“Πονοκέφαλος” από την συνεχόμενη αστάθεια στην αγορά εργασίας – Τα 5 “καμπανάκια” της Λαγκάρντ
Με ιδιαίτερη ανυπομονησία αναμένονται τα στοιχεία για την αγορά εργασίας της Ευρωζώνης την Πέμπτη, με την πρόεδρο της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ να δηλώνει ότι υπάρχουν ενδείξεις χαλάρωσης στην αγορά εργασίας την οποία οι αξιωματούχοι παρακολουθούν για να αξιολογήσουν τον αντίκτυπο της νομισματικής σύσφιξης. «Παρά την επιβράδυνση της δραστηριότητας, η αγορά εργασίας παραμένει γενικά ανθεκτική, αν και υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις ότι η ανάπτυξη θέσεων εργασίας μπορεί να χάσει τη δυναμική προς το τέλος του έτους», είπε η Λαγκάρντ στους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες.
Το τέλος των επιτοκιακών αυξήσεων και τα κρίσιμα στοιχεία στην αγορά εργασίας
Όπως γνωρίζουμε η ΕΚΤ έκανε μια παύση από την αύξηση του κόστους δανεισμού τον περασμένο μήνα μετά από 10 διαδοχικές αυξήσεις, με αναλυτές και επενδυτές να μην αναμένουν νέα αύξηση του επιτοκίου καταθέσεων από το τρέχον επίπεδο του 4%, ακόμη κι αν ορισμένοι αξιωματούχοι επιμείνουν ότι μια τέτοια κίνηση παραμένει στο τραπέζι.
Η αγορά εργασίας παρέμεινε ανθεκτική ακόμη και όταν η οικονομία επιβραδύνθηκε και το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να διατηρηθεί στο 6,5% τον περασμένο μήνα, όταν ανακοινωθούν νέα στοιχεία την Πέμπτη.
Βέβαια με μεγάλη ανυπομονησία αναμένονται και τα στοιχεία για τον πληθωρισμό, καθώς σύμφωνα με τις έως τώρα εκτιμήσεις θα αποκαλύψουν ότι πιθανώς ο πληθωρισμός επιβραδύνθηκε περαιτέρω τον Νοέμβριο, στο 2,7%.
Ωστόσο, πονοκέφαλο προκαλεί η συνεχόμενη αστάθεια στην αγορά εργασίας και ειδικότερα το αυξημένο ενεργειακό κόστος μιας και οι τελευταίες προβλέψεις της ΕΚΤ δεν δείχνουν να επιστρέφουν στον στόχο του 2% πριν από το δεύτερο εξάμηνο του 2025.
Τα 4+1 καμπανάκια της Λαγκαρντ
- «Ενώ οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν υποτονικές, η οικονομία πρόκειται να ενισχυθεί ξανά τα επόμενα χρόνια καθώς ο πληθωρισμός μειώνεται περαιτέρω, τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών ανακάμπτουν και η ζήτηση για εξαγωγές της ζώνης του ευρώ αυξάνεται».
- «Κοιτάζοντας το μέλλον, αναμένουμε ότι η εξασθένηση των πληθωριστικών πιέσεων θα συνεχιστεί, παρόλο που ο μετρικός πληθωρισμός ενδέχεται να αυξηθεί ελαφρά τους επόμενους μήνες, κυρίως λόγω ορισμένων βασικών επιπτώσεων.
- «Ωστόσο, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό εξακολουθούν να περικλείονται από σημαντική αβεβαιότητα».
- «Αναμένουμε ότι η διατήρηση των επιτοκίων στα τρέχοντα επίπεδα για αρκετά μεγάλη διάρκεια θα συμβάλλει ουσιαστικά στην αποκατάσταση της σταθερότητας των τιμών».
- «Δεν είναι η ώρα να αρχίσουμε να δηλώνουμε τη νίκη. Πρέπει να παραμείνουμε προσεκτικοί στις διάφορες δυνάμεις που επηρεάζουν τον πληθωρισμό και να επικεντρωθούμε σταθερά στην εντολή μας για τη σταθερότητα των τιμών».
Ο γερμανικός πονοκέφαλος
Μια ενδιαφέρουσα απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου νωρίτερα αυτόν τον μήνα κατέστησε ουσιαστικά άκυρο τον πυρήνα της νομοθετικής ατζέντας της γερμανικής κυβέρνησης και άφησε τη χώρα σε συλλογικό σοκ.
Όλα ξεκίνησαν προκειμένου να παρακάμψει τις αυτοεπιβαλλόμενες περιορισμούς του ελλείμματος της Γερμανίας, οι οποίες δίνουν στις κυβερνήσεις ελάχιστο περιθώριο να ξοδεύουν περισσότερα από όσα εισπράττουν σε φόρους. Έτσι λοιπόν ο ο συνασπισμός του Καγκελαρίου Όλαφ Σολτς βασίστηκε σε ένα δίκτυο «ειδικών κεφαλαίων» εκτός του κύριου προϋπολογισμού. Ο Scholz ήταν πεπεισμένος ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να αξιοποιήσει τα χρήματα χωρίς να παραβιάσει το λεγόμενο φρένο χρέους.
