Νέα παγκόσμια ανησυχία:20.000 νατοϊκοί στρατιώτες στα σύνορα με τη Ρωσία-Σενάρια απευθείας πολέμου με την Ευρώπη
Το ΝΑΤΟ στο πλαίσιο της άσκησης «Nordic Response 2024» ενισχύει τις θέσεις του σε Φινλανδία, Νορβηγία και Σουηδία, δηλαδή στις χώρες της Σκανδιναβίας, με την Φινλανδία να είναι αυτή που θα λάβει το μεγαλύτερο μέρος των 20.000 στρατιωτών καθώς συνορεύει με την Ρωσία ενώ στο παρελθόν οι δυο χώρες είχαν εμπλακεί και σε πόλεμο. Την ίδια ώρα ανάλυση στο enainstitute.org μιλά για μετατροπή της ΕΕ σε πολιτικό βραχιόνα της Δυτικής Συμμαχίας.
Η άσκηση είναι η μεγαλύτερης κλίμακας που έχει κάνει ποτέ το ΝΑΤΟ, όπως επιβεβαίωσε ο φινλανδικός στρατός. Συνολικά η δύναμη του ΝΑΤΟ θα αποτελείται από στρατιώτες 13 χωρών στους οποίους προστίθενται και άλλες 4.000 στρατιώτες της Φινλανδίας. Η Φινλανδία, η οποία μοιράζεται σύνορα 1.340 χιλιομέτρων με τη Ρωσία, εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ τον Απρίλιο του 2023. Τώρα όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ έχουν εγκρίνει την ένταξη της και η γειτονική Σουηδία ολοκληρώνει τις διαδικασίες για να ενταχθεί στη στρατιωτική συμμαχία ως το 32ο μέλος της, πιθανότατα εντός του Μαρτίου.
- Την ίδια ώρα ο αντιπρόεδρος του ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας Ντμίτρι Μεντβέντεφ σε ανάρτησή του στο Telegram αναφέρει ότι «η Γερμανία ετοιμάζεται για πόλεμο με τη Ρωσία».
Η δήλωση του Μεντβέντεφ έγινε μετά τη δημοσιοποίηση που έγινε στην Ρωσία, ηχητικών αποσπασμάτων από μία συνάντηση Γερμανών υψηλόβαθμων στρατιωτικών. Το Βερολίνο παραδέχτηκε την υποκλοπή ηχητικού υλικού από τους Ρώσους σε στρατιωτική συνάντηση όπου Γερμανοί αξιωματικοί της Πολεμικής Αεροπορίας (Luftwaffe) συζήτησαν την παροχή πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς κρουζ Taurus στην Ουκρανία και πιθανούς στόχους.
Ο πρώην πρόεδρος της Ρωσίας κάνει λόγο για «κίνδυνο υποκίνησης πολέμων» από τη γερμανική στρατιωτική ηγεσία. «Oι προσπάθειες να παρουσιαστεί η συνομιλία των αξιωματικών της Bundeswehr ως «παιχνίδι ρουκετών και τανκς» είναι ένα κακόβουλο ψέμα.
Κανείς δεν γνωρίζει εάν η πολιτική ηγεσία και προσωπικά ο καγκελάριος γνωρίζουν. Αλλά ακόμα κι αν δεν γνωρίζουν και δεν έχουν διατάξει κάτι τέτοιο, η ιστορία γνωρίζει πολλά παραδείγματα όταν ο στρατός είναι σε θέση να λαμβάνει αποφάσεις για πολιτικούς επικεφαλής σχετικά με την έναρξη των πολέμων ή να τους υποκινεί.
Θα έρθουν στο Σολτς και θα πουν: «Κύριε (Ράιχ) Καγκελάριε, ένας πύραυλος καταρρίφθηκε στην Ουκρανία. Σύμφωνα με τον τύπο και την τροχιά του, πετούσε στο Βερολίνο». Τι θα απαντήσει ο Σολτς ε;», ενώ ο πρώην πρόεδρος κατέληξε λέγοντας «Καθαρό σαν την μέρα».
Σημειώνεται ότι ο Γερμανός υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους δήλωσε την Κυριακή, ότι η Ρωσία διεξάγει έναν «πόλεμο πληροφοριών» με στόχο την πρόκληση διαιρέσεων στο εσωτερικό της Γερμανίας.
