Ψήφισμα Ευρωβουλής/Κράτους Δικαίου:Έχει δικαιοδοσία παρέμβασης ο ΑΠ;-Μιλούν στο libre ο συνταγματολόγος Γ.Σωτηρέλης και έγκριτοι νομικοί
Στο ψήφισμα-κόλαφος του Ευρωκοινοβουλίου για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα θεώρησε σωστό να απαντήσει… ο Άρειος Πάγος, σημειώνοντας πως «οι Έλληνες δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί υπηρετούν το κράτος δικαίου και τις αρχές της διάκρισης των λειτουργιών , της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, της δίκαιης δίκης και της προστασίας του τεκμηρίου αθωότητας του κάθε πολίτη και εκτελούν τα καθήκοντά τους υπακούοντας μόνον στο Σύνταγμα ,στους νόμους και στη συνείδηση τους». Ενώ το ψήφισμα στηρίζεται σε στοιχεία, λεπτομέρειες και πραγματικά γεγονότα, ο Άρειος Πάγος κρίνει πως μιλά «αόριστα και χωρίς τεκμηρίωση». Τι ισχύει στην πραγματικότητα, και τελικώς έχει αρμοδιότητα ο Αρ. Πάγος να κρίνει ένα ψήφισμα Ευρωκοινοβουλίου;
Η πλειοψηφία της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου υποστηρίζει ότι το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αποτελεί «ανεπίτρεπτη και ευθεία παρέμβαση στο έργο των ελληνικών δικαστηρίων σε σωρεία υποθέσεων που είναι δικαστικά εκκρεμείς».
- Το ψήφισμα 28 σημείων του Ευρωκοινοβουλίου, που εγκρίθηκε με 330 ψήφους υπέρ, 254 κατά και 26 αποχές, εξέφρασε σοβαρές ανησυχίες για πολύ σοβαρές απειλές για τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση επιχείρησε να απαξιώσει το ψήφισμα με τον ίδιο τον Μητσοτάκη να κάνει λόγο για «προεκλογικού χαρακτήρα ψήφισμα»
«Ασπίδα» υπεράσπισης για λογαριασμό της κυβέρνησης αποφάσισε να γίνει ο Άρειος Πάγος. Όπως γραφει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με πλειοψηφία 49 και 13 κατά, αποφάσισε, ότι τα αναφερόμενα στο Ψήφισμα σε ό,τι αφορά τον χειρισμό δικαστικών υποθέσεων, αποτελούν ευθεία παρέμβαση στο έργο της ελληνικής Δικαιοσύνης. Αντίθετα, η μειοψηφία είχε τη γνώμη ότι το θέμα είναι πολιτικής φύσεως και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία της προέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννας Κλάπα και με τη συμμετοχή της εισαγγελέως Γεωργίας Αδειλίνη (θυμίζουμε πως πρόκειται για τοποθετήσεις που έγιναν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη). Η τελευταία, τοποθετήθηκε σε κάθε αιτίαση του Ψηφίσματος, αντικρούοντας ένα προς ένα τα σημεία του που αφορούν σε σειρά υποθέσεων, όπως οι έρευνες για τα Τέμπη, οι έρευνες για τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, υποθέσεις διαφθοράς, χρηματοδότησης μέσων ενημέρωσης («λίστα Πέτσα»), η έρευνα για τη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, αλλά και το ναυάγιο της Πύλου.
Στο δελτίο Τύπου του Αρείου Πάγου αναφέρεται ότι «κατά τη σημερινή της συνεδρίαση η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, μετά από σχετική συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων για το θέμα του από 7 η Φεβρουαρίου 2024 ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και αφού εκτίμησε ότι είναι δυνατό να εγκατασταθεί στους πολίτες και στα κοινοτικά όργανα η εντύπωση ότι το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα υποχωρεί εξ αιτίας της διαφθοράς, που διακατέχει το σύνολο των κρατικών αξιωματούχων, συμπεριλαμβανομένου και του δικαστικού σώματος.
