, η πεζοπορική επίσκεψη στο οροπέδιο Ζήρου μέχρι την κορυφή στα 711 μέτρα, φανερώνει μια εντυπωσιακή περιμετρική θέα σχεδόν προς κάθε κατεύθυνση. Παραμένοντας στη ζεστασιά του στεγνού αυτοκινήτου μου και με τους υαλοκαθαριστήρες να διώχνουν τα μικρά μπαλάκια πάγου που ηχούν μέσα στην καμπίνα χτυπώντας ανελέητα τη λαμαρίνα, κατηφορίζω προσεκτικά προς τον Ξερόκαμπο. Το νοτιοανατολικό άκρο της Κρήτης, εμφανίζεται από το ύψος του πετάγματος των γερακιών, τα οποία φωλιάζουν στις σχισμές των άγριων βράχων, ταυτόχρονα με τον πιο λαμπρό ήλιο. Το χαλάζι, λίγα λεπτά νωρίτερα, γίνεται αυτόματα ανάμνηση.
Ζάκρος/Photo: Νίκος Κόκκας
Χαμαίτουλο/Photo: Νίκος Κόκκας
Από το Χαμαίτουλο μέχρι την πρώτη υπέροχη αμμουδερή παραλία του Ξερόκαμπου με τα κρυστάλλινα νερά, κάτω χαμηλά, ο δρόμος έχει χαραχτεί φιδωτός, απότομα κατηφορικός παράλληλα με τα άγρια βράχια του φαραγγιού Ζήρου το οποίο καταλήγει στη θάλασσα. Τη στιγμή της άφιξής μου στον οικισμό του Ξερόκαμπου, δε φαίνεται πουθενά ανθρώπινη δραστηριότητα. Η διαφορά που διακρίνω από την τελευταία φορά που βρέθηκα εδώ, πριν από μια δεκαετία, κατακαλόκαιρο, είναι η οικιστική ανάπτυξη. Αρκετά τουριστικά καταλύματα έχουν κατασκευαστεί, ευτυχώς αρκετά καλαίσθητα σε χρώματα και υλικά, αρμονικά παντρεμένα με το περιβάλλον και η βελτιωμένη κατάσταση του οδοστρώματος σε ολόκληρη σχεδόν τη διαδρομή είναι εμφανής.
Γεωολογικό τοπίο προς τη Ζάκρο/Photo: Νίκος Κόκκας
Photo: Νίκος Κόκκας
Οι πολλές και εκπληκτικού κάλλους παραλίες του Ξερόκαμπου με τα δρομάκια που οδηγούν σε αυτές να περιστοιχίζονται από ελαιώνες αλλά και η θέση του τόπου αυτού, μακριά από το μαζικό τουρισμό, κρατούν τον Ξερόκαμπο ελκυστικό και αγαπητό σε σεβαστικούς επισκέπτες από όλον τον κόσμο. Στη διαδρομή για την Κάτω Ζάκρο, σαν να έχω αλλάξει χώρα, στάνες φτιαγμένες στην πλαγιά του υψώματος του οροπέδιου Ζήρου στα αριστερά, πάνω από ζωντανούς ελαιώνες και χλόη πυκνή και ζωντανή στις ρίζες μαζί με κίτρινα άνθη, γεμίζουν την εικόνα. Η θερμοκρασία πια με οδηγεί να μείνω μόνο με ένα βαμβακερό μπλουζάκι, πετώντας στο πίσω κάθισμα μπουφάν, κασκόλ και πουλόβερ, νιώθοντας ότι το καλοκαίρι ανυπομονεί να έρθει.