Παράλληλα στην ανάλυση του Ινστιτούτου ΕΝΑ αναφέρεται ότι στον πόλεμο της Ουκρανίας με τα δεδομένα ως έχουν σήμερα, το ενδεχόμενο μιας ρωσικής στρατιωτικής ήττας απομακρύνεται, ενώ η επίφοβη ρωσική στρατιωτική μηχανή μάλλον δείχνει να ενισχύεται. Συνεπώς, οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αντικρίζουν το ενδεχόμενο να χρειαστεί να αποκρούσουν οι ίδιες την (υπαρκτή ή ιδεατή) στρατιωτική απειλή της Μόσχας, και όχι δι’ αντιπροσώπων. Μάλιστα, έχουν ήδη δημοσιευθεί κάποια σενάρια ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί μέσα στα επόμενα τρία έως επτά έτη.
Και συνεχίζει: “Η εποχή μετά την πανδημία, όταν η ΕΕ είχε την «πολυτέλεια» να δώσει προτεραιότητα στην πράσινη οικονομία, στους κλιματικούς στόχους, στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και στην ψηφιακή μετάβαση έχει αντικατασταθεί με την καλλιέργεια ενός πολεμικού συναγερμού: πλέον η Ευρώπη πρέπει να υπερασπιστεί τις αρχές και τις αξίες της εναντίον της ρωσικής απειλής, που παραγκώνισε με εντυπωσιακή ευκολία την απειλή της κλιματικής κρίσης. Τώρα όλα έχουν να κάνουν με την αντιμετώπιση των επόμενων στρατιωτικών συγκρούσεων που παρουσιάζονται ως σχεδόν βέβαιες μετά από μια ουκρανική ήττα, που δείχνει να έχει προεξοφληθεί. Θα έλεγε κανείς ότι ο Κόκκινος Στρατός είναι ήδη έξω από τις πύλες του Βερολίνου”.
Και προσθέτει: “Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν συνδύασε την υποψηφιότητά της για μια δεύτερη θητεία στη θέση της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με μια πρώτη παρουσίαση ενός πακέτου προτάσεων για τη χρηματοδότηση ευρωπαϊκών εξοπλιστικών προγραμμάτων και για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης θέσης Επιτρόπου με το σχετικό χαρτοφυλάκιο.
Στον πυρήνα του πακέτου θα βρίσκεται ένα Ευρωπαϊκό Επενδυτικό Σχέδιο Άμυνας (EDIP) που θα αντικαταστήσει –μετά τη λήξη τους το 2025– τόσο την Πράξη για την Υποστήριξη της Παραγωγής Πυρομαχικών (ASAP) όσο και την Πράξη για την Ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Βιομηχανίας μέσω Κοινών Προμηθειών (EDIRPA) και θα χρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας. Προβλέπεται, επίσης, η δημιουργία ενός νέου Ταμείου για την επιτάχυνση του μετασχηματισμού της αμυντική αλυσίδας εφοδιασμού (FAST), καθώς και η δημιουργία μιας υψηλού επιπέδου ευρωπαϊκής ομάδας της αμυντικής βιομηχανίας, η οποία – υποτίθεται– θα συμβάλει στο συντονισμό των αμυντικών προμηθειών και του προγραμματισμού, εντοπίζοντας εξοπλιστικά προγράμματα κοινού ενδιαφέροντος για ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Ενδεικτικά: ολοκληρωμένα ευρωπαϊκά συστήματα αεράμυνας και αντιβαλλιστικής-αντιπυραυλικής προστασίας, drones, δυνατότητες κυβερνοασφάλειας και κυβερνοάμυνας, διαστημικές εφαρμογές και στρατιωτικοί δορυφόροι και ούτω καθεξής.
