Τριάντα χρόνια χωρίς την Μελίνα
«Οι Έλληνες δεν αντέχουμε την επιτυχία του άλλου. Ούτε τη δική μας επιτυχία δεν μπορούμε να κουμαντάρουμε. Ή καβαλάμε καλάμι και γινόμαστε αφόρητοι ή ζηλεύουμε τόσο πολύ κάποιον άλλον πιο πετυχημένο από μας. Είμαστε οι καλύτερες παρηγορήτρες της κηδείας. Οι καλύτερες μοιρολογίστρες. Αν είσαι δυστυχισμένος, όλοι μαζεύονται γύρω σου. Όλοι. Εγώ έχω αποδείξεις σε αυτό. Το έχω ζήσει. Όταν ήμουν άρρωστη με λάτρευε όλη η Ελλάδα.», δήλωνε αυθόρμητα η Μελίνα Μερκούρη, σε συντέντευξη της τον Απρίλιο του 1989.
Η Μελίνα δεν ήταν μόνο μια σταρ. Υπήρξε μια γενναία ακτιβίστρια στην περίοδο της δικτατορίας αλλά και μια διορατική πολιτικός που κατάφερε να αναδείξει σε οικουμενικό το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, η πολιτικός που ίδρυσε τις Πολιτιστικές Πρωτεύουσες και οραματίστηκε το Μουσείο της Ακρόπολης.
«Βρίσκω πως αν δεν έχεις ερωτευτεί, αν δεν έχεις αγαπήσει, έχεις χάσει πάρα πολλά πράγματα στον κόσμο. Χρειάζεται ο έρωτας. Είναι από τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή», υποστήριζε δυνατά η Μελίνα Μερκούρη.
Πώς ξεκίνησε μια λαμπερή διαδρομή
Η Μαρία-Αμαλία Μερκούρη (την φώναζαν από μωρό Μελίνα) γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1920 στην Αθήνα, από οικογένεια πολιτικών. Όντας κόρη του στρατιωτικού και πολιτικού Σταμάτη Μερκούρη αλλά και εγγονή του γιατρού και πολιτικού αλλά και μακροβιότερου δήμαρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη, δεν μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη.
Παρά ταύτα, σε ηλικία 23 χρόνων το 1943 αποφάσισε να ακολουθήσει καριέρα ηθοποιού και έγινε δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου απαγγέλοντας ένα ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη, με τον Αιμίλιο Βεάκη να βρίσκεται απέναντί της. Από εκείνη τη στιγμή άνοιξε μπροστά της μια λαμπρή καριέρα.
Η υποκριτική στην Ελλάδα και στο εξωτερικό
Σε συνέντευξή της στον δημοσιογράφο Γιώργο Δουατζή, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Εγώ δεν είμαι περήφανη για το τί έκανα μέσα στην κατοχή. Αυτό είναι μια άλλη κουβέντα που κάποτε θα εξηγηθεί. Σου λέω ότι ήμουνα τολμηρή, ιδιωτικά τολμηρή. Δεν ήμουνα για την Ελλάδα, δεν έκανα αντίσταση και ίσως είναι η μόνη τύψη που έχω στη ζωή μου».
Το 1944 έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνή με το έργο του Αλέξη Σολομού «Το μονοπάτι της λευτεριάς», που κατέβηκε γρήγορα λόγω των «Δεκεμβριανών». Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο και τους θιάσους Κατερίνας και της Μαρίκας Κοτοπούλη.
Ως πρωταγωνίστρια καθιερώθηκε το 1949 με το έργο του Τένεσι Ουίλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος», που ανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν και είχε το προνόμιο να γίνει η πρώτη ελληνίδα ηθοποιός που ερμήνευσε τον απαιτητικό ρόλο της Μπλανς Ντιμπουά. Στο Θέατρο Τέχνης παρέμεινε μέχρι το 1950.
Δυνατές συνεργασίες και ένα αστείρευτο ταλέντο
Το 1950 πήρε μέρος στην ιστορική παράσταση «Η Άννα των χιλίων ημερών», σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυράτ, δίπλα στους Χρήστο Τσαγανέα, Νίτσα Τσαγανέα, Τίτο Βανδή, Ειρήνη Παππά, Άννα Συνοδινού, Ντίνο Ηλιόπουλο, Μίμη Φωτόπουλο και Βούλα Ζουμπουλάκη, ενώ την επόμενη χρονιά (1951) βρέθηκε στο Παρίσι, όπου γνώρισε τον Γάλλο θεατρικό συγγραφέα, Μαρσέλ Ασάρ. Ξεκίνησε έτσι μια περίοδος, κατά την οποία η Μελίνα είχε παρουσία τόσο στην αθηναϊκή, όσο και την παριζιάνικη σκηνή.
Στη γαλλική πρωτεύουσα εμφανίστηκε σε μπουλβάρ των Ζακ Ντεβάλ και Μαρσέλ Ασάρ, ενώ ήρθε σε επαφή με προσωπικότητες όπως ο Ζαν Κοκτώ, ο Ζαν Πολ Σαρτρ, η Κολέτ και η Φρανσουάζ Σαγκάν.