Η Κάτω Ζάκρος/Photo: Νίκος Κόκκας
Καταπράσινος ελαιώνας κοντά στην Κάτω Ζάκρο/Photo: Νίκος Κόκκας
Η Κάτω Ζάκρος έχει έντονα τα σημάδια του τουριστικού προσανατολισμού της, με τσιμεντένια πλατώματα καφετεριών και εστιατορίων πάνω από την αμμουδερή και κατά τόπους βοτσαλωτή παραλία, πινακίδες ενοικιαζόμενων δωματίων να λικνίζονται στο απογευματινό αεράκι, μια καμπίνα – αποδυτήριο και κάποιες κινήσεις ανθρώπινης δραστηριότητας με τεχνίτες να έχουν ξεκινήσει την προετοιμασία του ανεμοδαρμένου και αλατοφαγωμένου οικισμού. Ο αρχαιολογικός χώρος ενός εκ των σπουδαιότερων σημείων του Μινωικού Πολιτισμού πολύ κοντά στη θάλασσα, έχει κάνει διάσημη την Κάτω Ζάκρο και την έχει τοποθετήσει στο χάρτη των δημοφιλών τουριστικών προορισμών. Από τον αρχαιολογικό χώρο φαίνεται και η είσοδος/έξοδος του «Φαραγγιού των Νεκρών» το οποίο πήρε το όνομά του από τους πολυάριθμους τάφους της Μινωικής εποχής που βρέθηκαν κατά μήκος του.
Παρασκευή ντάκου στο Καφενείο «Ο Πόντιος»/Photo: Νίκος Κόκκας
Στην Επάνω Ζάκρο, χωριό ζωντανό και με μια διαρκή κινητικότητα από αγρότες κυρίως αλλά και από λευκά αυτοκινούμενα τροχόσπιτα τολμηρών αλλοδαπών χειμερινών επισκεπτών, κυρίως Γάλλων και Ολλανδών, κάνω μια στάση στο καφενείο «Ο Πόντιος», στην πλατεία. Ο Κυριάκος Τριανταφυλλίδης, ένας γιγαντιαίων διαστάσεων χαμογελαστός και φιλόξενος νέος άνθρωπος, υποστηρικτής του ΠΑΟΚ αλλά και του ΟΦΗ, παντρεύει τις δύο καταγωγές του στις κουβέντες αλλά και στο κέφι. Ο πατέρας του Κυριάκου ήρθε στην Κρήτη από την περιοχή του Σωχού κοντά στη Θεσσαλονίκη, ερωτεύτηκε, παντρεύτηκε, πήρε τον καφενέ και τώρα πια έχει αναλάβει ο Κυριάκος, δεύτερης γενιάς εσωτερικός μετανάστης.
Η Μακεδονία είναι εμφανής στη συμπεριφορά και στα λόγια του καθώς δουλεύει με τα χέρια του την κρητική πλευρά του φτιάχνοντας με τον παραδοσιακό τρόπο τον ντάκο με τη φρεσκοτριμμένη τομάτα και τη φέτα, ποτισμένη με το κρητικό ελαιόλαδο. Μυζηθροπιτάκια και χορτοπιτάκια συμπληρώνουν τον απογευματινό μεζέ και η μετρημένη τσικουδιά τον ολοκληρώνει. Επιστρέφοντας στη Σητεία, νύχτα πια, κάνω μια στάση στον Άγιο Σπυρίδωνα, ένα χωριό ημιορεινό όπου στο καφενείο με περιμένει η Παναγιώτα Κανταϊφάκη, μαγείρισσα έμπειρη, με μεράκι και εγκυκλοπαίδεια συνταγών στην 88 ετών μνήμη της. Θα φτιάξει σκυφιστά, χοντρά, χορταστικά μακαρόνια, χειροποίητα στην κυριολεξία, αφού με μαεστρία και ταχύτητα τα πλάθει ένα – ένα επάνω στο αλευρωμένο βαρύ ξύλινο τραπέζι.
Από το ζύμωμα στη χρωματιστή λεκάνη μέχρι την έτοιμη για βράση ποσότητα, δε μεσολαβεί χρόνος πολύς αλλά το βράσιμο θέλει υπομονή και φωτιά σιγανή. Όσο βράζουν, δεν περιμένουμε ανυπόμονα, αφού τα ντολμαδάκια, οι ελιές και η τσικουδιά κάνουν παρέα στις ιστορίες από το χωριό και η σόμπα στο μέσο του δωματίου κάνει καλά αυτό που ξέρει. Τα σκυφιστά είναι έτοιμα και η κυρία Παναγιώτα μας τα σερβίρει σε δύο εκδοχές, με τριμμένο ξερό τυρί αλλά και με το ντόπιο ΠΟΠ ξύγαλο Σητείας, πιάτα αμαρτωλά και τα δυο, έτσι κι αλλιώς.