Αποφάσισε κατά πλειοψηφία (49-13) τα ακόλουθα:
-Διαβεβαιώνει ότι οι Έλληνες δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί υπηρετούν το κράτος δικαίου και τις αρχές της διάκρισης των λειτουργιών , της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, της δίκαιης δίκης και της προστασίας του τεκμηρίου αθωότητας του κάθε πολίτη και εκτελούν τα καθήκοντά τους υπακούοντας μόνον στο Σύνταγμα ,στους νόμους και στη συνείδηση τους. Το πλήρες κείμενο της απόφασης με τις απόψεις της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας θα δημοσιευθεί τις προσεχείς ημέρες».
Στη συνέχεια, η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα, προχώρησε στη πρωτόγνωρη κίνηση, να συγκαλέσει Διοικητική Ολομέλεια, θέτοντας -μεταξύ άλλων- το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου.
Το… «αόριστο και χωρίς τεκμηρίωση» ψήφισμα
Διαβάζουμε στη σχετική διαρροή από το Αθηναϊκό Πρακτορείο πως «σε όλες τις υποθέσεις που αναφέρονται στο επίμαχο Ψήφισμα, η Ολομέλεια αποφάνθηκε ότι τα αναφερόμενα είναι αόριστα, χωρίς τεκμηρίωση, χωρίς αμεροληψία και χωρίς κάποια ανάθεση των ερευνών σε εθνική ή κοινοτική αρχή με αποτέλεσμα να αποτελούν ευθεία παρέμβαση στο έργο της ελληνικής Δικαιοσύνης».
Είναι πράγματι έτσι;
To ψήφισμα για τον Γιώργο Καραιβάζ αναφέρει:
Οι αρχές επιβολής του νόμου και οι δικαστικές αρχές στην Ελλάδα δεν έχουν σημειώσει πρόοδο στην έρευνα για τη δολοφονία του Έλληνα δημοσιογράφου, Γιώργου Καραϊβάζ. Στις 9 Απριλίου 2021 δύο ύποπτοι συνελήφθησαν τον Απρίλιο του 2023, αλλά, κατά τα λοιπά, η έρευνα της αστυνομίας δεν οδήγησε σε κανένα αξιοσημείωτο αποτέλεσμα· Καλεί μετ’ επιτάσεως τις αρχές να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διεξαγωγή ενδελεχούς και αποτελεσματικής έρευνας και να προσαγάγουν στη δικαιοσύνη όσους εμπλέκονται στη δολοφονία, σε οποιοδήποτε επίπεδο· παροτρύνει τις αρχές να ζητήσουν βοήθεια από την Europol.
Θυμίζουμε πως σε σχετικό αίτημα της Europol να συνδράμει, οι ελληνικές αρχές αρνήθηκαν.
Το Ευρωκοινοβούλιο στο ψήφισμα εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για τις πολυάριθμες περιπτώσεις υπερβολικής χρήσης βίας από τις αστυνομικές υπηρεσίες κατά μειονοτικών ομάδων και ειρηνικών διαδηλωτών εν γένει· καλεί τις αρχές να διερευνήσουν πλήρως και ανεξάρτητα όλες αυτές τις περιπτώσεις· εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για το γεγονός ότι τρία νεαρά άτομα Ρομά έχουν σκοτωθεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα λόγω εικαζόμενης αστυνομικής βίας, καθώς και για την έλλειψη διεξοδικής έρευνας για τα περιστατικά αυτά· σημειώνει με ανησυχία ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η αστυνομία καθάρισε τον τόπο του εγκλήματος πριν από τη διενέργεια εγκληματολογικής εξέτασης· υπενθυμίζει ότι το αρμόδιο δικαστήριο απάλλαξε τέσσερις αστυνομικούς από την εμπλοκή στον θάνατο του ακτιβιστή ΛΟΑΤΚΙ+ Ζακ Κωστόπουλου το 2022, παρά τα βίντεο που έδειχναν την αστυνομία να κάνει χρήση περιττής βίας.