Το 1955 επανήλθε στην Ελλάδα και πρωταγωνίστησε σε έργα ρεπερτορίου, όπως «Μάκβεθ» του Σέξπιρ, «Κορυδαλλός του Ζαν Ανούιγ και «Λυσσασμένη Γάτα» του Τένεσι Ουίλιαμς.
«Εγώ γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας»
Οι Κάννες και υποψηφιότητα για Όσκαρ
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1955 με την θρυλική ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα». Η παρουσία της στις Κάννες γοήτευσε τον αμερικανό σκηνοθέτη Ζιλ Ντασέν και από τις ακτές της γαλλικής Ριβιέρας ξεκίνησε η καλλιτεχνική και προσωπική τους σχέση, η οποία ολοκληρώθηκε με γάμο το 1966. Με τον Ντασέν γύρισε τις ταινίες «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1957), από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, «Ο νόμος» (1958), «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Φαίδρα» (1962) και «Τοπκαπί» (1964).
Με τον αγαπημένο Ζυλ Ντασέν
Ποτέ την Κυριακή
Η ταινία που εκτόξευσε την φήμη της ήταν φυσικά το «Ποτέ την Κυριακή», που της χάρισε ένα βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ τον επόμενο χρόνο.
Κέρδισε όμως το βραβείο καλύτερης ερμηνείας από τους κριτικούς του Κλίβελαντ . Επίσης βραβεύτηκε με το ιταλικό βραβείο Ντονατέλο (Donatello) για την ερμηνεία της στο Τοπ Καπί το 1965. Υπήρξε τρεις φορές υποψήφια για Χρυσές Σφαίρες (Golden Globes) και δυο φορές υποψήφια στα βραβεία BAFTA.
Η γεμάτη μπρίο ερμηνεία της στο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Τα Παιδιά του Πειραιά», φανέρωσε μια άλλη πτυχή του ταλέντου της. Ο ίδιος ρόλος, της πόρνης ‘Ιλια με την καλή καρδιά, της χάρισε το 1967 και μια υποψηφιότητα για το βραβείο Τόνι, στην θεατρική μεταφορά της ταινίας στο Μπρόντγουεϊ, με τίτλο «Ίλια Ντάρλινγκ».
Το 1977 γυρίζει το τελευταίο της φιλμ Κραυγή γυναικών, βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα. Η ταινία δεν σημειώνει επιτυχία, όμως προβάλλεται στο φεστιβάλ των Καννών.
«Την εξουσία δεν την αισθάνθηκα σαν υπουργός. Την αισθάνθηκα σαν σταρ του Μπρόντγουεϊ»
Η αγάπη για το τραγούδι από τον Χατζιδάκι μέχρι τον Μπρεχτ
Έχει τραγουδήσει μεγάλους Έλληνες συνθέτες, Μάνο Χατζιδάκι (με τον οποίο τους συνέδεε προσωπική φιλία), Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρο Ξαρχάκο, Γιάννη Μαρκόπουλο, Βασίλη Τσιτσάνη αλλά και κορυφαία ερμηνεία μουσικών έργων των Κουρτ Βάιλ και Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Γεννήθηκα Ελληνίδα
Επίσης έγραψε και ένα βιογραφικό βιβλίο με τίτλο «Γεννήθηκα Ελληνίδα», του οποίου τα έσοδα από τις πωλήσεις διατέθηκαν για τον αντιδικτατορικό αγώνα (η έκδοσή του στα ελληνικά δεν είναι νόμιμη). Ο τίτλος του βιβλίου της είναι η απάντηση που έδωσε στους δημοσιογράφους όταν της ζήτησαν να κάνει μία δήλωση για την αφαίρεση της υπηκοότητας της από τους συνταγματάρχες: «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα».
Η πολιτική και οι αγώνες για ην επιστροφή των Μαρμάτων
Δυναμική και μάχιμη, διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού τα έτη 1981—89 και 1993—94 σε όλες τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, οπότε και όπως τόνισε και ο Ανδρέας Παπανδρέου «άντεξε» και στους 16 ανασχηματισμούς κυβέρνησης που πραγματοποίησε.
Η Μελίνα Μερκούρη χρησιμοποιώντας την δική της ακτινοβολία και λάμψη κατόρθωσε να διοχετεύσει τον Πολιτισμό στην καθημερινή ζωή του Ελληνα, να τον κάνει θέμα στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Στην διάρκεια της υπουργίας της ήγειρε το θέμα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο στο Μουσείο της Ακρόπολης. «Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα είναι τα αριστουργήματα, που έκλεψε ο λόρδος Ελγιν ακρωτηριάζοντας το σημαντικότερο μνημείο της ελληνικής αρχαιότητα», έλεγε.
Το τέλος και η απέραντη αγάπη του κόσμου
Μετά από πολύχρονη αντιμετώπιση του καρκίνου, εξέπνευσε στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης, την Κυριακή 6 Μαρτίου του 1994.
Η σορός της, έφτασε στην Ελλάδα στις 8 Μαρτίου του 1994 και τέθηκε σε διήμερο λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα κηρύχθηκε τριήμερο εθνικό πένθος.
Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού.
Φεύγοντας για την Αμερική είχε γραψε σε ένα πακέτο τσιγάρα, «θα ξαναγυρίσω». Μπορεί να μην ξαναγύρισε, όμως δεν «έφυγε» ποτέ!