Δεύτερο ξύπνημα
Τα χωριά στον βόρειο άξονα του νομού Λασιθίου, από τη Σητεία προς τον Άγιο Νικόλαο, είναι χτισμένα στις ράχες του όρους Ορνό, ζωγραφίζοντας σε κάθε στροφή του δρόμου έναν ακόμη πίνακα στον αμέτρητο κατάλογο της Κρήτης. Κατευθύνομαι προς τους Έξω Ποτάμους, ένα χωριό στις πλαγιές της Δίκτης και του όρους Σελένα, σε μια διαδρομή χιονισμένη ακόμη, με χωριά άδεια από κόσμο τους χειμερινούς μήνες, με λίγους επισκέπτες και κάποιους κυνηγούς εδώ και εκεί. Στο χωριό, στον καφενέ «Πέρα πόδε» το οποίο σημαίνει «από εδώ και από εκεί» και είναι συνήθως ο τρόπος που αφήνει κάποιος τον καφενέ, μας περιμένει υπομονετικά η Μαλαματένια Κάργατζη, παρέα με τη σκυλίτσα της τη Μαρούσκα. Η κατηφόρα για την είσοδο έχει χιόνια ακόμη αλλά η σόμπα μέσα έχει δώσει άρωμα από τα μαγειρέματα αλλά και αρκετή ζέστη.
Η Μαλαματένια είναι από μόνη της λόγος και αφορμή να έρθει κάποιος ως εδώ, αληθινή, πληθωρική με τεράστια αγάπη για το χωριό. Είναι νωρίς ακόμη μέσα στην ημέρα αλλά η φασουλάδα, τα παστά, οι οφτές οι πατάτες και τα τυριά απευθείας από τα καλαθάκια ωρίμανσής τους, βρίσκονται ήδη στο τραπέζι. Εννέα άνθρωποι ζουν εδώ το χειμώνα και δύο από αυτούς μου ανοίγουν την πόρτα του σπιτιού τους, της οικογένειας Ατσαλάκη με τη φωτογραφία του προπάππου από το 1922 να κοσμεί έναν από τους πετρόκτιστους τοίχους. Τα δοκάρια και τα χοντρά κλαδιά στα ταβάνια, η πέτρα και τα καλαίσθητα διακοσμητικά σκεύη αλλά και τα κιλίμια, γεννούν νοσταλγία και ζεστασιά. Κάποια, δυστυχώς όχι πολλά, από τα σπίτια στα χωριά της Κρήτης, έχουν τύχει σεβασμού και καλαίσθητης ανακατασκευής, θυμίζοντας την ιστορία αλλά και την τέχνη την οποία έχει βιώσει το νησί στο πέρασμα των αιώνων και της μετακίνησης των πληθυσμών.
Έχοντας τα χιόνια κατά νου αλλά και τη λελογισμένη κατανάλωση τσικουδιάς, φεύγω από τους Έξω Ποτάμους με προορισμό το οροπέδιο Καθαρού για να μη γίνω μάρτυρας του «κρητικού μπλεξίματος», δηλαδή της αναπάντεχης και διαρκούς αλλαγής στο πρόγραμμα. Η μεγάλη αλήθεια είναι πως στην Κρήτη το πρόγραμμα είναι μια έννοια σχετική και λίγο θολή. Ιδιαίτερα για τους ταξιδιώτες, οι αφορμές για κουβέντες, αναπάντεχο κέφι, απρογραμμάτιστη διαδρομή ακόμη και για φίλεμα, είναι αμέτρητες. Ο χρόνος κυλάει διαφορετικά στην Κρήτη.
Η Μαλαματένια με αποχαιρετά, προσωρινά, με μια γερή αγκαλιά, με την υπόσχεση της επιστροφής το καλοκαίρι. Κάνω έναν μεγάλο κύκλο κατηφορίζοντας προς τη Νεάπολη, με μια σύντομη στάση στην Ιερά Μονή Κρεμαστών, στρίβω δεξιά προς τον Άγιο Νικόλαο και παίρνω το δρόμο για την Κριτσά.
