Κωστής Παλαμάς: “Ο δυστυχέστερος των προλεταρίων, των βιοπαλαιστών”
«Σ΄αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα…» είχε πει ο Άγγελος Σικελιανός για τον σπουδαίο μας ποιητή Κωστή Παλαμά, την ημέρα της κηδείας του. Ο μεγάλος ποιητής πέθανε σαν σήμερα, στις 27 Φεβρουαρίου 1943. Ήταν ο δεύτερος εθνικός μας ποιητής, ως είθισται να αποκαλείται από όλους, υπήρξε επίσης δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, διηγηματογράφος ενώ είχε γράψει και ένα θεατρικό έργο. Ο Παλαμάς ήταν από τις σπουδαιότερες πνευματικές φυσιογνωμίες του νέου Ελληνισμού.
Δημοσίευσε συνολικά σαράντα ποιητικές συλλογές, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτικές μελέτες και βιβλιοκριτικές. Κορυφαία στιγμή του ήταν ο Δωδεκάλογος του Γύφτου. Ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 14 φορές (1926, 1927, 1928, 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, 1934, 1935, 1936, 1937, 1938 και 1940) και συνέθεσε τον Ύμνο των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896.
Πέθανε σε βαθιά γεράματα στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 έπειτα από σοβαρή ασθένεια, 40 ημέρες μετά το θάνατο της συζύγου του (τον οποίο δεν είχε πληροφορηθεί επειδή και η δική του υγεία ήταν σε κρίσιμη κατάσταση).
Η κηδεία του έγινε στις 28 του Φλεβάρη συνοδεία χιλιάδων κόσμου στην κατοχική Αθήνα.
Ο δυστυχέστερος των προλεταρίων, των βιοπαλαιστών
Με άρθρο του στις 22 Ιανουαρίου 1923, ο Κώστας Αθάνατος ένας από τους κορυφαίους δημοσιογράφους των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα και επιφανές στέλεχος του «ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ» αναρωτιέται «Τι είναι, λοιπόν, ο Κωστής Παλαμάς – ω Νεοέλληνες;» και απαντά με ζηλευτή απλότητα και αμεσότητα:
«Ο δυστυχέστερος των προλεταρίων, των βιοπαλαιστών. Έφαγε την ζωήν του ως γραμματεύς του Πανεπιστημίου, υπηρετεί ως ο έσχατος εις το μέγαρον με τα προπύλαια και της κουκουβάγιες, ενώ θα ημποούσε να το τιμήση ως Πρύτανις!
»Σκύβει υπομονητικά σ’ ένα τραπέζι, τρώγεται με τον καϋμό μιας εργασίας ξηράς και παθητικής, ενώ οι χυμοί της εμπνεύσεως και της σοφίας του πλημμυρίζουν την απέραντον ψυχήν.
»Από το αφανές εκείνο τραπέζι της αθλιεστέρας γραφειοκρατίας, από το τέμενος της ρουτίνας και του συμβατισμού, αυτός πηγή ανεξάντλητος, καταρράκτης ακράτητος και ορμητικός, ξεχύνει χειμάρρους φωτός, απλώνει γύρω του αυλάκια δροσιάς, κυλάει όπως το γάργαρο νερό και ποτίζει και αρδεύει άφθονα, ανεμπόδιστα, πλούσια το έρημο, το ακαλλιέργητο, το χέρσο χωράφι της φυλής.
»Ο στίχος του, άλλοτε τραγούδι παρηγοριάς, μάς μαλακώνει τον πόνο, άλλοτε σφυρί ατσαλένιο χτυπάει και φτιάνει όπως στο κοκκινισμένο σίδερο, και άλλοτε κασμάς που γκρεμίζει, που κομματιάζει που ρίχνει το άρρωστο, το σάπιο, το βλαβερό.
»Ας του χαρίσουμε του Ποιητού το μεγαλείτερον αγαθόν επόθησεν η ψυχή του: την ώραν του!
»Ας τον κάνουμε κύριον του χρόνου που του φεύγει. Πόσο χρόνον πολύτιμον, χρόνον παραγωγής και δυναμικότητος του εκλέψαμε…
»Δεν είναι ανάγκη, επί τέλους, το Κράτος να είνε πάντοτε εμπόδιον εις τον δρόμον του Καλού. Ας μη στιγματίζεται περισσότερον. Έχει εις την κατοχήν του ένα θησαυρόν, και κάνει το παν να τον εξανεμίση.
»Συνωμοτεί με την βιοπάλην και κτυπά το Κράτος, σαν δήμιος! Ας σώση έστω και εκ των υστέρων, ένα υπόλοιπον υπολήψεως και τιμής».