- Όσο για την περίφημη Λίστα Πέτσα και τον πλουραλισμό στα ΜΜΕ, η πραγματικότητα απαντά. Δεν υπήρξε κανένας έλεγχος για το πώς μοιράστηκαν τα χρήματα στα ΜΜΕ. Επίσης, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι τα κυρίαρχα Μέσα ανήκουν σε λίγους και συγκεκριμένους ανθρώπους, σε ομίλους που δραστηριοποιούνται και σε άλλα πεδία (βλ. Μαρινάκης, Αλαφούζος).
Σχετικά με το ναυάγιο της Πύλου, φάνηκε πόσο δούλεψε την υπόθεση η ελληνική Δικαιοσύνη, όταν αποφάσισε να αναλάβει ανεξάρτητη έρευνα για τη διερεύνηση της υπόθεσης ο Συνήγορος του Πολίτη, μετά τη ρητή άρνηση του Λιμενικού Σώματος να ξεκινήσει εσωτερική πειθαρχική έρευνα. Όπως σημειώνει, η απόφαση αυτή έρχεται μετά τις δύο επιστολές του επικεφαλής της Ανεξάρτητης Αρχής κ. Ανδρέα Ποττάκη προς τον κ. Αρχηγό του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής (Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ.), “με τις οποίες ζητούσε να υπάρξει ενδελεχής διοικητική διερεύνηση τυχόν πράξεων ή παραλείψεων στελεχών του Λιμενικού που συνδέονταν με το τραγικό περιστατικό της 14.06.2023″.
Μάλιστα, επισυνάπτει τις δύο σχετικές επιστολές “με τις οποίες ζητούσε να υπάρξει ενδελεχής διοικητική διερεύνηση τυχόν πράξεων ή παραλείψεων στελεχών του Λιμενικού που συνδέονταν με το τραγικό περιστατικό της 14.06.2023”.
“Το γεγονός και μόνον του τραγικού θανάτου δεκάδων ανθρώπων και η ύπαρξη εκατοντάδων αγνοουμένων θα αρκούσε για να στηρίξει την ανάγκη πλήρους και άμεσης διερεύνησης της διοικητικής αντιμετώπισης του συγκεκριμένου περιστατικού πλοίου που βρισκόταν σε κίνδυνο, για το οποίο την 13.06.2023 οι ελληνικές αρχές είχαν λάβει ειδοποίηση που είχε κοινοποιηθεί στον Συνήγορο του Πολίτη, πολλώ δε μάλλον πλοίου που εκτελούσε παράνομη μεταφορά μεταναστών, σε συνθήκες ευαλωτότητας κι επικινδυνότητας που γνωρίζει το Λιμενικό Σώμα από πολλές άλλες διασώσεις“ συνεχίζει η ανακοίνωση.
Παράλληλα, υπογραμμίζει πως “το τραγικό ναυάγιο της 14.06.2023 ακολούθησε πληθώρα δημοσιευμάτων ελληνικών και διεθνών ΜΜΕ, μεταξύ αυτών και βραβευμένη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διεθνής δημοσιογραφική έρευνα, τα οποία παρουσιάζουν εκδοχές της αλληλουχίας των συμβάντων διαφορετικές από την επίσημη εκδοχή του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. Η υπόθεση προσέλκυσε, επίσης, το έντονο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης αλλά και αρμόδιων υπηρεσιακών παραγόντων σε επίπεδο ευρωπαϊκών και διεθνών οργανισμών”. “Ήδη η Ευρωπαία Διαμεσολαβήτρια ξεκινώντας σχετική έρευνα για την FRONTEX ζήτησε συντονισμό αντίστοιχων ενεργειών με τον Έλληνα Συνήγορο” προσθέτει.
