Βρετανικό μουσείο: Ομολογία ντροπής το πόρισμα για τις κλοπές αρχαιοτήτων – Έκλεβαν αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά εκθέματα για σχεδόν 20 χρόνια
Μόλις 6 από τις 30 σελίδες δημοσιοποίησαν οι βρετανικές αρχές από το πόρισμα της επιτροπής των ειδικών που εκλήθησαν να διερευνήσουν τις κλοπές αρχαιοτήτων που γίνονταν επί μία 20ετία στο Βρετανικό Μουσείο και αποκαλύφθηκαν μόλις τον περασμένο Αύγουστο.
Ένα «άρρωστο» ίδρυμα, με εκατοντάδες χιλιάδες μη καταγεγραμμένους θησαυρούς στις αποθήκες, κατέγραψε η ανεξάρτητη έκθεση της επιτροπής των ειδικών που εκλήθησαν να εξηγήσουν τις κλοπές αρχαιοτήτων που γίνονταν επί μία 20ετία στο Βρετανικό Μουσείο και αποκαλύφθηκαν μόλις τον περασμένο Αύγουστο.
Παρότι από τις συνολικά 30 σελίδες της έκθεσης, που εκπονήθηκε από το πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Μουσείου σερ Νάιτζελ Μπόρντμαν, την αρχηγό της Βρετανικής Αστυνομίας Μεταφορών Λούσι Ντ’Ορσι, και τον αναπληρωτή δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ιαν Κάρετ, κοινοποιήθηκαν μόνο οι έξι για λόγους ασφαλείας -αφού η αστυνομική έρευνα είναι ακόμη σε εξέλιξη- καθίστανται ξεκάθαρα τόσο το μέγεθος των κλοπών όσο και τα πολλά και σημαντικά κενά που υπάρχουν σε ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, το οποίο φιλοξενεί πλήθος αρχαιοτήτων, μεταξύ των οποίων, βεβαίως, και τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Οι αποκαλύψεις για τα σχέδια Μπλερ να δώσει τα Γλυπτά του Παρθενώνα και η δήλωση Μενδώνη για την προθυμία της Ελλάδας να εκθέτει αρχαιότητες στο Βρετανικό Μουσείο σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα μας, απλώς συμπληρώνουν το σκηνικό.
Οι κλοπές προκύπτει ότι διαπράχθηκαν μέσα σε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, περίπου 20 χρόνων, κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη των υπευθύνων, χωρίς κανείς να καταλάβει το παραμικρό. Η αποκάλυψη του σκανδάλου έγινε χάρη στις επίμονες προσπάθειες του Δανού εμπόρου τέχνης Ιτάι Γκραντέλ, ο οποίος επί δύο ολόκληρα χρόνια προσπαθούσε απεγνωσμένα να πείσει τον πρώην αναπληρωτή διευθυντή του μουσείου Τζόναθαν Γουίλιαμς ότι κάποιος ξεπουλά στο Διαδίκτυο πολύτιμα αντικείμενα από τους χώρους του.
Εντέλει, έπειτα από ένα γαϊτανάκι καθυστερήσεων και λανθασμένων χειρισμών, αποκαλύφθηκε πως είχε δίκιο, με τις κατηγορίες να στρέφονται εναντίον του βασικού υπόπτου, του επί 30 χρόνια εργαζόμενου συντηρητή Πίτερ Χιγκς, ο οποίος απομακρύνθηκε από τη θέση του. Αυτός, πάντως, αρνείται την εμπλοκή του και δεν συνεργάζεται για τη διαλεύκανση της υπόθεσης.
Aρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά
Από την έκθεση επιβεβαιώνεται η κλοπή ή καταστροφή περίπου 2.000 αντικειμένων που φυλάσσονταν στις αποθήκες του μουσείου και τα οποία δεν ήταν καταγεγραμμένα στους καταλόγους του. Πρόκειται για πολύτιμους λίθους, κοσμήματα, νομίσματα και μικρά θραύσματα γλυπτικής και κεραμικής, που χρονολογούνται στο 1500 π.Χ. έως τον 19ο αιώνα μ.Χ. και προέρχονται, κατά κύριο λόγο, από την αρχαιοελληνική και τη ρωμαϊκή συλλογή.
