Γιατί η κοινωνική δυσαρέσκεια δεν πλήττει όσο θα έπρεπε τον Μητσοτάκη
Το ερώτημα-τίτλος της πρόσφατης εκδήλωσης της “Εφημερίδας των Συντακτών”, “απέναντι στον Μητσοτάκη ποιός”, συμπληρώθηκε, ως γνωστόν, από τον συμμετέχοντα στο πάνελ των ομιλητών Διονύση Τεμπονέρα, με το “απέναντι στον Μητσοτάκη πώς”. Και τα δύο αποδίδουν σε μεγάλο βαθμό την αναζήτηση των συστατικών ενός αφηγήματος εναλλακτικής διακυβέρνησης που θα αντιπαρατεθεί με τον πρωθυπουργό. Προσοχή: με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και λιγότερο με τη Ν.Δ, αφού το συγκεκριμένο πολιτικό πρόσωπο για μία σειρά λόγους είναι εκείνο που διατηρεί τα στοιχεία μιας πολιτικής κυριαρχίας που φαντάζει δύσκολο να αμφισβητηθεί.
Τι είναι εκείνο, όμως, που καθιστά δύσκολη την απάντηση στα δύο ερωτήματα της εισαγωγής; Κάποιοι θα πουν ότι συστηματικά και μεθοδικά καλλιεργήθηκε με πολιτικούς και επικοινωνιακούς όρους η “φιγούρα” Μητσοτάκη ως ενός αυτάρκη μεταρρυθμιστική πολιτικού που μπορεί να προστατεύει αρκετά ικανοποιητικά τα δεξιά σύνορα του κόμματός του την ώρα που ανενόχλητος κερδίζει εδάφη στον κεντρώο χώρο. ‘Αλλοι θα αποδώσουν αυτή την κυριαρχία στην “ασυλία” που του προσφέρουν τα μέσα ενημέρωσης που με την σειρά τους ελέγχονται από ομάδες συμφερόντων.
Οι περισσότεροι, όμως, μάλλον θα παραδεχτούν ότι η λάμψη αυτής της πολιτικής ηγεμονίας ενισχύεται από την απουσία εναλλακτικού αφηγήματος διακυβέρνησης σε συνδυασμό με την ακόμα εντονότερη έλλειψη μιας προσωπικότητας που να του αντιπαρατίθεται.
Έτσι, η ογκούμενη κοινωνική δυσαρέσκεια που αποτυπώνεται σε όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις μένει μετέωρη ή εκφράζεται στον μικρότερο δυνατό βαθμό. Οι ίδιες μετρήσεις που διεξάγονται εσχάτως με ορίζοντα τις ευρωεκλογές του Ιουνίου καταγράφουν ως προς την κατεύθυνση αυτής της δυσαρέσκειας, πρώτα την αποχή, στη συνέχεια τις μετακινήσεις από το εκλογικό ακροατήριο της Ν.Δ προς την Ελληνική Λύση, και τέλος μία σημαντική τάση διασποράς του εκλογικού σώματος προς μικρότερα κόμματα, κάτι που ενισχύεται από την ιστορία της χαλαρότητας της ψήφου σε αυτές τις αναμετρήσεις. Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε το ΠΑΣΟΚ δείχνουν να μπορούν να ανακόψουν αυτή την τάση και, επί μέρους, ούτε ο Στέφανος Κασσελάκης, ούτε ο Νίκος Ανδρουλάκης εμφανίζονται ικανοί να το επιτύχουν.
Ακόμα και η εικαζόμενη, ή προβλεπόμενη μικρή εκλογική ενίσχυση κυρίως του δεύτερου δεν είναι ικανή να αλλάξει τους συσχετισμούς, η δε μάχη για την δεύτερη θέση, παρότι η έκβασή της έχει αξία για την επόμενη μέρα των ευρωεκλογών, ελάχιστα μπορεί να επηρεάσει τον πολιτικό χάρτη εφόσον το άθροισμα των εκλογικών ποσοστών και των δύο αυτών κομμάτων της αντιπολίτευσης συνεχίσει να υπολείπεται κατά πολύ από το ποσοστό που θα λάβει η Ν.Δ ακόμα και με τις όποιες απώλειες. Θεωρητικά πλέον, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι εάν ο Αλέξης Τσίπρας είχε παραμείνει πρόεδρος στον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, μετά την εκλογική συντριβή του περασμένου Ιουνίου, η σύγκρουση των ευρωεκλογών θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον και πολιτικό σπασπένς απ΄ ότι σήμερα.
Κι έτσι επιστρέφουμε στα ερωτήματα της εισαγωγής. Και το “ποιός” αλλά και το “πώς” θα εκβιάσουν απαντήσεις την επομένη των ευρωεκλογών, σε μία αναμέτρηση που θα έπρεπε να εστιαστεί στη νέα ευρωπαϊκή διαδρομή της Ελλάδας και τις προκλήσεις των καιρών, θα διεξαχθούν, όμως, με πολύ βαρύ εσωτερικό πολιτικό φορτίο.