Από εκεί ο δρόμος προς το Καθαρό είναι γεμάτος από τις εικόνες των χιονισμένων βουνών, των κέδρων και άλλων κωνοφόρων δέντρων, προσθέτοντας ακόμη μια εικαστική πλευρά στον φυσικό πλούτο της Κρήτης. Τα χιόνια στο δρόμο έχουν αρχίσει να λιώνουν αλλά οι όγκοι τους αριστερά και δεξιά του δρόμου φανερώνουν την ισχυρή χιονόπτωση των προηγούμενων ημερών. Μόνο ένα όχημα χωρά στο άνοιγμα που έχουν δημιουργήσει τα οχήματα της πολιτικής προστασίας, αλλά αυτό δεν είναι πρόβλημα γιατί πολύ μικρή είναι η πιθανότητα να συναντήσει κανείς άλλο όχημα στη διαδρομή. Στον οικισμό του Καθαρού, κάποια οχήματα είναι παρκαρισμένα έξω από τη ταβέρνα του Στερεού Αφορδακού. Είναι Παρασκευή και η ταβέρνα δε λειτουργεί, αφού κατά τους χειμερινούς μήνες ανοίγουν μόνο τα Σαββατοκύριακα αλλά ένα τραπέζι είναι στρωμένο καθώς οι υπάλληλοι της πολιτικής προστασίας που εκχιόνισαν το δρόμο, απολαμβάνουν σπιτική φιλοξενία με μεζέ και ζέστη.
Οροπέδιο Καθαρό/Photo: Νίκος Κόκκας
Στην ταβέρνα του Στερεού Αφορδακού, ο Ιωάννης Σγουρός/Photo: Νίκος Κόκκας
Οροπέδιο Καθαρό/Photo: Νίκος Κόκκας
Ο χώρος λειτουργεί από το 1944 σαν καλύβα και έχει εξελιχθεί σε ταβέρνα με τα χρόνια. Το οροπέδιο Καθαρού λειτουργεί με ένα ιδιότυπο καθεστώς όπου κάθε χρήση ακινήτου κληρονομείται και δεν αγοράζεται ή πωλείται καθώς όλα ανήκουν στο Δήμο, όπως μου εξηγούν. Το ελβετικό τοπίο που συναντώ, αλλάζει κάθετα τους καλοκαιρινούς μήνες, όπου περίπου 150 άνθρωποι ζουν μόνιμα εδώ. Στο μέσα δωμάτιο, ο Ιωάννης Σγουρός, με μειωμένη όραση, καθαρίζει με ρυθμό αστραπιαίο και άνεση τις πατάτες για το επερχόμενο Σαββατοκύριακο και χαμογελά εγκάρδια στη φωτογραφία που του ζητώ να τον τραβήξω, ακολουθώντας τη φωνή μου.
Στον δρόμο προς το Οροπέδιο Καθαρό/Photo: Νίκος Κόκκας
Πύργος στη Βόιλα/Photo: Νίκος Κόκκας
Βγαίνοντας πια έξω, στα 1150 μέτρα υψόμετρο που βρισκόμαστε και χορτάτος από το κέρασμα πανσέτας και πατάτας τηγανιτής που μου σερβιρίστηκε αυτόματα με το που κάθισα από τον Μανώλη Αφορδακό, γιο του Στέργιου, συναντώ την Anna Van Hoecke με το σύντροφό της, φωτογράφο Rudi Maes, Βέλγους υπηκόους με σπίτι στην Κριτσά να περπατούν στα χιόνια με τα ειδικά χιονοπέδιλα και τον, τόσο αταίριαστο εδώ πάνω, τέλειο εξοπλισμό τους. Θέλουν να ζήσουν μόνιμα στην Κρήτη, μου εξομολογούνται και ετοιμάζουν έναν όμορφο ξενώνα στο χωριό, προσπαθώντας να τον εγκαινιάσουν επίσημα το 2025. Δεν θέλουν να επιστρέψουν στο Βέλγιο, παραδέχονται και δεν θα μπορούσα να τους καταλάβω περισσότερο.
Πηγή: travel.gr