Από τα 1.500 που εκλάπησαν τα 300 έχουν απλώς ταυτιστεί, ενώ έχουν ανακτηθεί 351 αντικείμενα χωρίς ωστόσο να αποκαλύπτονται λεπτομέρειες σχετικά με το ιστορικό της διακίνησης και της κατάσχεσής τους, γεγονός που προκαλεί, εύλογα, αντιδράσεις από την επιστημονική κοινότητα αλλά και την κοινή γνώμη.
Ακόμα και ο άνθρωπος που ξεσκέπασε τις κλοπές, ο Ιτάι Γκραντέλ, επέκρινε το Βρετανικό Μουσείο για το γεγονός ότι στις δημοσιευμένες σελίδες της έκθεσης «δεν γίνονται συγκεκριμένες αναφορές ούτε στους λάθος χειρισμούς, ούτε σε ενδεχόμενες πειθαρχικές συνέπειες των εμπλεκόμενων στην υπόθεση προσώπων της διοίκησης ή του προσωπικού».
Αλγεινή εντύπωση προκαλεί, όμως, και η βιαιότητα με την οποία αντιμετωπίστηκαν τα τεχνουργήματα από τον ή τους κλέφτες. Αρκεί να αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με την έκθεση, έχουν εντοπιστεί, εντός του μουσείου, 500 κατεστραμμένα αντικείμενα. Σε 350 από αυτά έχουν αφαιρεθεί πολύτιμα τμήματά τους, όπως χρυσές βάσεις κοσμημάτων ή πολύτιμοι λίθοι, ενώ άλλα 140 έχουν υποστεί ανεπανόρθωτες καταστροφές από τη χρήση εργαλείων.
Με το δεδομένο ότι μιλούμε για τουλάχιστον 2.000 αντικείμενα, ο κλέφτης έχει καταφέρει να συγκεντρώσει από την πώλησή τους ένα ποσό γύρω στις 100.000 λίρες διαθέτοντας το καθένα από αυτά σε μια τιμή γύρω στις 50 λίρες!
Στην ανεξάρτητη έκθεση εντοπίζονται σοβαρότατα προβλήματα και μεγάλα κενά στους τομείς της ασφάλειας, της διοίκησης, της διαχείρισης κινδύνων, της οργάνωσης αλλά και στο ανθρώπινο δυναμικό του Βρετανικού Μουσείου το οποίο παροτρύνεται να λάβει άμεσα, επείγοντα μέτρα και να προβεί σε ριζικές αλλαγές όσον αφορά το απαρχαιωμένο, όπως χαρακτηρίζεται, διαχειριστικό μοντέλο που ακολουθεί.
Ως πρώτη προτεραιότητα αναφέρεται η πλήρης καταγραφή όλων των αντικειμένων, απαραίτητη προϋπόθεση για όλα τα μουσεία αυτού του βεληνεκούς – να σημειωθεί ότι στο Μουσείο της Ακρόπολης όλα τα αντικείμενα είναι καταγεγραμμένα. Στις συστάσεις μάλιστα δίνονται συγκεκριμένες οδηγίες για τον λεπτομερή τρόπο ο οποίος πρέπει να ακολουθείται κατά τη διαδικασία της καταγραφής ενώ κρίνεται απαραίτητο να αντικατασταθεί το σημερινό μητρώο του μουσείου με ένα νέο το οποίο να βασίζεται στις βέλτιστες τακτικές που ακολουθούν ανάλογου είδους και μεγέθους παγκόσμια ιδρύματα.
Αυτό σημαίνει ότι το σύνολο των περίπου 7.000.000 αντικειμένων που φιλοξενεί θα πρέπει να καταγραφεί από την αρχή, με πρώτα εκείνα που δεν έχουν περαστεί ποτέ στα αρχεία – γι’ αυτό και κινδυνεύουν περισσότερο. Επιπλέον, το Βρετανικό Μουσείο καλείται να επανεξετάσει και να ενδυναμώσει την πολιτική ασφαλείας του, κάνοντας συχνότερους και εκτενέστερους ελέγχους, αυξάνοντας το προσωπικό ασφαλείας και τον συνολικό προϋπολογισμό αυτού του νευραλγικού τομέα, τοποθετώντας τα κατάλληλα πρόσωπα σε καίριες θέσεις που σχετίζονται με τη φύλαξη των αρχαιοτήτων και επιβάλλοντας αυστηρές ποινές σε όσους παραβαίνουν τα καθήκοντά τους.
