Κεντροαριστερά: Το πολιτικό εργαστήρι του καλοκαιριού του 2024
Γιατί στα πηγαδάκια της ευρύτερης κεντροαριστεράς εν μέσω χειμώνα μιλούν διακριτικά για το επόμενο καλοκαίρι; Δεν οφείλεται, προφανώς, στον ήπιο καιρό που θυμίζει περισσότερο Πάσχα παρά Πρωτοχρονιά. Στην αφετηρία του 2024, η πολιτική συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την ανθεκτική πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη και στο εάν, πότε και πώς μπορεί αυτή να αμφισβητηθεί.
Το εάν και το πώς παραμένουν σε εκκρεμότητα, σχετικά με το πότε, όμως, οι περισσότεροι φαίνεται να συμφωνούν ότι λυδία λίθος για τυχόν ανακατατάξεις θα αποτελέσουν τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών τον Ιούνιο. Οι μετέχοντες σε αυτές τις συζητήσεις δεν τρέφουν αυταπάτες για ανατροπές, τουναντίον αναγνωρίζουν πως η επώαση ενός νέου τοπίου στην κεντροαριστερά θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το τέλος των πολιτικών εγωϊσμών. Εκείνο, ωστόσο, που κυριαρχεί και λέγεται πλέον φωναχτά είναι ότι καμία εκ των δύο βασικών παραμέτρων της αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ και το ΠΑΣΟΚ, δεν μπορεί από μόνη της να αντιπαραθεί με τη Ν.Δ ακόμα και στην περίπτωση (που δεν προκύπτει έως σήμερα από τις δημοσκοπήσεις) που αυτή υποστεί σημαντικές απώλειες στην μάχη των ευρωεκλογών. Κι αυτό διότι σε μία τέτοια πιθανότητα αυτό θα προκύψει από έναν συνδυασμό αποχής και πολυδιάσπασης της ψήφου στα μικρότερα κόμματα, κυρίως αυτά που κείνται δεξιότερα του κυβερνώντος κόμματος.
ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ και ΠΑΣΟΚ ελπίζουν και προβλέπουν πως θα κατορθώσουν να εκλέξουν στην καλύτερη περίπτωση 3-4 ευρωβουλευτές (το μέτρο είναι στο 4,8%) χωρίς βεβαίως να είναι δεδομένο ποιό από τα δύο κόμματα θα κατορθώσει τελικά να κόψει το νήμα της δεύτερης θέσης. Το άθροισμα και των δύο, ωστόσο, δεν θα ξεπερνάει κατά πάσα πιθανότητα το ποσοστό της Ν.Δ, η οποία θα διατηρήσει ικανό και ζωτικό πολιτικό χρόνο και την ευχέρεια να “παίξει” με πολιτικές πρωτοβουλίες που θα επιβεβαιώνουν την κυριαρχία της.
Αυτό που δεν μπορούν να κάνουν το καθένα εκ των δύο κομμάτων ίσως μπορούν να το κάνουν -ή έστω να καλλιεργήσουν συνθήκες- και τα δύο μαζί. Στα πηγαδάκια, λοιπόν, αυτό φαίνεται ότι γίνεται κοινή πεποίθηση και οι μετριοπαθείς που κρατούν διαύλους επικοινωνίας (και στα τηλεοπτικά πολιτικά πάνελ αποφεύγουν να στρέφουν τα βέλη ο ένας εναντίον του άλλου) επισημαίνουν ότι “κάτι νέο και ευρύτερο πρέπει να δημιουργηθεί”. Η δεύτερη θέση και τα ποσοστά που θα λάβει καθένα από τα δύο κόμματα στις ευρωεκλογές θα ορίσουν ως φαίνεται και το ποιός θα πιάσει το νήμα να κινήσει διαδικασίες πάνω στο μοντέλο που δοκιμάστηκε και συνεχίζει να δοκιμάζεται στην διεκδίκηση του δήμου της Αθήνας μεταξύ του Χάρη Δούκα και του Κώστα Ζαχαριάδη. Στο ΠΑΣΟΚ, για παράδειγμα, αναγνωρίζουν πως ο πρώην βουλευτής από το “νέο κύμα” που έφερε στην “βιτρίνα” του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ ο Αλέξη Τσίπρας ήταν ο καταλύτης της μεγάλης και απρόσμενης νίκης κατά του Κώστα Μπακογιάννη. Το γεγονός, δε, ότι Δούκας και Ζαχαριάδης συνεχίζουν, ως φαίνεται, αυτή την συνεργασία και τώρα που ξεκινά η θητεία του πρώτου, υπενθυμίζει σε κάποιους τον χαμένο πολιτικό χρόνο από την εποχή που τα δύο κόμματα δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν σε κοινό υποψήφιο μεταξύ των Παύλου Γερουλάνου και Νάσου Ηλιόπουλου. Ίσως, λένε αρκετοί, εάν κάτι τέτοιο γινόταν η “συγκατοίκηση” να είχε ήδη συμβεί.