Τέλος, για τα Τέμπη το Κοινοβούλιο θεωρεί κρίσιμη την ταχεία και ολοκληρωμένη διεξαγωγή της δικαστικής έρευνας σχετικά με τη σιδηροδρομική τραγωδία στα Τέμπη, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει όλους τους εμπλεκομένους, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων κυβερνητικών αξιωματούχων· δεν είναι ικανοποιημένο με τον έλεγχο που διενεργεί η αρμόδια επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων, καθώς φαίνεται να στερείται πολιτικής αμεροληψίας και να είναι απρόθυμη να καλέσει σε κατάθεση βασικούς εμπειρογνώμονες· εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για την άρνηση της Βουλής των Ελλήνων να διεξαγάγει έρευνα, όπως ζητήθηκε από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, σχετικά με δύο πρώην υπουργούς Μεταφορών.
Η Σόφι ιν’τ Βελντ, Ολλανδή ευρωβουλεύτρια και εισηγήτρια της Επιτροπής PEGA του Ευρωκοινοβουλίου, σχολίασε το γεγονός πως η πλειοψηφία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ‘’απάντησε’’ στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. «Σε μια αξιοσημείωτη τροπή των γεγονότων, σήμερα το Ανώτατο Δικαστήριο της Ελλάδος, ο Άρειος Πάγος, εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που αφορά το κράτος δικαίου στην Ελλάδα. Προφανώς θα ακολουθήσει πιο αναλυτική αναφορά» αναφέρει συγκεκριμένα σε ανάρτησή της στο Χ.
«Εξ όσων γνωρίζω, είναι η πρώτη φορά που ανώτατο δικαστήριο κράτους μέλους της ΕΕ απαντά σε πολιτικό ψήφισμα, σε μια ασυνήθιστη προσπάθεια δημόσιας παρέμβασης» καταλήγει.
In a remarkable turn of events, today the Greek Supreme Court Areios Pagos issued a statement on a resolution of the @Europarl_EN relating to the rule of law in 🇬🇷. Apperently a more detailed report will follow https://t.co/RAdNCK49ZLΔΤ_ΔΙΟΙΚ_ΟΛΟΜ.pdf 1/2 pic.twitter.com/jHMewE9KDE
— Sophie in 't Veld (@SophieintVeld) February 15, 2024
Οι αντιδράσεις του νομικού κόσμου
Κορυφαίοι συνταγματολόγοι, όπως η καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ, Ιφιγένεια Καμτσίδου, τοποθετήθηκαν αμέσως επ’ αυτού. Η ίδια τόνισε πως ότι ο Άρειος Πάγος δεν έχει αρμοδιότητα να αξιολογήσει το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου για τις πολύ σοβαρές απειλές κατά της Δημοκρατίας, του κράτους Δικαίου και των δικαιωμάτων στην Ελλάδα.
Στο libre μιλά ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλη, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
«Η πρόσφατη πρωτοβουλία της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου να απαντήσει στο ψήφισμα – ράπισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ως προς τον θλιβερό θεσμικό κατήφορο της χώρας μας, είναι μία σπασμωδική, συνταγματικά προβληματική και πολιτικά επιλήψιμη προσπάθεια να δοθεί χείρα βοηθείας στην εκτελεστική εξουσία, προκειμένου να
διασκεδασθούν οι σκαιές εντυπώσεις που προκλήθηκαν σε όλη την Ευρώπη για τις πολλαπλές παραβιάσεις του Κράτους Δικαίου και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων» σχολιάζει και συνεχίζει:
«Ουσιαστικά ο Άρειος Πάγος, με την τιμητική εξαίρεση δεκατριών δικαστών, επιβεβαίωσε την ορθότητα των διαπιστώσεων του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, αποδεικνύοντας ότι δεν υφίσταται πραγματική διάκριση εξουσιών αλλά ασφυκτικός εναγκαλισμός τους, τον οποίο επιτείνει δυστυχώς η συνταγματική πρόβλεψη για διορισμό της ηγεσίας των Ανώτατων Δικαστηρίων από την Κυβέρνηση, που πρέπει επιτέλους να αποτελέσει αντικείμενο της προσεχούς αναθεώρησης. Ο εναγκαλισμός αυτός, άλλωστε, αποδείχθηκε περίτρανα με τις συνεχείς προσπάθειες συγκάλυψης, από τον Άρειο Πάγο, των αλλεπάλληλων θεσμικών παρεκτροπών της κυβέρνησης, με αποκορύφωμα φυσικά την στάση της στην τραγωδία των Τεμπών, στο σκάνδαλο των υποκλοπών και στην αντιμετώπιση των Ανεξάρτητων Αρχών.