Όσο για τη χρηματοδότηση (ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων) που θα χρειαστούν όλα τα ανωτέρω, μια ιδέα που συζητείται είναι οι χώρες της ΕΕ να αντλήσουν από κοινού χρήματα από τις διεθνείς χρηματαγορές διά της έκδοσης αμυντικών ευρωομολόγων, ακολουθώντας το μοντέλο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης Next Generation EU. Από τη στιγμή που το σχετικό ταμπού έσπασε όταν η ΕΕ χρηματοδότησε πολλαπλές τέτοιες πρωτοβουλίες για να βοηθήσει τις εθνικές οικονομίες μετά την πανδημία να ανακάμψουν, η επίκληση μιας μείζονος γεωπολιτικής απειλής για την Ευρώπη θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο επόμενος καταλύτης για την έκδοση κοινού χρέους –κάτι που ασφαλώς θα ήταν αδιανόητο για την ενίσχυση, ενδεικτικά, του κοινωνικού κράτους ή των δημόσιων συστημάτων υγείας, για τα οποία ισχύει απαρέγκλιτα ο σιδηρούς κανόνας της λιτότητας.
Είναι προφανές ότι πολλές από τις παραπάνω προτάσεις θα αντιμετωπίσουν ασυμφωνίες μεταξύ των κρατών-μελών, κυρίως όμως αντιδράσεις από τις ήδη αγανακτισμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες, οι οποίες –παρά τις φιλότιμες προσπάθειες διαφόρων opinion makers– δεν δείχνουν ιδιαίτερα τρομοκρατημένες, ούτε έχουν πειστεί ότι τα ρωσικά τανκς θα παρελάσουν σύντομα στους δρόμους των ευρωπαϊκών πόλεων. Πολλώ δε μάλλον, δεν είναι διατεθειμένες να ανεχθούν περαιτέρω καθίζηση του βιοτικού τους επιπέδου, ενώ εξοργίζονται από την ευκολία με την οποία οι ευρωπαϊκές ηγεσίες, σε αυτή την εποχή γενικευμένης παρακμής, βρίσκουν κονδύλια και ευφάνταστους τρόπους χρηματοδότησης πολεμικών εξοπλισμών, αλλά για τις κοινωνικές ανάγκες και για την πρόοδο των ευρωπαϊκών λαών «ξύνουν το βαρέλι» και χρήματα δεν βρίσκουν, για κάποιον μυστηριώδη λόγο.
Εξίσου προφανές είναι ότι δεν πρόκειται για τη δημιουργία ενός «ευρωστρατού», αλλά για ένα σχέδιο συντονισμού και επιδότησης των ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών, με σκοπό οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να προμηθεύονται από κοινού περισσότερο στρατιωτικό εξοπλισμό ευρωπαϊκής προέλευσης και να είναι πιο αποτελεσματικές οι σχετικές δαπάνες. Η άμυνα παραμένει υπό την κυριαρχία των κρατών-μελών. Γι’ αυτό, άλλωστε, τις λεπτομέρειες του προγράμματος θα παρουσιάσει –πιθανότατα στις 5 Μαρτίου– ο Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς Τιερί Μπρετόν.
Θεωρητικά, ο στόχος της εν λόγω στρατηγικής είναι ο εξευρωπαϊσμός των εφοδιαστικών αλυσίδων στον τομέα των αμυντικών εξοπλισμών, καθώς και η δημιουργία μιας στιβαρής ευρωπαϊκής βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης για την άμυνα. Πράγμα που ακούγεται σαν μια θεμιτή φιλοδοξία, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι η πράσινη οικονομία και η ενεργειακή και ψηφιακή μετάβαση είναι τομείς που, καταπώς φαίνεται, δεν επαρκούν ώστε να ανακόψουν την πορεία αποβιομηχανοποίησης και να αντιστρέψουν την παρακμή της άλλοτε κραταιάς ευρωπαϊκής βαριάς βιομηχανίας.
Ωστόσο, εδώ ακριβώς εντοπίζεται το πρώτο μεγάλο πρόβλημα: προκειμένου να στραφεί η βιομηχανική υποδομή στην παραγωγή αμυντικού υλικού, με άλλα λόγια στη δημιουργία μιας πολεμικής οικονομίας κλίμακας, πρέπει να υφίσταται εξ αρχής. Η Ρωσία ήταν σε θέση να δημιουργήσει μια τέτοια πολεμική οικονομία –παρακάμπτοντας, μάλιστα, τις δυτικές κυρώσεις– διότι είχε κληρονομήσει εν πολλοίς ανέγγιχτη την τεράστια βαριά βιομηχανία της ΕΣΣΔ. Το ίδιο μπορούν να κάνουν και οι ΗΠΑ. Όμως η Ευρώπη, μετά από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες συστηματικής βιομηχανικής απίσχνανσης στο όνομα του νεοφιλελεύθερου outsourcing, θα δυσκολευτεί πολύ να αναπτύξει τους ρυθμούς μαζικής παραγωγής πολεμικού υλικού που απαιτεί ένας υψηλής έντασης βιομηχανικός πόλεμος, όπως αυτός της Ουκρανίας. Επομένως, παρά τον διακηρυγμένο στόχο έως και 50% των αμυντικών προμηθειών να είναι made in Europe έως το 2035, πιθανότερο είναι το μεγαλύτερο μέρος των αυξημένων αμυντικών δαπανών των Ευρωπαίων να συνεχίσει να καταλήγει στις μεγάλες αμερικανικές εταιρίες – κάτι που ο Ντ. Τραμπ γνωρίζει πολύ καλά, παρεμπιπτόντως, όταν καλεί τους Ευρωπαίους συμμάχους «να πληρώσουν για την ασφάλειά τους».
