Τσακαλώτος στο libre: Λέμε “όχι” στο μοντέλο της οικονομίας που μας οδήγησε στην κρίση
Καθώς ξεκινάει το 2024, η εικόνα που παρουσιάζεται από την κυβέρνηση για την οικονομία είναι αισιόδοξη. Ανάπτυξη, αύξηση των εξαγωγών, μείωση της ανεργίας, αποκλιμάκωση του πληθωρισμού είναι το αφήγημα που σκιαγραφεί η Νέα Δημοκρατία για το επόμενο χρονικό διάστημα. Και υπάρχουν όντως κάποιοι παράγοντες που, στην παρούσα συγκυρία, μπορούν να δώσουν δυναμική στην ελληνική οικονομία.
Του Ευκλείδη Τσακαλώτου, βουλευτή της Νέας Αριστεράς και πρώην υπουργού Οικονομικών.
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα μειώσει το κόστος δανεισμού, και η αποκλιμάκωση των εξωγενών πληθωριστικών πιέσεων θα βοηθήσουν την εγχώρια οικονομία. Το ίδιο ισχύει και για τους πόρους που θα διοχετευθούν στην ελληνική οικονομία από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τα υψηλά έσοδα από τον τουρισμό αλλά και την επίδραση του πλούτου που προέρχεται από την αγορά ακινήτων – μεγάλος αριθμός Ελλήνων έχει στην ιδιοκτησία του τουλάχιστον ένα ακίνητο, και συχνά περισσότερα από ένα, οι τιμές των οποίων έχουν αυξηθεί και, κατ’ επέκταση, και ο συνολικός πλούτος των νοικοκυριών οδηγώντας σε αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Όλα τα παραπάνω δημιουργούν προσδοκίες ότι θα έχουμε ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια και θα υπάρξουν ευκαιρίες για τον επιχειρηματικό κόσμο, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να προεξοφλήσουμε αν αυτές οι ευκαιρίες θα αφορούν τους παραδοσιακούς τομείς ή θα δούμε σημάδια ανάπτυξης και σε νέους τομείς.
- Το ζήτημα είναι αν αυτή η ανάπτυξη θα είναι βιώσιμη, αν αλλάζει το παραγωγικό μοντέλο και, τέλος, αν έχουμε ένα πλαίσιο ώστε η επιχειρηματικότητα να βρει πεδίο δράσης σε μια πιο δυναμική οικονομία όπου όλοι οι τομείς – ιδιωτικός, δημόσιος, κοινωνικός – έχουν ρόλο και το κράτος βοηθά στον συντονισμό των δραστηριοτήτων σε σημαντικά έργα π.χ. πτυχές της πράσινης μετάβασης ή της ψηφιακής μετάβασης.
Μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να υπάρχει αυτός ο πλουραλισμός στην ελληνική οικονομία. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τον προϋπολογισμό στη Βουλή, η Αριστερά και η προοδευτική αντιπολίτευση επικεντρώθηκαν σε αυτό το ζήτημα και στον βαθμό στον οποίο οι νέες επενδύσεις, ιδιαίτερα οι άμεσες ξένες επενδύσεις, επικεντρώθηκαν στους τομείς των ακινήτων, των ιδιωτικοποιήσεων και των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σε αυτό το σημείο τουλάχιστον, η κυβέρνηση έδειξε εξαιρετική αδυναμία να παρέχει μια πειστική απάντηση ότι το παραγωγικό μοντέλο μετασχηματίζεται.
Αυτή η αδυναμία αναδεικνύει το γεγονός ότι υπάρχουν διαρκή, δομικά προβλήματα στην ελληνική οικονομία, για τα οποία η κυβέρνηση δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένη να κάνει τίποτα. Όσο και αν προσπαθεί, λοιπόν, να δημιουργήσει την εικόνα μιας εξωστρεφούς οικονομίας, στην πραγματικότητα, τα στοιχεία δείχνουν ότι το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης είναι το ίδιο που μας οδήγησε στην κρίση του 2009. Επενδύσεις που, κατά κύριο λόγο, αφορούν τον κατασκευαστικό κλάδο, υπέρμετρος ρόλος του τουρισμού, έλλειμα στο εμπορικό ισοζύγιο αγαθών και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ταυτόχρονα, όπως φαίνεται και από τις κινητοποιήσεις των αγροτών, έχουμε ένα πρωτογενή τομέα που λειτουργεί χωρίς σχέδιο και όραμα, με παρεμβάσεις που στόχο έχουν μόνο να λειτουργήσουν πυροσβεστικά, ενώ δεν δίδεται καμία απάντηση προς τους αγρότες πως θα επιβιώσουν στον διεθνή ανταγωνισμό τα επόμενα χρόνια.