Αδυνατώ πράγματι να κατανοήσω την αγωνία του Αρείου Πάγου να μας πείσει ότι όλα βαίνουν καλώς, όταν η πραγματικότητα βοά για την δραματική οπισθοδρόμηση της Δημοκρατίας μας στο πεδίο της λειτουργίας των θεσμών, η οποία –όπως είχα επισημάνει αναλυτικά σε πρόσφατο άρθρο μου για τα πενήντα χρόνια της Ελληνικής Δημοκρατίας που φιλοξενήθηκε σε αυτήν την ιστοσελίδα– τείνει ολοταχώς να υποκαταστήσει την Πολωνία στην θέση του δεύτερου μαύρου προβάτου της Ευρώπης, μαζί με την Ουγγαρία του Όρμπαν. Και αυτό δεν αλλάζει βέβαια με την επιστράτευση των φαιδρών αξιολογήσεων του –διόλου ουδέτερου, ιδεολογικοπολιτικά– Economist, που προκαλούν θυμηδία όταν βαθμολογούν με άριστα την χειρότερη επίδοση της ελληνικής κυβέρνησης, που είναι η κραυγαλέα και καταθλιπτική συρρίκνωση του πολιτικού πλουραλισμού…
Αν λοιπόν θέλει πράγματι ο Άρειος Πάγος να μας πείσει ότι ανταποκρίνεται στον θεσμικό του ρόλο, ως εγγύησης του Κράτους Δικαίου και των Δικαιωμάτων, ας εγκαταλείψει τον απολογητισμό και την ωραιοποίηση της θεσμικής μας πραγματικότητας και ας σεβαστεί επιτέλους την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, που επιτάσσει έναν αμερόληπτο και θαρραλέο έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας, αντί της συγκάλυψης των πολιτικών της σκανδάλων. Και ταυτόχρονα ας συνειδητοποιήσει ότι η δυσανεξία του απέναντι στην άσκηση πολιτικής κριτικής από όργανα που εκφράζουν την λαϊκή κυριαρχία (όπως η Βουλή και η Ευρωβουλή) δεν εκφράζει τίποτε άλλο παρά την λογική του «κράτους δικαστών», που δεν είναι συμβατή με την σύγχρονη Δημοκρατία. Καλά θα κάνει λοιπόν ο Άρειος Πάγος να σιωπά, όταν ασκείται μία τόσο δικαιολογημένη κριτική, και ταυτόχρονα να προσπαθεί να αντιστρέψει το κάκιστο κλίμα, σε ό,τι τον αφορά, αναλογιζόμενος ότι σε καμία προηγμένη δημοκρατικά χώρα της Ευρώπης δεν θα είχε λάμψει τόσο με την απουσία της η δικαστική εξουσία σε ένα σκάνδαλο με το οποίο είχαν τεθεί υπό παρακολούθηση, με την ΕΥΠ ή/και με το Predator, η στρατιωτική ηγεσία, το μισό υπουργικό συμβούλιο και πλειάδα πολιτικών, δημοσιογράφων και απλώς πολιτών… Και ιδίως δεν θα είχαν μείνει στο απυρόβλητο ούτε τα υπεύθυνα για τις υποκλοπές όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, ως προς τις ποινικές τους ευθύνες, αλλά ούτε και τα –εγγυητικά, υποτίθεται…– όργανα της δικαστικής εξουσίας, που συνέπραξαν τόσο πρόθυμα και τόσο προκλητικά, ως προς τις πειθαρχικές τους ευθύνες…».