Το καλοκαίρι του 2024 είναι, λοιπόν, πιθανό να γίνει πολιτικό εργαστήρι δοκιμών για την συγκρότηση συμμαχιών και σε επίπεδο κορυφής. Φαίνεται, από την άλλη δύσκολο, ανάλογα με τις συνθήκες, να κάνουν ένα βήμα πίσω είτε ο Στέφανος Κασσελάκης, είτε ο Νίκος Ανδρουλάκης. Υπάρχει έντονο φορτίο πολιτικού εγωϊσμού και στους δύο. Μπορεί ξεπεραστεί; Είναι αλήθεια πως ισχυροί παράγοντες του ευρύτερου χώρου το επιθυμούν και το προωθούν. Ο Αλέξης Τσίπρας και ο Γιώργος Παπανδρέου δεν το κρύβουν με τις αρκετά συχνές συναντήσεις τους στο Στρασβούργο (Συμβούλιο της Ευρώπης) αλλά και στην Αθήνα, ενώ και άλλα πρόσωπα παρακολουθούν με ενδιαφέρον τις εξελίξεις.
Υπάρχουν, ωστόσο, άλλα πρόσωπα, κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ -ο οποίος μοιάζει ενίοτε να ίπταται στα πολιτικά σύννεφα- που κάνουν συχνά ότι περνάει από το χέρι τους να ναρκοθετούν την συνεννόηση, ενώ παρότι ο Στέφανος Κασσελάκης δηλώνει πως επιθυμεί να καταθέσει δικό του σχέδιο με προοπτική διακυβέρνησης μέχρις ώρας κινείται νωθρά με ασπίδα της “ατζέντα ΣΥΡΙΖΑ” της προηγούμενης περιόδου. Ωσάν να μην έχει μεσολαβήσει η διπλή εκλογική συντριβή, η οδυνηρή διάσπαση με την τοξικότητα που την συνόδευσε και την συνοδεύει, και η απαξίωση ακόμα και της δυναμικής που θα δημιουργούσε η εκλογή του νέου αρχηγού. Είναι μάλλον βέβαιο πως κάποια πρόσωπα στην Κουμουνδούρου δεν μπορούν να παρακολουθήσουν μία τέτοια προοπτική. Επίσης δεν αντιλαμβάνονται ότι όσα θα συμβούν το καλοκαίρι του 2024 δεν είναι για όλους, ιδιαίτερα εκείνους και στα δύο τμήματα (σημερινές κοινοβουλευτικές ομάδες) του παλαιού ΣΥΡΙΖΑ που εθίζονται στην τοξικότητα. Η συζήτηση που θα ανοίξει πρέπει να αποσκοπεί στην σύγκλιση και στο γκρέμισμα των τείχων που έστησαν στελέχη και τρολ των social media.
Ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ θα είναι σημαντικός, είτε είναι δεύτερος, είτε όχι, στις ευρωεκλογές ( η διαφορά, άλλωστε, μάλλον θα είναι μικρή έως ανεπαίσθητη) και μένει να δει κανείς εάν ο Νίκος Ανδρουλάκης μπορεί να χειραφετηθεί και να “μεγαλώσει” πολιτικά. Σαφώς δεν έχει καμία σχέση με τον αμήχανο αρχηγό πριν τις εθνικές εκλογές, έχει βελτιωθεί και αποκτά εύρος, κι αυτό όμως δεν αρκεί εάν δεν καταστεί σαφές ότι είναι καλύτερο να είναι κανείς μέρος ενός μεγάλου “όλου” από αρχηγός υποσυνόλου.
Προφανώς, δεν μιλά κανείς για συγχωνεύσεις και συνασπισμούς, κάτι τέτοιο δεν ευνοείται από τον εκλογικό νόμο, κάθε χώρος, από την άλλη, πρέπει να διατηρήσει την αυτονομία του. Υπάρχουν, όμως, μοντέλα και τρόποι. Σε κάθε περίπτωση ο δρόμος θα είναι μακρύς και δύσβατος, η δε πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι πολύ δύσκολο να αμφισβητηθεί σε ορατό βάθος πολιτικού χρόνου. Στην πολιτική, όμως, υπάρχει και η παράμετρος του τυχαίου, η δε σοβούσα δυσαρέσκεια τμήματος της κοινωνίας χτυπάει προς το παρόν στον τοίχο της απουσίας εναλλακτικής πρότασης και του “Κανένας”.