Κι έτσι έρχεται κανείς στο δεύτερο πρόβλημα, που δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι, σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο, αδυνατούν να αναπληρώσουν το αχανές κενό που θα άφηνε πίσω της μια έστω και μερική αυτοκρατορική αναδίπλωση των ΗΠΑ από την Ευρώπη. Εξάλλου, ακόμα και μια τέτοια αναδίπλωση σε καμία περίπτωση δεν θα συνεπαγόταν και προθυμία του υπερατλαντικού επικυρίαρχου να επιτρέψει την ανάδυση μιας όντως αυτόνομης (από τον ίδιο) ευρωπαϊκής δύναμης. Άρα, οποιαδήποτε συζήτηση για την ευρωπαϊκή άμυνα διεξάγεται –και θα συνεχίσει να διεξάγεται– αυστηρά εντός του πλαισίου του ΝΑΤΟ και σε αδιάρρηκτη σχέση με το ΝΑΤΟ, το οποίο είναι ένα πολιτικό και διπλωματικό όργανο υπό τον αδιαμφισβήτητο έλεγχο των ΗΠΑ, κάτι που δεν πρόκειται να αλλάξει, ακόμα και με τον Ντ. Τραμπ στην εξουσία. Άλλωστε, το ΝΑΤΟ παρέχει ήδη ένα πολύπλοκο δίκτυο επιχειρησιακών στρατηγείων και καλά εκπαιδευμένων-εξοπλισμένων πολυεθνικών στρατιωτικών μονάδων, που θα ήταν αδύνατο (και άσκοπο, ακόμα και αν ήταν δυνατό) να αντιγραφούν σε επίπεδο ΕΕ. Χωρίς να ληφθεί καν υπόψη ότι κάτι τέτοιο θα απέκλειε μερικά από τα σημαντικότερα κράτη-μέλη της συμμαχίας (πλην των ίδιων των ΗΠΑ), δηλαδή τη Βρετανία, τον Καναδά, τη Νορβηγία (και την Τουρκία).
Κατά συνέπεια, μια αμιγώς ευρωπαϊκή άμυνα απλά δεν είναι ένα υπαρκτό σενάριο. Πιθανότερο είναι να κληθούν οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι να καλύψουν τα όποια επιχειρησιακά κενά θα αφήσει πίσω της μια αμερικανική απαγκίστρωση, διατηρώντας όμως άθικτες τις δομές της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και τον κυρίαρχο λόγο των ΗΠΑ σε αυτές. Δηλαδή, γίνεται λόγος για ενίσχυση του ευρωπαϊκού πυλώνα της Συμμαχίας, για μεγαλύτερη συνεισφορά των Ευρωπαίων σε υλικό, μονάδες και εξοπλισμό –με αντίστοιχη μείωση από την αμερικανική πλευρά–, αλλά πάντα εξυπηρετώντας τα στρατηγικά σχέδια και τις προτεραιότητες του ΝΑΤΟ (δηλαδή των ΗΠΑ). Έτσι, ο φαινομενικός «εξευρωπαϊσμός» του ΝΑΤΟ δύναται να διαβαστεί και αντιστρόφως: ως η «νατοποίηση» της Ευρώπης και αντί η ΕΕ, να ανεξαρτητοποιείται, μετεξελίσσεται ταχύτατα σε κάτι που μοιάζει υπερβολικά με τον πολιτικό βραχίονα του ΝΑΤΟ.