Το δικαστήριο, χωρίς αμφιβολίες, διαφώνησε. Η απόφαση εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ικανότητα της κυβέρνησης να έχει πρόσβαση σε συνολικά 869 δισεκατομμύρια ευρώ που είναι σταθμευμένα εκτός του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού σε 29 «ειδικά ταμεία». Η κίνηση του δικαστηρίου ανάγκασε την κυβέρνηση να παγώσει τις νέες δαπάνες και να θέσει σε αναμονή την έγκριση του προϋπολογισμού του επόμενου έτους.
Η προσδοκία στην Bundestag είναι ότι ο Scholz θα βρει αρκετές περικοπές για να αντιμετωπίσει την άμεση τρύπα των 20 δισ. ευρώ που δημιούργησε η απόφαση στον προϋπολογισμό του επόμενου έτους.
Λογιστικός δόλος από Γερμανία
Ειδικότερα, οι δικαστές του συνταγματικού δικαστηρίου της Γερμανίας πρότειναν ότι η χρήση των σκιωδών κεφαλαίων από τον συνασπισμό του Σολτς ισοδυναμούσε με λογιστικό δόλο — το ίδιο είδος λογιστικής αλχημείας που το Βερολίνο επέπληξε την Ελλάδα για περισσότερο από μια δεκαετία πριν. Ίσως άθελά της, η δικαστική απόφαση απηχούσε την αυτόκλητη συμβουλή της τότε καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ προς την Αθήνα κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους της Ελλάδας: «Τώρα είναι η ώρα να κάνουμε την εργασία!».
Για τις χώρες της ευρωζώνης αυτό δεν θα μπορούσε παρά να μην αποτελέσει ένα κρίσιμο dejavu, με χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιταλία να βλέπουν τη Γερμανία να πέφτει στην ίδια «οικονομική παγίδα» που είχε δημιουργήσει πριν 14 έτη.
Επιπροσθέτως, οφείλει να σημειωθεί πως η Γερμανία ανέλαβε για ακόμη μία φορά το ρόλο του δημοσιονομικού μπαμπούλα στις Βρυξέλλες μιας και οι αξιωματούχοι διαπραγματεύονται ένα νέο πλαίσιο για το εγχειρίδιο κανόνων της ευρωζώνης για τις κρατικές δαπάνες, γνωστό ως Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Το σύμφωνο, το οποίο χρονολογείται από το 1997, έχει ανασταλεί μετά το χτύπημα της πανδημίας, αλλά πρόκειται να τεθεί ξανά σε ισχύ τον επόμενο χρόνο. Πολλές χώρες θέλουν να χαλαρώσουν τους κανόνες λόγω των τεράστιων δημοσιονομικών πιέσεων που ακολούθησαν πολλαπλές κρίσεις τα τελευταία χρόνια.
Το Βερολίνο είναι ανοιχτό σε μεταρρυθμίσεις, αλλά είναι επιφυλακτικό σχετικά με μεγάλα περιθώρια στις δαπάνες.
Εγκλωβισμένη η Γερμανία δίχως να το έχει ανάγκη
Βέβαια όλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί καθώς η Γερμανία βρίσκεται σε μία κατάσταση στην οποία μπορούμε να πούμε πως έχει αυτοεγκλωβιστεί. Με τα σημερινά δεδομένα η χώρα έχει αρκετά σημαντική και αξιόπιστη αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας, που σημαίνει ότι το Βερολίνο μπορεί να δανειστεί χρήματα με καλύτερους όρους από σχεδόν οποιαδήποτε χώρα στον πλανήτη. Με δημοσιονομικό έλλειμμα 2,6 τοις εκατό του ΑΕΠ πέρυσι και συνολικό χρέος που ανέρχεται στο 66 τοις εκατό του ΑΕΠ, η Γερμανία είναι επίσης πολύ πάνω από το μέσο όρο σε σύγκριση με τους ομολόγους της στην ευρωζώνη όσον αφορά τη δημοσιονομική πειθαρχία — ακόμη και αν υπολογίσουμε το χρέος που συγκεντρώθηκε για τα ειδικά ταμεία.
Ο μόνος λόγος για τον οποίο η Γερμανία δεν μπορεί να ξοδέψει τα χρήματα στα ειδικά ταμεία δεν είναι επειδή δεν έχει την οικονομική δυνατότητα, αλλά μάλλον επειδή παραμένει υπόχρεη σε μια σχεδόν θρησκευτική δημοσιονομική πειθαρχία που βλέπει το ελλειμματικό χρέος ως τον δρόμο προς την καταστροφή!