- Στο libre σχολιάζουν την πρωτοφανή κίνηση του Αρείου Πάγου άνθρωποι του νομικού κόσμου με χρόνια εμπειρία στις δικαστικές αίθουσες.
«Είναι η δικαιοσύνη, όπως συνηθίζουμε να λέμε ‘’το τελευταίο ασφαλές καταφύγιο του πολίτη’’; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Αυτός είναι ο ρόλος της δικαιοσύνης, η προστασία του πολίτη. Η δικαιοσύνη είναι μία εξουσία που πηγάζει από το Σύνταγμα το οποίο και καθιερώνει την ανεξαρτησία της από τις άλλες δύο την νομοθετική και την εκτελεστική. Ρόλος της όπως προείπα , η τυφλή εφαρμογή του δικαίου, Χωρίς επιρροές και συμφέροντα» θα πει αρχικά η γνωστή δικηγόρος Ανθούλα Ανάσογλου.
Και συνεχίζει: «Επιτρέπεται ο Άρειος Πάγος ως ανώτατος θεσμός της δικαιοσύνης να εκφράζει πολιτικές απόψεις και να εισηγείται ανακοινώσεις σε πολιτικά όργανα; Η απάντηση είναι ξεκάθαρα όχι. Το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και ένα πολιτικό όργανο, αποτελούμενο από βουλευτές των κρατών μελών της ευρωπαϊκής ένωσης, εκλεγμένων που αποτελούν την νομοθετική Βουλή της ευρωπαϊκής ένωσης Οι αποφάσεις του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου είναι καθαρά πολιτικές αποφάσεις, γιατί πηγάζουν από πολιτικά πρόσωπα.
Πριν λίγες μέρες το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο προχώρησε σε ένα ψήφισμα καταπέλτη για την άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής της χώρας μας στον τομέα της δικαιοσύνης. Το ψήφισμα αυτό είναι μια καθαρά πολιτική απόφαση, κατά την άποψή μου και κατά την άποψή της μειοψηφίας στον Άρειο Πάγο. Δεν αφορά το σύνολο της χώρας αφορά ομως την επιρροή που φαίνεται ότι ασκείται σε υποθέσεις που κλονίζουν την κοινή γνώμη, όπως υπόθεση των Τεμπών, υποκλοπές κι άλλα. Από την άλλη η διοικητική ολομέλεια του Αρείου Πάγου συγκαλείται για να συζητήσει θέματα με γνώμονα την απόδοση της δικαιοσύνης, την ποιότητα αυτής, την αναβάθμιση της, τις δυσκολίες στην άσκηση της και τρόπους λύσης αυτών. Σίγουρα δεν συγκαλείται, κατά την ταπεινή μου άποψη, για να βγάλει ανακοινώσεις για πολιτικές αποφάσεις. Τονίζω ακόμα μια φορά ότι η διοικητική ολομέλεια προχώρησε σε ανακοίνωσή της πλειοψηφίας διότι υπήρχαν δικαστές που μειοψήφησαν .
