Ανάλυση/ Μετά την διάσπαση: Τα στοιχήματα για Κασσελάκη, ομάδα Αχτσιόγλου, Ανδρουλάκη, ΚΚΕ και… Μητσοτάκη
Η προαναγγελθείσα διάσπαση στον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ συντελέστηκε, με έντεκα βουλευτές να συγκροτούν πλέον κοινοβουλευτική ομάδα (μεγαλύτερη από αυτές της “Νίκης” και της “Πλεύσης Ελευθερίας”) και να αποκτούν τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτό. Διαμορφώνεται ένα νέο τοπίο στο πολιτικό σύστημα και ειδικότερα σε αυτόν της περιοχής από την κεντροαριστερά έως την αριστερά. Και προκύπτουν πολιτικά στοιχήματα για αρκετούς “παίκτες”.
Πρώτα, για τον ίδιο τον Στέφανο Κασσελάκη, ο οποίος έχει πια καθαρό πολιτικό διάδρομο και ένα κόμμα χωρίς τα στελέχη που από την νέα ηγετική ομάδα θεωρούσαν “βαρίδια” και στα οποία χρέωναν την εσωστρέφεια που -κατ΄ αυτούς- προκαλούσε την δημοσκοπική καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ. Εφόσον το επόμενο διάστημα καταγραφεί έστω και μικρή ανάκαμψη στις μετρήσεις που θα δουν το φως της δημοσιότητας, το επιχείρημα αυτό θα δικαιωθεί και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορεί να στραφεί αποκλειστικά στην αντιπολιτευτική του τακτική και να προβάλλει το πολιτικό του αφήγημα. Εάν κάτι τέτοιο δεν συμβεί ίσως ξεκινήσει ένας νέος κύκλος εσωστρέφειας με διαφωνίες γνωστών στελεχών που μέχρις ώρας έχουν επιλέξει την παραμονή τους (Τεμπονέρας κ.ά) και σκοπεύουν να καταθέσουν την δική τους πρόταση στην πορεία προς το συνέδριο. Εάν επικρατήσει η άποψη για αναβολή του συνεδρίου, τότε θα πυροδοτηθεί νέα εσωτερική αντιπαράθεση, ενώ δεν πρέπει να αποκλείει κανείς προσεχώς έναν νέο κύκλο αποχωρήσεων.
Το δεύτερο στοίχημα αφορά τους αποχωρήσαντες. Και ως προς τούτο οι δημοσκοπήσεις θα δείξουν εάν πράγματι αναγνωριστούν ως πολιτική οντότητα με κοινωνική καταγραφή και χρησιμότητα. Παρότι προς το παρόν συγκροτούν μόνο κοινοβουλευτική ομάδα, στις μετρήσεις θα λογίζονται ως νέος (υπό διαμόρφωση) πολιτικός φορέας, ιδιαίτερα αφού στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις εμφανίζεται ποσοστό 11% (στο σύνολο των ερωτηθέντων) που δυνητικά θα μπορούσαν να ψηφίσουν ένα κόμμα στελεχών που προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ, ταυτόχρονα, το 44% των ψηφοφόρων του θεωρούν αναγκαία την ίδρυση ενός τέτοιου αριστερού κόμματος. Μία θετική δημοσκοπική καταγραφή θα επιβεβαιώσει έως ένα βαθμό την “αναγκαιότητα” της αποχώρησής τους από τον ΣΥΡΙΖΑ, μένει, ωστόσο, να υπάρξει άμεσα και πολιτικό αποτύπωμα που θα διαφοροποιεί τη νέα κοινοβουλευτική ομάδα από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (που έχει πια 36 βουλευτές, μόλις τέσσερις περισσότερους από το ΠΑΣΟΚ). Εάν, η κοινοβουλευτική ομάδα όσων αποχώρησαν κινηθεί στο ίδιο αντιπολιτευτικό μήκος κύματος με τον ΣΥΡΙΖΑ δικαίως θα εγερθούν ερωτήματα σχετικά με την πραγματική αναγκαιότητα της διάσπασης. Το δίλημμα επί της ουσίας είναι εάν θα υπερβούν τις κατηγορίες για “κόμμα διασπαστών” και “αποστασία” και προβάλλουν γρήγορα συνολικό πολιτικό αφήγημα με προοπτική που να καταγραφεί στις ευρωεκλογές με ένα αξιοπρεπές ποσοστό.
Το τρίτο στοίχημα αφορά το ΠΑΣΟΚ και τον Νίκο Ανδρουλάκη. Παρότι τυπικά (με βάση την κοινοβουλευτική αριθμητική) παραμένει τρίτο κόμμα, αποκτά “αέρα” αξιωματικής αντιπολίτευσης και εισέρχεται σε φάση φιλικού ανταγωνισμού με τον ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη. Θα αξιοποιήσει το μομέντουμ ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ με πρωτοβουλίες και ένταση της αντιπολίτευσης απέναντι στην κυβέρνηση; Είναι κάτι που θα φανεί σύντομα.
Το τέταρτο στοίχημα αφορά το ΚΚΕ που βρίσκεται σε φάση δημοσκοπικής ανόδου με τον Δημήτρη Κουτσούμπα να αποκτά δημοφιλία που υπερβαίνει την επιρροή του κόμματος. Φαίνεται πως η τακτική του Περισσού προς την εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και του υπό ίδρυση νέου πολιτικού φορέα από τους αποχωρήσαντες θα επιχειρεί να στήσει γέφυρες, προβάλλοντας πως μόνο το ΚΚΕ μπορεί να ασκήσει ουσιαστική και μαχητική αντιπολίτευση. Η συγκυρία αναμφίβολα το ευνοεί και υπό προϋποθέσεις μπορεί να αναδειχθεί ακόμα και τρίτο κόμμα στις ευρωεκλογές.
Τέλος,
Στοίχημα αποτελεί η πολιτική συγκυρία και στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Από την μία ο κατακερματισμός στον χώρο της μείζονος και (δια των ανακατατάξεων) της ελάσσονος αντιπολίτευσης τον ευνοεί και εδραιώνει έτι περαιτέρω την ηγεμονία του. Από την άλλη, όμως, η κυβερνητική φθορά λόγω των πολιτικών που ασκούνται (φορολογικό, ακρίβεια, κόκκινα δανεια κ.ά) δεν μπορεί να εκτονώνεται πλέον σε σκιαμαχίες με τον ΣΥΡΙΖΑ, ή και το ΠΑΣΟΚ, και εφεξής κάθε λάθος θα μετράει διπλά. Πολλά θα κριθούν στις ευρωεκλογές όπου υπό το φάσμα της χαλαρής ψήφου είναι πιθανόν να καταγραφούν σημαντικές απώλειες. Γι αυτό και ο πρωθυπουργός είναι μάλλον υποχρεωμένος να “εθνικοποιήσει” τις ευρωεκλογές, να επιλέξει, δηλαδή, πολιτικούς αντιπάλους ώστε δια της αντιπαράθεσης να συσπειρώσει όσο το δυνατόν περισσότερο την εκλογική βάση της Ν.Δ.