Συγκεκριμένα, προτείνεται η δημιουργία ενός νέου Μητρώου Κινδύνου το οποίο θα περιλαμβάνει συχνές συνεδριάσεις, παρουσία του διευθυντή του μουσείου, ο οποίος υποχρεούται να ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο και τους επιτρόπους του ιδρύματος για τα σημαντικότερα θέματα.
Οι επίτροποι μάλιστα καλούνται να είναι πιο ενεργοί και προνοητικοί στη λήψη αποφάσεων αλλά και στην υλοποίηση των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στόχων, ενώ στο Δ.Σ. συστήνεται να έχει άμεση εμπλοκή σε θέματα που αφορούν στο προσωπικό, του οποίου τις απόψεις οφείλει να λαμβάνει υπόψη. Απαραίτητη κρίνεται, επίσης, η ενίσχυση του τμήματος ανθρώπινου δυναμικού ακόμη και με εξωτερικούς συνεργάτες, ιδιαίτερα στο νομικό τμήμα, όπου παρατηρούνται ελλείψεις, αλλά και η βελτίωση της διαδικασίας χειρισμού των παραπόνων των επισκεπτών.
Τέλος, συστήνεται η μετατροπή της ήδη υπάρχουσας Επιτροπής Ελέγχου του Μουσείου σε Επιτροπή Ελέγχου, Κινδύνων και Συμμόρφωσης με διευρυμένο πεδίο υποχρεώσεων που θα παρακολουθεί στενά και θα αξιολογεί την εποπτεία κινδύνου, αλλά και τη συμμόρφωση των αρμοδίων με τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί.
Yποσχέσεις της διοίκησης
Συνεχίζοντας τις απεγνωσμένες προσπάθειες που καταβάλλει τους τελευταίους τέσσερις μήνες προκειμένου να περιορίσει, όσο το δυνατόν περισσότερο, τον αρνητικό αντίκτυπο του σκανδάλου των κλοπών, που έθεσε σε πλήρη αμφισβήτηση την αξιοπιστία του, η διοίκηση του Βρετανικού Μουσείου δεν διστάζει να ζητάει επανειλημμένα δημόσια συγγνώμη και να υπόσχεται πως θα κάνει ό,τι χρειάζεται για να αυξήσει το επίπεδο τόσο της ασφάλειας όσο και των υπηρεσιών που παρέχει. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εκπρόσωποί του αποδέχτηκαν ομόφωνα τις 36 συνολικά συστάσεις της ανεξάρτητης έκθεσης, ισχυριζόμενοι πως το 1/3 από αυτές έχουν ήδη ξεκινήσει να υλοποιούνται.
Παραδέχονται, ωστόσο, πως θα χρειαστεί μια πενταετία μέχρι να ολοκληρωθεί η πλήρης καταγραφή, τεκμηρίωση και ψηφιοποίηση των πολύτιμων αντικειμένων που φιλοξενεί στις συλλογές του και στις αποθήκες του! «Η έρευνα δείχνει ότι το μουσείο βάζει σε τάξη τα του οίκου του. Είμαστε αποφασισμένοι να μάθουμε από τα λάθη μας.
Το Βρετανικό Μουσείο ήταν θύμα κλοπών για μεγάλο χρονικό διάστημα και ζητάμε ξανά συγγνώμη που επιτρέψαμε να συμβεί αυτό», δήλωσε ο πρόεδρός του, Τζορτζ Οσμπορν, με αφορμή την ολοκλήρωση της ανεξάρτητης έκθεσης και πρόσθεσε: «Πάνω απ’ όλα, είμαστε αποφασισμένοι να βγούμε από αυτήν την περίοδο ως ένα πιο δυνατό, πιο ανοιχτό και πιο σίγουρο Μουσείο που θα είναι κατάλληλο για το μέλλον. Χάρη στη σκληρή δουλειά της ομάδας κριτικής, είμαστε πλέον εξοπλισμένοι για να κάνουμε ακριβώς αυτό».
Ο σερ Μαρκ Τζόουνς, προσωρινός διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου, χαρακτήρισε τις συστάσεις «χρήσιμες» για να παραδεχτεί αμέσως μετά: «Κανείς δεν μπορεί να προσποιηθεί ότι ήταν μια εύκολη περίοδος για το Μουσείο, αλλά τρέφω τον απόλυτο θαυμασμό για τη δέσμευση του προσωπικού για την οικοδόμηση ενός ισχυρότερου μέλλοντος για το Μουσείο για το οποίο όλοι νοιαζόμαστε τόσο βαθιά».