Αυτό που θα περίμενε κανείς θα ήταν να ξεκινήσει μία συζήτηση στη Βουλή δηλαδή στα καθαρά πολιτικά όργανα σχετικά με το ψήφισμα του κοινοβουλίου. Να γίνει ανταλλαγή απόψεων, εισηγήσεις και να ληφθούν αποφάσεις. Ο Άρειος Πάγος, το ανώτατο δικαστήριο της χώρας, πάντα κατά την άποψή μου οφείλει να απέχει από οτιδήποτε έχει πολιτική χροιά. Το γεγονός της ανακοίνωσης είναι πρωτοφανές και δημιούργησε μεγάλη έκπληξη στον ελληνικό λαό. Ο σεβασμός στους θεσμούς αποτελεί την κορωνίδα ενός δημοκρατικού πολιτεύματος».
Για το θέμα τοποθετείται και ο Γιώργος Βλάχος, δικηγόρος, μέλος του διοικητικού συμβουλίου Δ.Σ.Α.
«Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, στη μη δικαστική λειτουργία της, είναι ένα όργανο του δικαστικού σώματος το οποίο σύμφωνα με τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν.4938/2022), έχει την αρμοδιότητα να συζητά και να αποφασίζει και για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, οργάνωσης και λειτουργίας του δικαστηρίου και απονομής της δικαιοσύνης (αρ.15 παρ.6). Συνεπώς μπορεί να γίνει δεκτό ότι το συγκεκριμένο δελτίο τύπου (το οποίο θα ακολουθήσει αναλυτική απόφαση) είναι εντός του πλαισίου λειτουργίας μιας δικαστικής Αρχής και δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι το συγκεκριμένο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου δεν στοχοποιεί τους δικαστικούς λειτουργούς στο δικαιοδοτικό τους έργο. Επισημαίνει τα ζητήματα που έχουν αναδειχθεί στην Ελλάδα σχετικά με το εχθρικό περιβάλλον για τα μέσα ενημέρωσης και τους δημοσιογράφους, το κατασκοπευτικό λογισμικό, τη διαφθορά και υπέρμετρη χρήση βίας από την αστυνομία και την ανεπαρκή ποιότητα των επακόλουθων ερευνών και δικαστικών αποφάσεων, τις καταγγελίες για διαφθορά, τη διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών και τις πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένης της διείσδυσης του οργανωμένου εγκλήματος στην αστυνομία.
- Όλα τα παραπάνω ζητήματα αφορούν άλλους, κρατικούς και μη, θεσμούς και ιδίως την ελληνική αστυνομία και την ιδιοκτησία των ΜΜΕ. Δηλαδή παρουσιάζεται ως άστοχος ο σχολιασμός του Αρείου Πάγου απέναντι σε αυτή την πολιτική απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου, να υπερασπιστεί την ποιότητα του δικαιοδοτικού έργου των Ελλήνων δικαστών. Μάλιστα την ίδια στιγμή που για το μόνο πράμα που ασκείται κριτική στο δικαστικό σώμα, τη διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών, το ίδιο όργανο (ο Α.Π.) λαμβάνει πειθαρχικά μέτρα κατά δικαστών που κωλυσιεργούν.
Η σπουδή της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου να υπερασπιστεί τα μέλη του δικαστικού σώματος απέναντι σε μία πολιτική κριτική που δεν τα αφορά άμεσα, είναι ενδεικτική ενός πραγματικού άγχους σχετικά με την ποιότητα της απονομής της δικαιοσύνης στην Ελλάδα. Αυτό είναι θετικό, καθώς τα τελευταία χρόνια όλες οι μομφές του εκφράζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με το συγκεκριμένο ψήφισμά του είναι υπαρκτές, πασιφανείς και αποδεδειγμένες. Άλλωστε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τέτοιου είδους υποθέσεις ελπίζουμε να βρεθούν ενώπιον των ελληνικών δικαιοδοτικών οργάνων, διότι μέχρι τώρα οι περισσότερες και σημαντικότερες (λ.χ. δίκτυο παρακολουθήσεων) συγκαλύπτονται».
Αλήθεια, τελικά, γιατί θίχτηκαν οι Έλληνες δικαστές;