Τα παραπάνω σε μεγάλο βαθμό μπορούν να αποδοθούν στον ιδεολογικό πυρήνα της Νέας Δημοκρατίας για την οικονομική πολιτική. Συγκεκριμένα, στην ακλόνητη πεποίθηση ότι η λειτουργία της αγοράς μπορεί να δώσει λύσεις σε όλα και ότι η παρέμβαση του δημοσίου μόνο προβλήματα μπορεί να δημιουργήσει. Μάλιστα ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι η εμμονή αυτή της ΝΔ στον νεοφιλελευθερισμό δεν είναι πλέον ευθυγραμμισμένη με τις πολιτικές που εφαρμόζουν κόμματα της δεξιάς στην Ευρώπη και την Αμερική.
- Το αντίθετο μάλιστα, καθώς εκεί πλέον βλέπουμε να ανακάμπτει η πεποίθηση ότι το κράτος πρέπει να έχει ενεργό ρόλο στην οικονομική πολιτική και να επανεμφανίζονται όροι όπως «βιομηχανική πολιτική» που μετά τη δεκαετία του 1980 και, κατά τη διάρκεια της μεγάλης συναίνεσης δεξιάς και σοσιαλδημοκρατίας, ήταν ουσιαστικά απαγορευμένοι.
Όμως ακόμη και αυτή η ιδεολογική μετατόπιση μάλλον δεν θα είναι επαρκής για να διασφαλιστεί βιώσιμη ανάπτυξη, για τις επόμενες δεκαετίες, που θα λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες της πράσινης μετάβασης, της ενσωμάτωσης νέων τεχνολογιών αλλά και της μείωσης των ανισοτήτων. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται ένα αναπτυξιακό κράτος που να μπορεί να θέσει προτεραιότητες, να φέρει στο τραπέζι όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (εργαζόμενους, επιχειρήσεις, τοπική αυτοδιοίκηση, επιστημονική κοινότητα, τον κοινωνικό τομέα κ.α.) και να μπορέσει έτσι να χαράξει πρακτικές και εφαρμόσιμες πολιτικές που θα συνδυάζουν τη γνώση που είναι διάσπαρτη στην κοινωνία, θα απαντούν στα προβλήματα της κοινωνίας και θα είναι ικανές να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις του μέλλοντος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανάγκης για μια τέτοια νέα στρατηγική είναι η Θεσσαλία. Οι τεράστιες καταστροφές του Σεπτεμβρίου, αλλά και οι προβλέψεις ότι στο μέλλον τέτοια φαινόμενα θα είναι πιο συχνά αναδεικνύουν την ανάγκη για έναν πλήρη ανασχεδιασμό των υποδομών. Η τεχνολογική πρόοδος, η πράσινη μετάβαση, η κλιματική κρίση, ο διεθνής ανταγωνισμός αναδεικνύουν την ανάγκη για διαφορετικό παραγωγικό σχεδιασμό. Όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν ούτε από την αγορά, αλλά ούτε και από τους Υπουργούς στην Αθήνα. Χρειάζεται ένας οργανισμός που θα έχει την έδρα του στη Θεσσαλία, θα εμπλέκει όλους τους φορείς στη συζήτηση και θα έχει τη δυνατότητα να σχεδιάζει και να υλοποιεί.
- Απέναντι σε όλα αυτά βλέπουμε μια Νέα Δημοκρατία η οποία, με δογματισμό, προσπαθεί όχι απλά να μην εμπλέξει το κράτος σε κάποιο ρόλο, αλλά να αποδυναμώσει κάθε δυνατότητα που έχει να παρεμβαίνει. Βλέπουμε – όπως έχει γράψει και η Μ. Μαζουκάτο – μια σταδιακή «νηπιοποίηση» του κράτους, το οποίο αντί να ενισχύει το έμψυχό του δυναμικό και τα διαθέσιμα εργαλεία παραχωρεί ρόλους και αρμοδιότητες σε στρατιές εξωτερικών συμβούλων.
Συνοψίζοντας. Το 2024 ίσως αποδειχθεί μια χρονιά καλύτερη από το 2023 για την επιχειρηματικότητα και την οικονομία. Όμως, δυστυχώς, η μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη πορεία δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να θεωρείται βέβαιο ότι θα είναι θετική. Οι κίνδυνοι για μία νέα κρίση είναι αυξημένοι και τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας για την πρόληψη και έγκαιρη αντιμετώπισή τους περιορισμένα.